ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΟΔΥΝΗΡΗ(;) ΠΤΩΣΗ

Δεν είναι γνωστό αν η παροιμία «όποιος δεν θέλει να πάει στο μύλο δέκα μέρες κοσκινίζει» συνηθίζεται στην όμορφη Πάρο.

Ωστόσο ένα άξιο τέκνο του υπέροχου νησιού με τα μαρμαρένια σωθικά, με την επίμονη συμπεριφορά αντιφατικότητας, διαφοροποίησης και αποξένωσης που επιδεικνύει προς το κόμμα του και την κυβέρνηση. αδιαλείπτως την υπενθυμίζει. Τη μία δηλώνει ότι είναι «έτοιμος να αναλάβει το κόστος των επιλογών του», την άλλη σημειώνει ότι «ότι η παραίτησή του είναι στη διάθεση του πρωθυπουργού», αλλά επί της ουσίας «κοσκινίζει». Ούτε αναλαμβάνει τις ευθύνες του, ούτε παραιτείται.

Αδιευκρίνιστο ακόμα παραμένει αν ο δυο φορές εκλεγμένος με το ψηφοδέλτιο επικρατείας του ΠΑΣΟΚ πρόκειται να πολιτευθεί στη Β’ Αθηνών. «Έχω γνωστοποιήσει την επιθυμία μου (για την Β'Αθήνας), αλλά ούτε διεκδικώ, ούτε πιέζω κανέναν και για τίποτα. Περιμένω τις τελικές αποφάσεις», διεμήνυσε εσχάτως προς τον αρχηγό του κόμματός του.

Όλα αυτά θα φάνταζαν μάλλον απίθανα αν ο Γιάννης Ραγκούσης είχε συνειδητοποιήσει νωρίτερα πώς ό,τι διέπεται από φυσικούς νόμους έχει ενίοτε οδυνηρότερες εφαρμογές στη πολιτική. Ιδίως το «ό,τι ανεβαίνει κατεβαίνει». Και ότι, όσο μεγαλύτερη είναι η απομάκρυνση από τη σωφροσύνη που απαιτεί η άνοδος στη σιγουριά του αέρινου ρετιρέ, τόσο οδυνηρότερη και η πτώση προς την αβεβαιότητα του σκληρού ισογείου.

Από τη νέα γενιά συνεργατών του πρώην πρωθυπουργού ο πρώην δήμαρχος Πάρου και επιχειρηματίας στο χώρο της ταχυφαγικής εστίασης, ο Γιάννης Ραγκούσης διακρινόταν από την αυτοπεποίθηση, -κατ’ άλλους από την εμμονή- ότι η τύχη του Γιώργου Παπανδρέου δεν θα επηρέαζε και την τύχη εκείνων που συνδέθηκαν μαζί του τα τελευταία χρόνια.

Η αλήθεια είναι ότι ο καθένας μπορεί να φτιάξει τη τύχη του στη πολιτική . Όχι όμως και να διορθώσει την ποιότητά του και τις σχέσεις του. Και η σχέση του Γιάννη με τον Παπανδρέου χάλασε κάπου στις αρχές του 2011. Είχε προηγηθεί η εγκατάσταση του Ραγκούση στη γραμματεία του Κινήματος, είχε ακόμα διατελέσει εκπρόσωπος του κόμματος, ενώ είχε συνδεθεί με τα σοβαρά χρέη που εμφανίστηκαν στην Ιπποκράτους, την κατάρρευση των εσόδων της, καθώς και την εξαέρωση του όποιου υπάρχοντος μηχανισμού. Η δυσαρέσκεια του χτυπούσε την πόρτα, αλλά ο ίδιος είχε ανέβει πλέον στο αεροστεγές κυβερνητικό ασανσέρ.

Η θητεία του ως υπουργού Εσωτερικών και συντονιστή της κυβέρνησης δεν ταυτίστηκε με τις πρωθυπουργικές προσδοκίες, ούτε απέδωσε πολιτικά και διαχειριστικά. Η κρίση της Υπατίας, η υπόθεση των ΧΥΤΑ στα Σπάτα, η δρομολόγηση της επιλογής προϊσταμένων σε εφορίες, τελωνεία, ΣΔΟΕ, και η καθυστέρηση της αλλαγής θεσμικού πλαισίου για τα κόμματα δημιούργησαν πολιτική απόσταση με τον τότε πρωθυπουργό.

Η απομάκρυνσή του από τον κύκλο συνομιλητών του Παπανδρέου ενέτεινε και στη φθορά μιας σχέσης που ο ίδιος ο Ραγκούσης επέμενε να αντιλαμβάνεται με προσωπικούς όρους. Η αποξένωση είναι βαθμιαία, καθώς ο Παπανδρέου δεν ενδιαφέρεται πλέον να γεφυρώσει κανένα χάσμα με τον επί πενταετίας συνεργάτη του.

Το ρήγμα γίνεται βαθύτερο από τη στιγμή που ο Ραγκούσης μετατίθεται στο Υποδομών και Μεταφορών, γεγονός που ο ίδιος δεν το περίμενε (έφυγε λίγες μέρες πριν τον ανασχηματισμό από τον ταπεινό Χολαργό όπου διέμενε και ενοικίασε σπίτι στην αριστοκρατική περιοχή της Ηρώδου Αττικού για να πηγαίνει στο υπουργείο με τα πόδια), αλλά και το θεώρησε, ως δυσμενή υποβάθμιση. Το «άδειασμά» του, όπως το εννοεί, επιχειρεί να το καλύψει με συμμετοχή στην «ομάδα των 4» και με έντονη προσπάθεια αποστασιοποίησης για τη θεμελίωση δικού του φιλόδοξου πολιτικού προφίλ που μακιγιάρει τις νύξεις περί αχαριστίας. Το ότι ανεσύρθη από τα κομματικά αζήτητα των Κυκλάδων και από το νησιώτικο γκρίλ έφθασε, χωρίς την επιδοκιμασία της λαϊκής ψήφου, κατευθείαν σε υπερυπουργικό γραφείο με κόκκινη γραμμή με τον πρωθυπουργό, είναι κατά τη γνώμη του αξιοκρατική ανάδειξη. Δικαίως κορύφωσε τις επιδιώξεις ηρωικών εμφανίσεων με την ανάδειξη του θέματος των ταξιτζήδων εν μέσω του τουριστικού Ιουνίου, ενώ το νομοσχέδιο σχεδιαζόταν για τον συνήθη Οκτώβριο, με οδυνηρές συνέπειες για το κόμμα του και τη χώρα.

Στον επόμενο γύρο ως υφυπουργός Άμυνας στη κυβέρνηση Παπαδήμου, με αρθρογραφία και δηλώσεις δείχνει να απομακρύνεται από τους σχεδιασμούς της τρόικας. Βάλλει ευθέως κατά Βενιζέλου, τα βάζει συλλήβδην με το πολιτικό προσωπικό της Μεταπολίτευσης και θέτει «πάση θυσία» μετεκλογική κυβερνητική συνεργασία με Δημοκρατική Αριστερά, καλλιεργώντας έτσι το μύθο του ασυμβίβαστου.

Ωστόσο με αφορμή τη στάση του στο θέμα της χρηματοδότησης των κομμάτων 27 ημέρες πριν από τις εκλογές, αρκετοί στο ΠΑΣΟΚ κάνουν λόγο για «υποκριτική και λαϊκίστικη» τοποθέτηση από ένα στέλεχος που ασκούσε κομβικά καθήκοντα στο κόμμα του και διατηρεί ακέραιες ευθύνες για τη σημερινή κακή οργανωτική και οικονομική του κατάσταση. Δεν παραλείπουν δε, να επισημάνουν ότι οι κατηγορίες του για τα οικονομικά των κομμάτων, που ο ίδιος ως πρώην υπουργός εσωτερικών αμέλησε να ρυθμίσει, αποτελεί μια ακόμα υπεκφυγή.

Όλα αυτά θα είχαν τη σημασία τους αν ο Γιάννης Ραγκούσης στην θεαματικά σύντομη έως τώρα διαδρομή του στον κεντρικό πολιτικό στίβο είχε να επιδείξει περισσότερα αποτελέσματα από όσα έχει τη τόλμη, κατ’ άλλους το θράσος, να διαφημίζει. Και για ένα λόγο παραπάνω θα είχε φροντίσει με σύνεση να διαψεύσει την αίσθηση που επιφυλάσσει στο εαυτό του και μεταδίδει στην κοινή γνώμη περί «αποδιοπομπαίου τράγου». Δεν το κάνει. Παριστάνει το «θεματοφύλακα» της αξιοκρατίας στην Ελλάδα, επιδιώκοντας προφανώς ηρωική έξοδο από τα ψηφοδέλτια της Β’ Αθηνών. Όχι μόνο επειδή κρίνεται αμφίβολη η εκλογή του, αλλά επειδή «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια».

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.