ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΓΓΩΝΗΣ

Σε αυτή την προεκλογική περίοδο συγκρούστηκαν δύο κόσμοι, δύο πολιτικοί πολιτισμοί, αλλά και δύο έννοιες: ο φόβος και η ελπίδα.

Εμπόριο τρόμου

Η ΝΔ πολιτεύθηκε με άξονα τον φόβο. Ο Αντώνης Σαμαράς και τα συν αυτώ «γαλάζια» στελέχη υιοθέτησαν τα πιο ακραία διλήμματα, τις χειρότερες απειλές που ούτε οι πλέον αυστηροί από τους δανειστές μας δεν τολμούν να εκστομίσουν. Ο πρόεδρος της ΝΔ πορεύτηκε  αυτές τις 30 ημέρες απειλώντας με έξοδο της χώρας από το ευρώ, σε σημείο τέτοιο που αν μεθαύριο «στραβώσουν» οι διαπραγματεύσεις της όποιας κυβέρνησης με την τρόικα, να μπορεί να κατηγορηθεί για δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων. Όμως, η Δεξιά δεν κατατρομοκράτησε την κοινωνία μόνο πάνω στον άξονα «ευρώ ή δραχμή». Γυρνώντας ανά την Ελλάδα, ο πρόεδρος της  ΝΔ έσπερνε σπόρους μίσους και ρατσισμού, υιοθετώντας πλήρως την ατζέντα της Χρυσής Αυγής και της γαλλικής Ακροδεξιάς της Μαρίν Λεπέν.
Το εμπόριο φόβου στο οποίο επιδόθηκε δίχως όριο ο Αντώνης Σαμαράς είναι τέτοιας έντασης, που πολλοί αναρωτιούνται πώς θα μπορέσει να κυβερνήσει, αν κερδίσει τις εκλογές, με δεδομένο ότι έχει πολώσει το 1/3 του λαού υπέρ του και τα 2/3 εναντίον του, πριν καν νικήσει στις εκλογές, πριν καν σχηματίσει κυβέρνηση. Αν ποτέ σχηματίσει κυβέρνηση.

Ασαφής ελπίδα

Στον αντίποδα, ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε στην ελπίδα. Επιχείρησε, δηλαδή, να «ακουμπήσει» στην επιθυμία των πολιτών για αλλαγή πορείας και εξέφρασε στην γονατισμένη κοινωνία την ελπίδα ότι μπορεί να υπάρξει ένας άλλος δρόμος, ότι μπορεί να ανακοπεί η ύφεση, ότι μπορεί να σταματήσει η λήψη κι άλλων βίαιων και αντικοινωνικών μέτρων. Όπως φάνηκε στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση, αλλά και μετά, στις πλάτες της Αριστεράς στήριξε ένας ολόκληρος λαός τις ελπίδες του για ένα καλύτερο μέλλον, όταν έβλεπε ότι άλλοι του έπαιρναν το μέλλον.

Βεβαίως, μπορεί κανείς να καταλογίσει πολλά στον ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόγραμμά του δεν είχε ούτε ένα συγκεκριμένο «νούμερο» για το πού θα βρει εναλλακτικά τα χρήματα, ενώ η Κουμουνδούρου και ο Αλέξης Τσίπρας ουδέποτε μας έδωσαν απάντηση τι προβλέπει το «σχέδιο Β», αν οι θεσμικοί εταίροι της χώρας παραμείνουν αμετακίνητοι στις παράλογες απαιτήσεις τους. Πώς, μ’ άλλα λόγια, θα μπορέσει να συμβιβάσει τις προεκλογικές εξαγγελίες του για καταγγελία του Μνημονίου ή «πολιτική καταγγελία» έστω ή «αντικατάσταση από το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης» με τη διαβεβαίωση που δίνει στους πολίτες ότι θα κρατήσει τη χώρα στο ευρώ.

Αναποφάσιστοι

Όπως όλα δείχνουν, ακόμη και τώρα, που πέφτει η αυλαία της προεκλογικής περιόδου, υπάρχουν πολλοί αναποφάσιστοι ψηφοφόροι. Ή τουλάχιστον αρκετοί για να κρίνουν καθαρά το αποτέλεσμα της Κυριακής. Υπάρχουν αναποφάσιστοι που φοβούνται μεν, αλλά ταυτόχρονα δεν πείθονται ότι ο Αντώνης Σαμαράς, η ΝΔ και η συνέχιση –έστω με διαφοροποιήσεις- του Μνημονίου μπορεί να αλλάξει κάτι στη ζωή τους.
Στον αντίποδα, υπάρχουν και πολλοί ακόμη που, στην πρώτη ανάγνωση απορρίπτουν το φόβο, αλλά η «ασαφής ελπίδα» του ΣΥΡΙΖΑ δεν τους καθησυχάζει ότι μπορούν να εμπιστευθούν σ’ αυτόν τη διακυβέρνηση της χώρας.

Οριακές στιγμές

Τα τελευταία δύο 24ωρα, έγινε πολλή κουβέντα γύρω από τη φράση του επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με τον οποίο «το νόμισμα δεν είναι φετίχ». Πολλοί εξεπλάγησαν, ενώ οι… συνήθεις ύποπτοι της Συγγρού έσπευσαν να εκμεταλλευθούν την αποστροφή του λόγου του Αλέξη Τσίπρα. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι ένας υποψήφιος πρωθυπουργός λέει ότι το νόμισμα δεν είναι φετίχ ή ότι το ίδιο λένε, με τον τρόπο τους οι πολίτες; Σε όλα τα ποιοτικά ευρήματα των μετρήσεων, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών (πάνω από 80%) δηλώνουν υπέρ του ευρώ, αλλά ένα επίσης μεγάλο ποσοστό (κοντά στο 70%) λέει «όχι» στο Μνημόνιο και τη συνακόλουθη πολιτική λιτότητας.

Προφανώς και δε διαφωνεί κανείς ότι η έξοδος της  Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα ήταν μια καταστροφή. Σε οικονομικό επίπεδο (υποτίμηση νομίσματος, πληθωρισμός, αδυναμία εισαγωγών ακόμη και βασικών ειδών διατροφής και καυσίμων) αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, αφού η Ελλάδα θα έχανε το τρένο της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ωστόσο, αυτή τη στιγμή, το βασικό θέμα της Ευρωζώνης δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η Ισπανία, η Ιταλία που έρχεται, η Γαλλία που μπορεί να έρθει και η γερμανική πολιτική δημοσιονομικής ορθοδοξίας, που έφτασε το ευρώ και την Ευρώπη στα όριά της.
Μια πολιτική που, πρώτη από όλες τις χώρες, έχει φέρει την Ελλάδα στα όριά της.

Εξαιτίας αυτής της πολιτικής έφτασε να μη θεωρείται πια φετίχ το ευρώ. Αν ικανοποιηθούν κατά κεραίαν οι απαιτήσεις των δανειστών, αν το σχέδιο εσωτερικής υποτίμησης συνεχιστεί, τότε όχι μόνο δε θα είναι φετίχ το ευρώ, αλλά δε θα είναι ταμπού και η έξοδος από το ευρώ.

Εξαιτίας αυτής της πολιτικής, οι πολίτες, εξαθλιωμένοι, πιεσμένοι, φοβισμένοι για το μέλλον τους, δεν σκέφτονται τι νόμισμα θα έχουν στις τσέπες τους, αλλά αν θα έχουν κάποιο νόμισμα στις τσέπες τους.

Εξαιτίας αυτής της πολιτικής έχει πλέον έρθει το ευρώ και η Ευρώπη αντιμέτωπη με το ερώτημα της Ιστορίας: συνεχίζει διαφορετικά ή διαλύεται; Ένα ερώτημα που, ώσπου να απαντηθεί, θα είναι δυσκολότερο για τους Ευρωπαίους, ακόμη και τους δημοσιονομικά «προτεστάντες» Γερμανούς  να οδηγήσουν μια χώρα στην έξοδο, ξέροντας ότι τότε μπορεί να αρχίσει να ξηλώνεται για τα καλά το πουλόβερ της Ευρωζώνης.

Ας υποθέσουμε, όμως, ότι όλα τα παραπάνω δεν θα ισχύσουν τελικά και η Ευρώπη θα βρει τον τρόπο της να προχωρήσει μέσα στα δύσβατα μονοπάτια της κρίσης. Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι η Γερμανία, με κάποιες επιμέρους υποχωρήσεις, θα συνεχίσει να επιβάλλει στην υπόλοιπη Ευρώπη τη λιτότητα και τη δημοσιονομική ορθοδοξία.
Επί τη βάσει αυτού του σεναρίου, ποιες λύσεις έχουμε; Πρώτον, να συνεχίσουμε κανονικά μια «μνημονιακή» πορεία –έστω και με αλλαγές- να συνεχιστεί κανονικά η διαδικασία της εσωτερικής υποτίμησης και να μειωθούν οι δαπάνες του προϋπολογισμού για το κοινωνικό κράτος στο 35%, δηλαδή στο επίπεδο της Κολομβίας. Τότε, ο «καλός μαθητής» Ελλάδα θα βρίσκεται σε 2-3 χρόνια σε μια κατάσταση, όπου δε θα υπάρχουν εργασιακά δικαιώματα (τι να κάνουμε, αφού πρέπει να γίνουμε ανταγωνιστικοί…), οι μισθοί θα βρίσκονται σε επίπεδα Βουλγαρίας και θα είναι της τάξης των 200 ευρώ (η ανταγωνιστικότητα που λέγαμε…), ενώ η δημόσια Παιδεία και η δημόσια Υγεία θα βρίσκονται στην κατάσταση που βρίσκονταν τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Οι νέοι θα πρέπει να ξεχάσουν το… όνειρο σε μια σύνταξη, ενώ η κοινωνική και διαταξική κινητικότητα θα έχει κάτι από Βαλκάνια ή Τουρκία: μία μικρή, αλλά δυναμικά ανερχόμενη μεσαία τάξη, η οποία θα εκμεταλλεύεται το καθεστώς εργασιακής ζούγκλας και την εξαθλίωση των ανθρώπων, για να κάνει «επενδύσεις», να αποθησαυρίζει χρήματα με το τσουβάλι και να ζει καλά.
Στον αντίποδα, τι μας προτείνεται; Μια «αριστερή λύση» και, μάλιστα, υπό την αίρεση ότι οι Ευρωπαίοι θα δεχθούν να αλλάξει ο πυρήνας του Μνημονίου και δε θα θελήσουν να οδηγήσουν την Ελλάδα στην έξοδο από το ευρώ. Πράγματι, αυτή η λύση έχει πολλά «αν» και μεγάλο ρίσκο. Ωστόσο, το χειρότερο σενάριο της «αριστερής λύσης» είναι το προϋπολογισμένο και σίγουρο σενάριο της «άλλης» πρότασης. Μήπως γι’ αυτό και μόνο αξίζει να το ρισκάρουμε;

 

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.