ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΗΣ

Τα τρία κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είχαν διαβεβαιώσει προεκλογικά τους πολίτες ότι η επαναδιαπραγμάτευση των σκληρών όρων του μνημονίου ή και η απαγκίστρωση από αυτό, ήταν, όχι μόνον η σωστή γραμμή, αλλά και απολύτως εφικτή.  Τις τελευταίες ημέρες μάλιστα, το δίλημμα των εκλογών επιχειρήθηκε απλουστευτικά να διατυπωθεί ως «επαναδιαπραγμάτευση και αλλαγή του μνημονίου μέσω χειρισμών που θα διασφαλίσουν την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη ή αλλαγή του με μονομερείς ενέργειες που θα μας οδηγήσουν εκτός ευρώ». Η τροποποίηση του μνημονίου, δηλαδή, ήταν δεδομένη και – περίπου – συμφωνημένη, τουλάχιστον σε ότι αφορούσε την επιμήκυνση της εφαρμογής του.

Η κυβέρνηση τώρα δεν τολμάει καν να θέσει στα σοβαρά τέτοιο ζήτημα και η βασική της προσπάθεια αφορά το πώς θα μπορέσει να εφαρμόσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα όσα έχει δεσμευθεί η χώρα. Η πραγματική κυβερνητική γραμμή, όσες πιρουέτες και να κάνει ο επιδέξιος κ. Βενιζέλος, είναι εκείνη που έχει διατυπώσει ρητά ο υπουργός των Οικονομικών: Δεν μπορούμε να ζητήσουμε τίποτα από τους εταίρους μας πριν να φέρουμε σε τροχιά το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, δηλαδή το μνημόνιο.

Ας αφήσουμε κατά μέρος το τι είναι σωστό να κάνει η κυβέρνηση και τι όχι και ας μη βιαστούμε να της ρίξουμε το ανάθεμα. Προφανώς, εάν δεν είσαι αποφασισμένος να φτάσεις τη διεκδίκησή σου μέχρι τις ακραίες συνέπειές της, δεν είναι σωστό να μπείς σε συζήτηση για αλλαγές παρά μόνον όταν εξασφαλίσεις ευήκοα ώτα. Τα οποία για να τα εξασφαλίσεις φαίνεται ότι θα πρέπει να αποδείξεις συνέπεια και… υπακοή.

Αλλά γιατί, όταν τα δεδομένα ήταν απολύτως γνωστά, έπρεπε τα τρία κόμματα, καθένα με το δικό του «στυλ», να εξαπατά προεκλογικά τους ψηφοφόρους του; Γιατί δημιουργούσαν ψευδαισθήσεις και προσδοκίες που τώρα θα βρουν μπροστά τους; Υπήρχε πράγματι (και υπάρχει) η κούραση και η αγανάκτηση του κόσμου που έπρεπε με κάποιο τρόπο να απαντηθεί. Υπήρχε απέναντι και ένα κόμμα που συγκινούσε με τη ριζοσπαστική ρητορική του (το οποίο βέβαια η τύχη το ευνόησε και δεν θα υποχρεωθεί, τουλάχιστον άμεσα, να δώσει λόγο για τις δικές του αντιφάσεις και εξαπατήσεις) και «έπρεπε» να αντιμετωπιστεί. Είναι όμως αυτοί επαρκείς λόγοι για να μπει κανείς σε μια πορεία που με βεβαιότητα θα τον οδηγήσει στο να εμφανιστεί πολύ γρήγορα ενώπιον των πολιτών «γυμνός» και δραματικά ασυνεπής;

Εκτός και αν το τίμημα, παρά τα όσα λέμε, δεν είναι και τόσο μεγάλο. Αν το καλοσκεφθείς, η πολιτική ζωή είναι γεμάτη από παραδείγματα ακραίας ασυνέπειας προεκλογικών υποσχέσεων και μετεκλογικής πρακτικής. Κατά κανόνα μάλιστα, στα μεγάλα θέματα, όσα υποστηρίζει η εκάστοτε αντιπολίτευση και δεν τα εφαρμόζει ως κυβέρνηση, είναι τα ίδια που λέει η καινούργια αντιπολίτευση για να μην τα εφαρμόσει ως κυβέρνηση και ούτω καθ΄ εξής. Οι συνέπειες για τους κατά σύστημα ασυνεπείς και ψευδολόγους δεν είναι και τραγικές. Σε σημείο να θεωρείται μάλλον μια άρρητη σύμβαση παγκοίνως αποδεκτή: Οι πολιτικοί δικαιούνται να λένε ό,τι θέλουν και οι πολίτες κρατάνε από αυτά ό,τι επίσης επιθυμεί ο καθένας. Όλες οι «λέξεις» έχουν την πελατεία τους, απλώς αλλάζει κάθε φορά ο «πωλητής». Και μέσα στους παλιούς ξεφυτρώνουν και οι φιλόδοξοι καινούργιοι.

Μόνον που τα πράγματα πλέον έχουν φτάσει σε σημείο οριακό. Συνεχίζουμε να ζούμε με τα παλιά «κόλπα», αλλά αυτά δυστυχώς δεν μπορούν να δώσουν καμία πραγματική απάντηση. Αντιθέτως δίνουν μια ψευδαίσθηση ομαλότητας τη στιγμή που η ανωμαλία έχει ήδη πάρει το πάνω χέρι.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.