ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΓΓΩΝΗΣ

«Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση», έλεγε ο Μάο. Δεν ξέρω αν όντως η κατάσταση θα αποδειχθεί θαυμάσια. Αν δηλαδή, η κρίση θα προωθήσει την «χαλαρωμένη» διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης ή αν επιτέλους τα κράτη θα επαναδιεκδικήσουν τον ρυθμιστικό τους ρόλο έναντι των τραπεζών.
Ωστόσο, οπωσδήποτε ισχύει το πρώτο σκέλος, η «μεγάλη αναταραχή».
Η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα έχει αλλάξει. Για πρώτη φορά μετά το ’58, η Αριστερά έχει γίνει αξιωματική αντιπολίτευση και, με βάση τα πρώτα δείγματα και βήματα της συγκυβέρνησης Σαμαρά, μπορεί κανείς να εικάσει ευλόγως ότι, συν τω χρόνω, η κυβέρνηση της Αριστεράς θα γίνει πραγματικότητα.

Επίσης, η κατάσταση έχει αλλάξει και οικονομικά. Εδώ και τρία χρόνια, στη χώρα μας εφαρμόζεται μία ακραία νεοφιλελεύθερη συνταγή, η γνωστή συνταγή του ΔΝΤ, με την γνωστή τακτική «σοκ και δέος», με τα –ακόμη πιο γνωστά- κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα. Η ανθρωπιστική κρίση είναι εδώ. Και, ως φαίνεται, από το χαραγμένο χαμόγελο του Πολ Τόμσεν όταν αποχωρούσε χθες από το υπουργείο Οικονομικών, η ανθρωπιστική κρίση ήρθε για να μείνει.

Η κατάσταση, λοιπόν, αλλάζει, οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν θυμίζουν σε τίποτα την δικομματική –ή έστω διπολική- μεταπολιτευτική «ρουτίνα», ενώ είναι μαθηματικά βέβαιο ότι η εμβάθυνση της κρίσης θα εντείνει ακόμη περισσότερο τις πολιτικές διεργασίες.

Η εκτίμηση αυτή, όπως φαίνεται, δεν επικρατεί μόνο στην Κουμουνδούρου ή και σε ανεξάρτητους πολιτικούς παρατηρητές, αλλά και στα κέντρα εξουσίας. Στα κέντρα αυτής της παλιάς εξουσίας, του παλιού «συστήματος», που σήμερα χρειάζεται τρία κόμματα για να μείνει στα πόδια του –κι αυτό διασωληνωμένο.

Αν παρακολουθήσει τη δράση αυτών των κέντρων εξουσίας κανείς, μάλλον επιβεβαιώνει τις εκτιμήσεις για την μελλοντική πολιτική κατάσταση.

Αίφνης, πολιτικοί που είχαν χαρακτηριστεί «μνημονιακοί» μέχρι… το κόκκαλο, να δίνουν μάχες οπισθοφυλακών για να πιέσουν τον Σαμαρά να ζητήσει πρώτα την επιμήκυνση και να ληφθούν τα σκληρά μέτρα σε δόσεις.

Όμως, οι κωλοτούμπες δεν είναι μόνο πολιτικές. Είναι και αναλυτικές, και δημοσιογραφικές.

Ακόμη και μεγάλα δημοσιογραφικά συγκροτήματα, σιγά σιγά «το γυρίζουν». Αρθρογράφοι-σημαίες των συγκροτημάτων αυτών, αλλά και βαρυσήμαντοι τηλεαστέρες σταδιακά ανακαλύπτουν πόσο λάθος ήταν η συνταγή. Πόσο αναποτελεσματικές οι απαιτήσεις της τρόικας, πόσο ανεδαφικές οι εκτιμήσεις ότι με την εσωτερική υποτίμηση θα γίνει το χρέος διαχειρίσιμο (και όχι βιώσιμο, έτσι για να μιλάμε σωστά ελληνικά…).

Οι ίδιοι άνθρωποι μας ενημερώνουν –εγκύρως, πάντα- ότι πλέον «το ευρώ δεν έχει το όποιο τίμημα», και πως η Ελλάδα «πρέπει να διεκδικήσει την αξιοπρέπειά της» και «να βάλει τις κόκκινες γραμμές της, όπως κάθε χώρα της Ευρωζώνης».

Πρόκειται για τους ίδιους ανθρώπους που προπαγάνδιζαν το δίλημμα «μνημόνιο ή χρεοκοπία». Και μετά το «μεσοπρόθεσμο ή χρεοκοπία». Και μετά το «νέο ασφαλιστικό-εργασιακό ή χρεοκοπία». Και τέλος, το «Μνημόνιο 2 και δανειακή σύμβαση ή χρεοκοπία».

Είναι αυτοί που ανακάλυπταν τον «νυχτοφύλακα των ΕΛΠΕ με ετήσιες αποδοχές 75.000 ευρώ το χρόνο» και, με επικοινωνιακό πολιορκητικό κριό αυτόν τον «τυχερό» υπάλληλο, υποστήριξαν αυτούς που άφησαν με 800 ευρώ το μήνα νοσοκόμες και δασκάλες.

Είναι αυτοί που ανακάλυπταν τα «φακελάκια στα νοσοκομεία» και βοήθησαν επικοινωνιακά όσους άφησαν χωρίς φάρμακα τα νοσοκομεία.

Και τώρα, αυτοί, οι ίδιοι, με το ίδιο ύφος «τα ξέρω όλα», μας λένε ότι η συνταγή είναι λάθος και πως «πρέπει η χώρα να θέσει κόκκινες γραμμές». Αυτοί που παλιά έλεγαν ότι «όσοι δανείζονται δεν έχουν κόκκινες γραμμές».

Και τα λένε αυτά, χωρίς καν να αισθάνονται την ανάγκη να ζητήσουν μια συγγνώμη. Να  παραδεχθούν πως, πράγματι, έκαναν λάθος. Ότι τους πήρε τρία χρόνια να καταλάβουν πού οδηγεί όλο αυτό. Ότι έπρεπε να συρρικνωθεί κατά 22% το ΑΕΠ της χώρας για να καταλάβουν ότι δεν ζούσε η Ελλάδα «πάνω από τις δυνάμεις της», αλλά έγινε ο αδύναμος κρίκος μιας ατελούς νομισματικής ένωσης που βρέθηκε στην τρικυμία της παγκόσμιας κρίσης.

Όλοι αυτοί, λοιπόν, δεν λένε μια «συγγνώμη», πριν μας πουν ότι «πρέπει να πούμε το μεγάλο όχι».

Ε, τότε, ας αφήσουν να μιλάνε για «μεγάλα όχι» αυτοί που τα υποστήριζαν από την αρχή. Και ας συμβιβαστούν με το γεγονός ότι αποτελούν τα τελευταία σπαράγματα ενός συστήματος που τελειώνει. Χάνεται. Σβήνει. Επιτέλους.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.