ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΥΡΟΣ

Συνομήλικος της Ίντερ, του Παναθηναϊκού και του Ηρακλή, ο Μανοέλ ντε Ολιβέιρα δεν δίνει δεκάρα για το ποδόσφαιρο. Ούτε Μπενφίκα, ούτε Πόρτο, αν και γεννήθηκε στο κομψοτέχνημα που ονομάζεται Οπόρτο με θέα στον Ατλαντικό. Καμιά, λοιπόν, συγγένεια με τον Μουρίνιο, τον Φίγκο ή τον Ρονάλντο. Με τον Βάσκο ντε Γκάμα και τους άλλους θαλασσοπόρους, μήπως με τον Οτέλο ντε Καρβάλιο, τον επικεφαλής της «Επανάστασης των γαρυφάλλων» που ανέτρεψε τον δικτάτορα Σαλαζάρ; Ούτε. Για την ακρίβεια, ο συμπατριώτης του Φερνάντο Πεσσόα και του Ζοζέ Σαραμάγκου, δεν έχει πλην της γλώσσας πολλά να μοιραστεί ακόμα και με τον Ζοάο Μεντέιρο, τον διασημότερο Πορτογάλο στον πλανήτη του σινεμά, ύστερα απ’ τον ίδιον εννοείται.

Όχι τόσο επειδή ο ένας μετά τον άλλον τον εγκαταλείπουν. Αλλά επειδή, ενώ οι περισσότεροι με κάποιαν βράβευση, με κάποιαν δόση αναγνώρισης, νομίζουν πως διεκδικούν μιαν σταγόνα αθανασίας, ο Μανοέλ ντε Ολιβέιρα καταφέρνει να συνομιλεί με την αθανασία αυτοπροσώπως. Κι αν στα φεστιβάλ του κινηματογράφου αποθεώνουν την ομορφιά, την νεότητα ή το πάθος για τις διασημότητες, αυτός κερδίζει την προσοχή αποκλειστικά για το πάθος της δημιουργίας. Ασυμβίβαστος, αριστοκράτης και κοσμοπολίτης, συνεχίζει να επισκέπτεται τις μεγάλες διοργανώσεις, αρνούμενος να στερήσει την παραμικρή διάκριση από τους νεότερους και πιο φιλόδοξους. Δεν έχει κερδίσει ποτέ του το βραβείο όσκαρ, έναν Χρυσό Φοίνικα, τον Χρυσό Λέοντα ή την Χρυσή Άρκτο. Δεν θα τα καταφέρει ούτε τούτη τη φορά, στη διάρκεια του σαββατοκύριακου δηλαδή, καθώς κλείνει η αυλαία της φετινής Μόστρα. Αν δεν υπάρχει στις λίστες των βραβευμένων, πώς να εξασφαλίσει την ποθητή υστεροφημία; Κι ο Χίτσκοκ δεν κέρδισε όσκαρ αλλ’ ο «Δεσμώτης του ιλίγγου», το περίφημο «Vertigo», στοιχειώνει διαρκώς τα όνειρα του κινηματογράφου κερδίζοντας την πρώτη θέση ανάμεσα στ’ αριστουργήματα όλων των εποχών. Στα εκατόν τέσσερα χρόνια του, πλέον, ο δημιουργός τόσων και τόσων αριστουργημάτων (δίχως μεγάλη αποδοχή, είν’ αλήθεια, απ’ το ευρύ κοινό) εισπράττει κάτι ανάλογο, σ’ εκτίμηση και σεβασμό, με την διαφορά ότι ζει και βασιλεύει. Δυστυχώς, δεν ταξιδεύει. Δεν είναι σε θέση πια. Θυμάμαι, πριν μια δεκαετία, ν’ ανοίγει η πλαϊνή είσοδος της Σάλα Γκράντε για να εισέλθει ο υπέργηρος σκηνοθέτης υποβασταζόμενος. Αποχαιρετισμός, προαναγγελία; Δακρυσμένοι οι περισσότεροι χειροκροτούσαμε γι’ αρκετά λεπτά. Όταν ανέλαβε πλήρως, ξαναγύρισε κι εδώ στο Λίντο και στις Κάννες και παντού, θαλερός, σοφός και χιουμορίστας.

Στ’ αεροδρόμια, μου έκανε εντύπωση που τον συνόδευε πάντα ένας σοβαρός, σωματώδης άνδρας, συνομήλικός του περίπου. Έμαθα πως επρόκειτο για τον γιο του. Την «Φρανσέσκα», το «Ατλαζένιο γοβάκι», την «Κοιλάδα του Αβραάμ» και τις άλλες τοιχογραφίες του για την πνευματική πορεία της Ευρώπης και την παντοτινή αγωνία του ανθρώπου τις γνωρίσαμε στη Μόστρα. Φέτος, σ’ ένα πρόγραμμα γεμάτο πολιτική, εικόνες και ιστορίες μ’ αφορμή την κρίση, την ανεργία, την λιτότητα, την επέλαση της σοβαρότητας ή τις προσωπικές και κοινωνικές καταστροφές , ο Μανοέλ ντε Ολιβέιρα παρουσιάζει μιαν παραβολή για το ζοφερό παρόν κοιτάζοντας προς το ζοφερό παρελθόν. Από μυθιστόρημα του 18ου αιώνα («Ο Gebο e a Sombra”), ένα οικογενειακό δράμα μ’ επίκεντρο κάποιο χρέος, τον κίνδυνο της ατίμωσης, την ληστεία από τον τυχοδιώκτη γιο και την θυσία του πατέρα.

Δεν ήλθε αυτή τη φορά μαζί με το έργο κι ο δημιουργός του. Έχουν φύγει οι παλιοί του φίλοι, λείπουν κι οι πρωταγωνιστές του, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι κι οι υπόλοιποι. Του απέμειναν πιστή ο Λουίς Σίντρα κι η Λεονόρ Σιλβέιρα. Κι η Κλαούντια Καρντινάλε, στον ρόλο της μητέρας. Το κοινό την χειροκροτεί, να τ’ ακούσει ο Μανοέλ εκεί στο Οπόρτο. Ως την επόμενη ταινία…

 

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.