ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Μια τόσο θλιβερή ιστορία!

«Άχθος Αρούρης» αποκαλούσε στην Ιλιάδα ο άλλος Έλληνας, τον ήρωα Αχιλλέα.

Βάρος της γης, άχρηστο φόρτωμα, περιττό άνθρωπο! Ποιοι είναι λοιπόν, γιατί έτσι τους κάναμε να αισθανθούν; Φόρτωμα; Αυτοί οι δυο ηλικιωμένοι, που αυτοκτόνησαν, για να προστεθούν στην πομπή των αυτοχείρων αυτής της εποχής, ετούτης της κρίσης, του καιρού της κατοχής, των αριθμών, της πίκρας των ανθρώπων;

Πόση θλίψη! Ζωούλες που έζησαν σιωπηλά, που έσβησαν σιωπηλά, που έγειραν και τέλειωσαν θαμπά, διπλά σ ανύποπτους γειτόνους και περαστικούς έξω απ το σπίτι τους, να συνεχίζουν τη ζωή τους. Το σπίτι ήταν στη Βάρκιζα. Νύχτωνε. Ο 91 ετών άνθρωπος πήρε ένα όπλο, απομεινάρι απ το Β Παγκόσμιο Πόλεμο και στόχευσε τη γυναίκα του. Εκείνη φαίνεται να στάθηκε σα για φωτογραφία, έτοιμη να φύγει μαζί του με εισιτήριο τη σφαίρα. Έχετε προσέξει πως για τους ηλικιωμένους ανθρώπους αποφεύγουμε τους χαρακτηρισμούς ο «άνδρας» ή η «γυναίκα»; Είναι ο γέρος και η γριά, οι υπέργηροι, οι ηλικιωμένοι! Σαν οι χαρακτηρισμοί των φύλλων να ταιριάζουν μόνο στις ηλικίες τεκνοποίησης. Όμως, να τος, βραδάκι Τρίτης, να πυροβολεί την 80 ετών σύντροφο του και μετά να στηρίζει το όπλο, όπως μπορούσε και να αυτοπυροβολείται!

Στην άκρη μιας πόλης, ενός καιρό φρυχτού, μιας θλίψης που απλώνεται σα χιόνι, γκρι όμως, και σκεπάζει ότι φαινόταν γύρω μας, ένα ζευγάρι, ένας άνδρας, μια γυναίκα, δυο ζωές που υπήρξαν μαζί, αποφασίζουν να τελειώσουν συντροφιά. Ένα σημείωμα. Λιγόλογο. Θέλησαν να φύγουν έτσι, παρέα, με δική τους θέληση, να μη περιμένουν καμία αρρώστια η κανέναν αιφνίδιο και οριστικό αποχωρισμό τους, για να μη δίνουν βάρος στα παιδιά τους. Να μην τα κουράζουν. Α! Και να μην ανησυχούν! Όλα τα περιουσιακά είναι τακτοποιημένα!

Δεν ήξερα αυτόν τον άνδρα και τη γυναίκα του, αλλά ένιωσα θλίψη σα να ταν δικοί μου άνθρωποι. Πόσο πικρή, θλιμμένη αξιοπρέπεια και πόση απελπισία να κρύβει αυτή η απόφαση; Ποιες να ταν οι τελευταίες λέξεις μεταξύ τους; Οι στιγμές που εκείνος στάθηκε μόνος στη ζωή ώσπου να την συναντήσει; Να χανε φωτογραφία απ το γάμο τους να τους κοιτάζει σε καδράκι παλιό, όλο ασπρόμαυρο χαμόγελο; Και εκείνα τα πλάσματα, της ευτυχίας, της λευκής δαντέλας, του μαύρου κοστουμιού, των μπλεγμένων χεριών, των νομίμων πια αγγιγμάτων, με τις υποσχέσεις, τη ζωή μπροστά, τα όνειρα, το μέλλον, τη χαρά και τον κόσμο να τους ανήκει, πώς να κοίταζαν απ το κάδρο τα ίδια τα σώματα τους, μισό και βάλε αιώνα, άψυχα, χωρίς κορνίζα;

Στην Κίνα η θρησκεία τους –προ Μάο εννοείται- βασίζεται στη λατρεία των προγόνων. Στο Θιβέτ ο σοφός και αυτός που παίρνει αποφάσεις σε κάθε οικογένεια είναι ο γηραιότερος. Στην παλιά Ελλάδα, οι γενιές ζούσαν μαζί και οι αρχηγοί της οικογένειας κατεύθυναν μέχρι το θάνατο τους, όλη τη καθημερινότητα σε κάθε κλαδί και παρακλάδι, του δέντρου της συνέχειας. Η ευημερία, η τεχνίτη φυσικά, των περασμένων χρόνων άλλαξε τις σχέσεις. Και μετά ήρθε και η ευαισθησία. Να νιώθουν βάρος και περιττοί εκείνοι που δώσανε ζωή, στο περιθώριο μιας κοινωνίας που μετράνε μόνο τα πλούτη και οι αριθμοί. Όχι, όχι, το θέμα δεν είναι οικογενειακό. Είναι βαθύτατα πολιτικό. Το θάρρος στο τέλος της ζωής να την αψηφήσεις, η κούραση, η αδικία, το περιθώριο. Για τους φτωχούς, τις άνεργες γυναίκες και τις ανύπαντρες μητέρες, τους ηλικιωμένους, τους γκέι που δικαίωμα δεν έχουν σε νόμιμη σε υποχρεώσεις και δικαιώματα συμβίωση, σα να ναι η αγάπη παρανομία. Και εδώ;

Εδώ να νιώθεις ανήμπορος, φόρτωμα, με την σύνταξη της πεινάς, των κρατήσεων, την ακρίβεια, τα φάρμακα, το κρύο. Να χεις δουλέψει για ένα τέλος, θαλπωρής, ζεστασιάς, αγάπης, αξιοπρεπείας και να βλέπεις στα στερνά εξάρτηση, απαξία, αδιαφορία από ένα κράτος, μια εξουσία, μια κοινωνία, που σε βάζει να νιώθεις από πάνω και ενοχές πως επιβαρύνεις τα πιο πολύτιμα σου πλάσματα. Τα παιδιά σου. Να έρχονται οι πιο βαριές γιορτές για μοναχικούς και μελαγχολικούς ανθρώπους και εσύ ο άνδρας, η γυναίκα που έχεις εγγόνια, να μη μπορείς να κάνεις δώρο ούτε έναν πάνινο Αι Βασίλη! Ούτε!

Ανήμπορος. Και εσύ να είσαι χρήσιμο πλάσμα. Άχθος αρούρης να ναι όλοι εκείνοι που καταδίκασαν ζωές στο μαύρο. Που αποφασίζουν από τα γραφεία τους σε ψηλά πατώματα. Που κοιτάνε μόνο τις ζωές τους χωρίς ίχνος ευγενείας, ανθρωπιάς, τσίπας. Να υπήρχε λέει, ένα τρόπος, όλες αυτές οι γραβάτες να πάνε υποχρεωτικά στις κηδείες των αυτοχείρων. Να δούνε στα μάτια τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Να κοιτάξουν τη φωτογραφία του γάμου, πάνω στο μάρμαρο πια. Και μετά; Μετά να συνεχίσουν να βαραίνουν τη γη με την παρουσία τους, να κοπρίζουν απλώς τον πλανήτη και να οδηγούν τις αλεξίσφαιρες κούρσες τους, ανάμεσα σε σώματα τυλιγμένα σε κουβέρτες στο κέντρο μιας αιώνιας πόλης, που μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, σακάτεψαν και ακρωτηρίασαν.

Ο άντρας της ιστορίας μας και η γυναίκα, μακάρι εκεί που θα ξαπλώσουν για πάντα μαζί να σκεπαστούν με κόκκινα τριαντάφυλλα. Γιατί οι ζωές τους, είχαν νόημα. Και υπήρξαν. Υπήρξαν εραστές, ανδρόγυνο πλατωνικό, γονείς. Υπήρξαν…

 

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.