ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Τα ψέματα που στηρίζουν το μνημόνιο

Είκοσι δύο ψέματα που κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο καταρρίπτονται με το βιβλίο  «22 πράγματα που μας λένε για την κρίση και δεν είναι έτσι», των Χρ. Λάσκου και Ευκλ. Τσακαλώτου.

Μερικά από τα ψέμματα: «Η ανταγωνιστικότητα εξαρτάται από το εργατικό κόστος», «Το μεγάλο Κράτος βρίσκεται στη ρίζα της ελληνικής κρίσης», «Η διαπραγματευτική μας δύναμη είναι μηδενική», «Η επικράτηση της αριστερής ιδεολογίας μετά τη μεταπολίτευση, υπήρξε μοιραία, γιατί ενοχοποίησε τον ιδιωτικό τομέα, την επιχειρηματικότητα και το κέρδος».

Προτάσεις που θεωρούνται αυτονόητες, κυριαρχούν το τελευταίο διάστημα και χρησιμοποιούνται ως βάσεις για τις πολιτικές που εφαρμόζονται.

Οι συγγραφείς, εξετάζουν ένα προς ένα τα «πράγματα» που κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο  και τα αποδομούν με βάση τον επιστημονικό λόγο, την έρευνα και τη σύγχρονη επιστημονική βιβλιογραφία.

Στο απόσπασμα από το βιβλίο που παρατίθεται παρακάτω, εξηγείται πώς η θεοποίηση της ανάπτυξης μέσω των ξένων επενδύσεων, παραγνωρίζει σκοπίμως το ρόλο του Κράτους που στην πραγματικότητα αποτελεί το βασικό μοχλό ανάπτυξης ακόμα και σε οικονομίες όπως των ΗΠΑ. Αντίθετα, ανοίγει το δρόμο για την παραχώρηση επενδυτικών διευκολύνσεων οι οποίες τραυματίζουν την οικονομία και την κοινωνία.

Στον αντίποδα της νεοφιλελεύθερης άποψης και της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» οι συγγραφείς παραθέτουν τις θέσεις οικονομολόγων όπως ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ (Joseph Stiglitz), ο  Ντάνι Ρόντρικ (Dani Rodrik) αλλά και  ο Χα-Τζουν Τσανγκ (Ha-Joon Chang) ο οποίος προειδοποιεί ότι πρέπει οι οικονομίες να είναι πολύ προσεκτικές στις διευκολύνσεις που παρέχουν στον ιδιωτικό τομέα, αν θέλουν να αποφύγουν την απαξίωση των «κοινών πόρων» της οικονομίας. Μια στρατηγική που βασίζεται στους χαμηλούς μισθούς, με ανειδίκευτους εργαζόμενους, χωρίς πρόβλεψη για την οργανωμένη κατάρτιση του προσωπικού, μια στρατηγική, δηλαδή, που αφήνεται, σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη, στη «σοφή αγορά»  αντί να αναβαθμίσει την οικονομία είναι πολύ πιθανό να φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα.

Διαβάστε  ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου των Χρήστου Λάσκου και Ευκλείδη Τσακαλώτου, που αφορά στο 18ο από τα «22 πράγματα που μας λένε για την ελληνική κρίση και δεν είναι έτσι».

Ο Χρήστος Λάσκος έχει σπουδάσει φυσική και οικονομικά και είναι διδάκτωρ κοινωνιολογίας.Αρθρογραφεί στην Αυγή και την Εποχή και είναι μέλος της σύνταξης του «Εντός Εποχής».

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι απόφοιτος του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και έχει διδάξει στο πανεπιστήμιο του KENT και στο οικονομικό πανεπιστήμιο Αθηνών. Είναι καθηγητής στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στη Β' Αθήνας.

Πράγμα 18: Η οριστική λύση βρίσκεται σε ένα εξωστρεφές οικονομικό μοντέλο και στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων

Τι μας λένε

Το 2010, και ενώ ήδη εξελισσόταν η ελληνική κρίση (όπως έχουμε επισημάνει στα Πράγματα 11 και 15) τρεις διακεκριμένοι Έλληνες οικονομολόγοι του εξωτερικού εξηγούσαν, βασιζόμενοι στην οικονομική επιστήμη, βεβαίως, ότι, στην κατάσταση που βρισκόμαστε, δεν υπάρχουν, πλέον, λύσεις χωρίς πόνο «για όλους μας». Στο γνωστό άρθρο, που ανάρτησαν στο εκσυγχρονιστικό μπλογκ greekeconomistsforreform.com (με αναδημοσίευση στη Καθημερινή, 28/9/10), ο Κώστας Αζαριάδης, ο Γιάννης Ιωαννίδης και ο Χρήστος Πισσαρίδης επισήμαναν ότι η Ελλάδα χρειάζεται «επώδυνη χειρουργική επέμβαση». Ευτυχώς, υπάρχει έτοιμη συνταγή, την οποία προσφέρουν οι πετυχημένες περιπτώσεις της Σιγκαπούρης και της Κορέας, της Ιρλανδίας και της Πολωνίας, της Βραζιλίας και της Τουρκίας. Ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να πάρει πάνω του το κύριο βάρος της οικονομικής ανάπτυξης.

Πώς, όμως, να το κάνει αυτό, όταν το πλαίσιο για τις επενδύσεις στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα δυσμενές με διάχυτη κρατική διαφθορά (Πράγμα 10), απειράριθμες ρυθμίσεις, περιβαλλοντικούς περιορισμούς και ανελαστικές εργασιακές σχέσεις (Πράγμα 15); Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι καθόλου ανεξήγητο ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) βρίσκονται στο επίπεδο του 1% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ των 27 είναι 4% και, ενώ ο ΟΟΣΑ υπολογίζει ότι, αν φτάναμε σε αυτό το μέσο όρο, ο ρυθμός ανάπτυξης θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 0,5% ετησίως.

Στην ορθόδοξη οικονομική αντίληψη, οι άμεσες ξένες επενδύσεις προκαλούν πολλαπλές ευνοϊκές συνέπειες. Είναι φορείς θέσεων απασχόλησης, νέων τεχνολογιών, καινοτόμων οργανωτικών λύσεων. Είναι ο βασικός μηχανισμός που βοηθά τις αναπτυσσόμενες χώρες να συγκλίνουν με τις αναπτυγμένες. Οι ΑΞΕ ενσωματώνουν μια πιο προχωρημένη τεχνολογία και συνδράμουν, ώστε οι οικονομίες να αναπτύσσονται με γρήγορους ρυθμούς. Παγκοσμίως, υπάρχει ένας τεράστιος όγκος τέτοιων κεφαλαίων προς επένδυση. Το να θέτεις εμπόδια – ρυθμίσεις, ειδικές ρήτρες για θέσεις εργασίας, απαιτήσεις σχετικά με τη φύση της εισαγόμενης τεχνολογίας- δεν οδηγεί πουθενά. Απλώς οι επενδύσεις θα πάνε σε κάποια άλλη χώρα.

Βέβαια, δεν υπάρχει κάτι καινούργιο σε όλα αυτά. Οι τρεις συμπατριώτες οικονομολόγοι απλώς  επαναλαμβάνουν τις βασικές αρχές της «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον», όπως την εμπνεύσθηκε ο John Williamson και έθεσε σε εφαρμογή η πολιτική ελίτ του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, με πρώτη την κυβέρνηση Κλίντον. Ο Williamson θεωρούσε ότι δεν θα μπορούσε καν να τεθεί σε συζήτηση το περιεχόμενο της «Συναίνεσης»: ήταν τόσο εύλογο κι αυτονόητο, «όσο η μητρότητα και η μηλόπιτα». Το πλαίσιο της πολιτικής, που προτεινόταν για όσες αναπτυσσόμενες οικονομίες βρίσκονται σε κρίση, δεν διαφέρει ούτε στις λεπτομέρειες από αυτό που αντιμετώπισε η Ελλάδα μετά από το Μνημόνιο το 2010: σφικτές δημοσιονομικές πολιτικές, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές, ιδιωτικοποιήσεις και απορυθμίσεις, έμφαση στη φιλελευθεροποίηση της εισροής άμεσων ξένων επενδύσεων. Προφανώς, για ένα συγκεκριμένο τύπο οικονομολόγου, τίποτα δεν άλλαξε στον κόσμο με την κρίση του 2009.

Πώς έχει το πράγμα

Αν κάτι κάνει εξαρχής εντύπωση είναι η σιγουριά των τριών οικονομολόγων. Σε κανένα σημείο της αφήγησής τους δεν εμφανίζεται ίχνος αμφισβήτησης. Πουθενά δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη, έστω, για πιθανές αδυναμίες της προτεινόμενης στρατηγικής, για τις περιπτώσεις που δε δούλεψε, για αντιπαραδείγματα όπου η επιτυχία ήρθε μέσω άλλης οδού. Κανείς αναγνώστης των άρθρων τους δεν θα μπορούσε καν να υποψιαστεί ότι αναπτύσσεται έντονη αμφισβήτηση τόσο για τη θεωρητική βάση της πρότασής τους όσο  και για τα συγκεκριμένα παραδείγματα που επικαλούνται. Η δουλειά άλλων διακεκριμένων οικονομολόγων, των Τζόζεφ Στίγκλιτζ (Joseph Stiglitz), Ντάνι Ρόντρικ (Dani Rodrik) και Χα-Τζουν Τσανγκ (Ha-Joon Chang), για να πάρουμε μόνο τρία παραδείγματα, αγνοείται με εκκωφαντικό, ως προς τη σιωπή με την οποία αντιμετωπίζεται, τρόπο.

Το να θεωρείται η Ιρλανδία παράδειγμα μιας επιτυχημένης οικονομίας που βασίστηκε στην ανάληψη του κύριου βάρους της οικονομικής ανάπτυξης από τον ιδιωτικό τομέα είναι, πράγματι, ενδιαφέρον. Ακόμη πιο ενδιαφέρον, όμως, θα ήταν να επιχειρήσουν οι  τρεις οικονομολόγοι να εξηγήσουν στους άνεργους, τους άστεγους και τους φτωχούς της Ιρλανδίας ότι για τη κατάντια τους δεν ευθύνονται οι ιδιωτικές τράπεζες, οι ιδιωτικές κατασκευαστικές εταιρίες και, γενικότερα, οι συγκεκριμένες επιλογές του ιδιωτικού τομέα, αλλά το κακό και υπερτροφικό κράτος του Δουβλίνου. Και, συνεπώς, ότι η συνέχιση της ίδιας πολιτικής –στο λαμπρότερο και συνεπέστερο, ίσως, παράδειγμα εφαρμογής της περιώνυμης «Συναίνεσης»- αποτελεί τη λύση στα προβλήματά τους.

Από την άλλη, η Κορέα αποτελεί, όντως, καλό παράδειγμα «περιορισμένου» κράτους; Κάθε άλλο, όπως δείχνουν ποικίλες ερευνητικές εργασίες, μεταξύ των οποίων πολύ κατατοπιστική είναι αυτή του Dani Rodrik του Πανεπιστημίου του Harvard; Το κράτος στην Κορέα μετά από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είχε μια πολύ παρεμβατική πολιτική, κυρίως με κατευθυνόμενες χρηματοδοτήσεις σε συγκεκριμένους τομείς στην οικονομία (ό,τι χειρότερο δηλαδή από τη σκοπιά της «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον»). Η κυρίαρχη άποψη ισχυρίζεται ότι η βάση της επιτυχίας ήταν η εξωστρέφεια και οι εξαγωγές. Ο αντίλογος είναι ότι οι Κορεάτες άρχισαν με μια πολυσύνθετη βιομηχανική πολιτική, που τόνωσε τις επενδύσεις, και άρα την ανάγκη για εισαγωγές, στην πρώτη φάση τουλάχιστον, για κεφαλαιουχικά αγαθά. Από αυτή τη σκοπιά, οι εξαγωγές ήταν το αποτέλεσμα της όλης αναπτυξιακής πολιτικής και όχι το κλειδί της επιτυχίας. Μάλλον, όμως, ο Ντάνι Ρόντρικ δεν είναι σοβαρό μέλος της οικονομολογικής κοινότητας.

Ούτε, από ότι φαίνεται, και ο Στίγκλιτζ, που έχει αναλύσει, σε πάμπολλα άρθρα και βιβλία, τις -ων ουκ έστιν αριθμός- στρεβλώσεις και αποτυχίες της «Συναίνεσης». Η χρηματοπιστωτική κρίση στη Νοτιοανατολική Ασία, στο τέλος της δεκαετίας του ενενήντα, αρχικά εξηγήθηκε από τους ορθόδοξους οικονομολόγους, όχι με βάση τις προσπάθειες φιλελευθεροποίησης που προωθηθήκαν για συμμόρφωση των οικονομιών με τη «Συναίνεση της Ουάσινγκτον», αλλά με βάση το διαφθαρμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα που υποτίθεται ότι κυριαρχούσε σε αυτές τις οικονομίες. Κάτι τέτοιο, αφήνανε να εννοηθεί, δε θα μπορούσε να συμβεί στα αναπτυγμένα χρηματοπιστωτικά συστήματα της Δύσης. Και επιβεβαιώθηκαν, βεβαίως, απόλυτα το 2008 από τη Lehman Brothers και αρκετά ακόμη χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών! Για να μην κάνουμε τη γνωστή λαϊκιστική αναφορά στην αθώα απόδοση τριών Α, ώρες πριν την κατάρρευση, από τους οίκους αξιολόγησης σε ό,τι σάπιο πετούσε και κολυμπούσε στο πλαίσιο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Όπως έχει αναλύσει ο Χα-Τζουν Τσανγκ, τα οικονομικά αποτελέσματα της «Συναίνεσης»  δίνουν ένα σχεδόν γελοίο τόνο στη σιγουριά από τη μεριά της ορθοδοξίας. Ολόκληρες περιοχές, όπως η Υποσαχάρια Αφρική και η Λατινική Αμερική, είχαν πολύ καλύτερες οικονομικές επιδόσεις πριν από την εφαρμογή της. Γενικά, άλλωστε, τα οικονομικά αποτελέσματα για τις αναπτυσσόμενες περιοχές του πλανήτη στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού ήταν από πενιχρά έως καταστροφικά. Και η όποια βελτίωση για τα λίγα χρόνια μετά από το 2000, οφείλεται αποκλειστικά σχεδόν  στις επιδόσεις της Ινδίας και της Κίνας, δύο χώρες που χρειάζεται να έχει κανείς μεγάλη φαντασία προκειμένου να τις εντάξει στην ομάδα των επιτυχημένων παραδειγμάτων της «Συναίνεσης της Ουάσινγκτον». Οι προσεκτικοί αναγνώστες θα έχουν ήδη παρατηρήσει πως αυτές οι δύο χώρες δεν ανήκουν στη λίστα των τριών οικονομολόγων με την οποία αρχίσαμε την ανάλυσή μας.

Η περίπτωση της Ελλάδας

Αν μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα για τις ΑΞΕ, και πάλι τα αποτελέσματα είναι αμφιλεγόμενα. Υπάρχουν επιτυχημένα παραδείγματα, λιγότερο επιτυχημένα και ολοκληρωτικά αποτυχημένα. Το σίγουρο είναι ότι, σε πολλές περιπτώσεις, αυτές οι επενδύσεις δεν έχουν φέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Τα στοιχεία (βλ. Begg αt al, 1999, pp.9-10) υποδεικνύουν ότι, ενώ η φιλελευθεροποίηση των χρηματοοικονομικών αγορών τείνει όντως να ενισχύει τις εισροές ξένων άμεσων επενδυτικών κεφαλαίων, η συσχέτιση αυτών των τελευταίων με την ανάπτυξη της οικονομίας είναι πολύ ασθενής, για να μην πούμε ότι η ταχύτερη ανάπτυξη μάλλον δείχνει να συσχετίζεται με μια εισροή ξένων επενδυτικών κεφαλαίων. Η περίπτωση της Ελλάδας που συνδύασε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με χαμηλές ΑΞΕ, δεν αποτελεί εξαίρεση.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι που εξηγούν αυτά τα αποτελέσματα. Πολλές φορές οι συγκεκριμένες επενδύσεις δεν συνδέονται με άλλες οικονομικές δραστηριότητες της χώρας, δε συνδέονται με τις εγχώριες επιχειρήσεις και ούτε επηρεάζουν το ευρύτερο επιχειρηματικό περιβάλλον. Δεν ενσωματώνονται, με άλλα λόγια, σε προχωρημένα δίκτυα επιχειρήσεων, στο πλαίσιο των οποίων αναπτύσσεται αλληλοβοήθεια σε ό,τι αφορά ζητήματα τεχνολογίας και έρευνας, μάρκετινγκ, σχεδιασμού και άλλα αντίστοιχα ζητήματα, που θα μπορούσαν να καθορίσουν το γενικότερο συγκριτικό πλεονέκτημα μιας οικονομίας. Ιδιαίτερα έχει αμφισβητηθεί το κατά πόσο διασφαλίζεται κάποια σημαντική μεταφορά νέων τεχνολογιών ή καινοτόμων μεθόδων οργάνωσης μέσω της προώθησης των ΑΞΕ.

Ας επιστρέψουμε, όμως, στην περίπτωση της Ιρλανδίας, η εμπειρία της οποίας όλο και περισσότερο οδηγεί στην πεποίθηση πως οι ΑΞΕ συχνότατα συμβάλλουν στη δημιουργία μια δυαδικής οικονομίας, στο πλαίσιο της οποίας το μεγαλύτερο μέρος αποκομίζει ελάχιστα οφέλη από τις δραστηριότητες των ΑΞΕ (Potter, 2002). Αυτή η πεποίθηση ενισχύεται ιδιαίτερα στις περιπτώσεις, όπου οι ΑΞΕ προσελκύονται μέσω Ελεύθερων Οικονομικών Ζωνών (ΕΟΖ), για τις οποίες υπάρχει μεγάλη συζήτηση και στην Ελλάδα μετά από την κρίση. Αυτές οι ζώνες υποτίθεται ότι είναι ελκυστικές για τους ξένους επενδυτές γιατί στο εσωτερικό τους ισχύουν ειδικά ευνοϊκά καθεστώτα αναφορικά με τους μισθούς, τα εργασιακά δικαιώματα, τη φορολογία κλπ. Πράγμα, που αμφισβητείται σε ένα βαθμό από τη βιβλιογραφία στο βαθμό που συχνά οι ΕΟΖ περισσότερο δέχονται λόγω του προνομιακού επιχειρηματικού περιβάλλοντος ήδη υπάρχουσες δραστηριότητες στο εσωτερικό της χώρας, με μια μορφή επενδυτικής «εσωτερικής μετανάστευσης», παρά έλκουν σημαντικές ξένες επενδύσεις με κάποιο επιπλέον κέρδος για την οικονομία στο σύνολό της. Η τεχνολογική διάχυση ή η αναβάθμιση στην κατάρτιση των εργαζομένων σπανίως προωθούνται από τις ΕΟΖ.

Οι προϋποθέσεις

Φυσικά, οι αναλύσεις για τις ΑΞΕ και τις ΕΟΖ δεν οδηγούν πάντοτε σε αρνητική αξιολόγηση σε ό,τι αφορά την αναπτυξιακή τους συμβολή ειδικά υπό ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις (Potter, 2002). Έτσι, για παράδειγμα, οι επιπτώσεις είναι θετικότερες αν οι επενδύσεις αφορούν νέες δραστηριότητες και όχι την εξαγορά υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Ή, όταν δεν περιορίζονται  στην απλή συναρμολόγηση προϊόντων από εισαγόμενα κομμάτια με εξαγωγικό προσανατολισμό, δραστηριότητα που ελάχιστα συμβάλλει στην εθνική οικονομία υποδοχής. Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις, στις οποίες επιδιώχθηκε να αυξηθεί ο βαθμός παραγωγικής ενσωμάτωσης, πράγμα γενικά δύσκολο δεδομένου πως οι ξένες επιχειρήσεις έχουν ήδη καλά διαμορφωμένα δίκτυα και προμηθευτές, τους οποίους εμπιστεύονται. Σε κάποιες περιπτώσεις, επίσης, η χώρα υποδοχής επέμενε να έχει λόγο για το είδος της δραστηριότητας, τον αριθμό των απασχολούμενων, αλλά και το επίπεδο της κατάρτισης των εργαζόμενων που θα απασχολήσουν οι επιχειρήσεις κατανοώντας πως οι μηχανισμοί διάχυσης και μεταφοράς δεν είναι αυτόματοι, αλλά πρέπει να προωθηθούν. Και αυτό γιατί υπάρχει μια σαφής μεροληψία των επενδυτών σε σχέση με τη χώρα προέλευσής τους («home country bias» ονομάζει το φαινόμενο ο Τσανγκ). Οι μεγάλες, συνήθως πολυεθνικές, επιχειρήσεις είναι συνήθως καλά δικτυωμένες σε σχέση με εργαζόμενους, προμηθευτές, και ερευνητικά κέντρα στη χώρα όπου ξεκίνησαν και όπου διατηρούν το αρχηγείο τους. Και μόνο από αυτό το γεγονός, ο Τσανγκ θεωρεί ότι πάντα θα υπάρχει κάποια οροφή στις καλές επιπτώσεις που θα πρέπει να αναμένουμε από τις ΑΞΕ.

Ποιο είναι το πραγματικό διακύβευμα;

Και εδώ ερχόμαστε στο βασικό διακύβευμα. Η ανάπτυξη, ή αλλιώς η διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου, επιδρά ποσοτικά και ποιοτικά στο πώς εξελίσσεται μια οικονομία. Δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός, που να εξασφαλίζει ότι αυτή η διαδικασία θα πηγαίνει στη «σωστή» κατεύθυνση. Οι επιχειρηματίες ενδιαφέρονται για τα κέρδη τους, όχι για τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία μιας οικονομίας. Μια, λοιπόν, από τις μεγάλες αλλαγές που επέφερε ο νεοφιλελευθερισμός είναι η ιδέα ότι δεν χρειαζόμαστε βιομηχανική πολιτική. Με κάποιες επικουρικές παρεμβάσεις από το κράτος, μπορούμε γενικά να βασιστούμε στις αποφάσεις των αγορών και των επιχειρηματιών.

Και αυτό δεν αφορά μόνο τις ΑΞΕ. Ας αναλογιστεί κανείς πόσο, στην ελληνική περίπτωση, έχει αλλάξει το πλαίσιο επενδύσεων σε ένα δήμο ή μια περιφέρεια. Παλιότερα, η τοπική αυτοδιοίκηση είχε τους πόρους και μιαν ορισμένη αυτονομία να διατυπώνει, εν μέρει τουλάχιστον, κάποιες επενδυτικές προτεραιότητες. Τώρα, με τη στενότητα των πόρων, που, ας σημειωθεί, άρχισε πριν από το ξέσπασμα της δημοσιονομικής κρίσης του κράτους, οι τοπικές αυτοδιοικήσεις ωθούνται να αναζητήσουν κεφάλαια από τον ιδιωτικό τομέα. Οι  λεγόμενες ΣΔΙΤ (συμπράξεις δημοσίου-ιδιωτικού τομέα) παρουσιάστηκαν ως μια τεχνοκρατική λύση σε αυτό το πρόβλημα της στενότητας χρηματοδότησης. Αφού το κράτος δεν έχει χρήματα, γιατί να μην εκμεταλλευτούμε τους ιδιωτικούς πόρους; Μόνο που το θέμα κάθε άλλο παρά τεχνοκρατικό είναι. Με τις ΣΔΙΤ οι επενδύσεις, πλέον, δε βασίζονται σε προτεραιότητες που έχει θέσει ο δήμος, στην καλύτερη περίπτωση μετά από μια διαβουλευτική διαδικασία πάνω στις ανάγκες της περιοχής, αλλά σε έργα (projects) που ο ιδιωτικός τομέας θεωρεί κερδοφόρα. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι όπως και σε άλλα «πράγματα» του βιβλίου, αυτό που, τελικά διακυβεύεται είναι η δημοκρατία. Ποιος και με ποια διαδικασία αποφασίζει για τις βασικές επενδυτικές επιλογές.

Το ίδιο διακύβευμα υπάρχει και σε σχέση με τις ΑΞΕ. Ας αποδεχτούμε, για τις ανάγκες της συζήτησης, πως θεωρητικά δεν βλάπτει η προσπάθεια να εκμεταλλευτούμε όλες τις δυνατότητες που υπάρχουν σε εποχή χρηματικής στενότητας. Αλλά χωρίς όρους; Χωρίς μια άποψη για τις ποσοτικές και ποιοτικές επιπτώσεις; Το ζήτημα είναι αν ο ιδιωτικός τομέας ξέρει τι είναι καλό για εμάς χωρίς εμάς. Ακόμα και η ορθόδοξη επιστήμη το αμφισβητεί.

Αμφισβητεί, δηλαδή, το νεοφιλελεύθερο αξίωμα πως δεν υπάρχει ανάγκη για συστηματική βιομηχανική πολιτική. Όπως εξηγεί η Mariana Mazzucato, στο βιβλίο της The Entrepreneurial State, ακόμα και στη περίπτωση των ΗΠΑ, πολλές φορές ο ιδιωτικός τομέας λειτουργεί παρασιτικά πάνω σε επενδυτικές και ερευνητικές δραστηριότητες του κράτους. Το κράτος, σε τομείς όπως η αεροναυπηγική, η βιοτεχνολογία, η πληροφορική, η πυρηνική ενέργεια, έχει πάρει το βασικό ρίσκο των επενδύσεων, που, στη συνέχεια, εκμεταλλεύτηκε ο ιδιωτικός καπιταλιστικός τομέας. Ο κυρίαρχος λόγος, αντίθετα, ισχυρίζεται πως ο δημόσιος τομέας δεν μπορεί και δεν πρέπει να αναλαμβάνει επιχειρηματική δραστηριότητα. Εκεί, ιδίως, που  τα κάνει πραγματικά  θάλασσα είναι όταν προσπαθεί να προβλέψει μελλοντικές επενδυτικές ευκαιρίες («picking winners»). Μόνο που αυτά τα αυτονόητα διαψεύδονται  σε μεγάλο βαθμό από την εμπειρία τόσο των αναπτυσσόμενων όσο και των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Υπάρχουν, βεβαίως, παραδείγματα λανθασμένων επιλογών του κράτους σε σχέση με τις επενδύσεις. Αλλά η γενικότερη εικόνα κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνει τους θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού.

Ο Χα-Τζουν Τσανγκ (2011, 196-8) εξηγεί με μεγάλη πειστικότητα τους λόγους, για τους οποίους η βιομηχανική πολιτική είναι απαραίτητη. Δε μένει μόνο στο πεδίο της επιλογής παραδειγμάτων επιτυχημένων δραστηριοτήτων σε χώρες ,όπως η Ιαπωνία και η Κορέα. Αναλύει, επιπλέον, τη σημασία των ορίων που πρέπει να επιβάλλονται στις ιδιωτικές επενδύσεις. Αναδεικνύει (σ.196) το γεγονός ότι οι επενδυτές στην Κορέα, την Ιαπωνία και την Ταιβάν, στις πιο επιτυχημένες αναπτυξιακά περιόδους των χωρών αυτών, αναγκαζόταν να εξασφαλίσουν πολλές, συχνά πάνω από εκατό, άδειες ώστε να ανοίξουν ένα εργοστάσιο, κάτι που μάλλον θα ξάφνιαζε το Στέφανο Μάνο και τον Μπάμπη Παπαδημητρίου, που συνηθίζουν να παρουσιάζουν αυτό το φαινόμενο ως άλλη μια κακή ελληνική πρωτοτυπία.  Ο Τσανγκ ισχυρίζεται πως πρέπει οι οικονομίες να είναι πολύ προσεκτικές στις διευκολύνσεις που παρέχουν στον ιδιωτικό τομέα, αν θέλουν να αποφύγουν την απαξίωση των «κοινών πόρων» της οικονομίας. Μια στρατηγική που βασίζεται στους χαμηλούς μισθούς, με ανειδίκευτους εργαζόμενους, χωρίς πρόβλεψη για την οργανωμένη κατάρτιση του προσωπικού, μια στρατηγική, δηλαδή, που αφήνεται, σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη, στη «σοφή αγορά»  αντί να αναβαθμίσει την οικονομία είναι πολύ πιθανό να φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα. Γιατί, σε αντίθεση με τα νεοφιλελεύθερα αυτονόητα,  «[π]ολλές ρυθμίσεις βοηθούν στη διατήρηση του αποθέματος κοινών πόρων, ενώ άλλες βοηθούν τις επιχειρήσεις να προβούν σε πράξεις που αναβαθμίζουν τη συλλογική παραγωγικότητά τους σε μάκρος χρόνου» (σ. 198).

Το πρόβλημα, εντέλει, είναι αν οι ΑΞΕ επενδύσεις έχουν τη δυνατότητα να ενσωματωθούν σε ένα δημοκρατικά διαμορφωμένο σχέδιο ανάπτυξης ή, απλώς, αποτελούν μια ακόμη ευκαιρία για την ενσωμάτωση της οικονομίας στα σχέδια του κεφαλαίου. Και είναι φανερό  ότι  οι Αζαριάδης, Ιωαννίδης και Πισσαρίδης δεν έχουν τη θεωρητική ευρύτητα να εξετάσουν καν το ζήτημα αυτό, πόσο μάλλον να ανοίξουν μια συζήτηση  σχετικά με το πώς προωθούμε αποτελεσματικές και δίκαιες λύσεις, που θα έχουν και δημοκρατική νομιμοποίηση.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.