ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Ο Ξιφίας δεν μένει πια εδώ

Για να φτάσουν στον θρίαμβο του 2004 ο Καραγκούνης, ο Νικοπολίδης κι ο Ζαγοράκης, χρειάστηκε ως γνωστόν να μεσολαβήσουν οι γενιές του Μαύρου και του Σαραβάκου, πιο πριν του Λουκανίδη, του Δομάζου και του Κούδα. Για να κατακτήσουν τον τίτλο του ’87 ο Γκάλης κι η παρέα του, δεν προηγήθηκε κανείς; Κάποιοι, οπωσδήποτε. Αν τόσοι εξαιρετικοί παραμένουν άγνωστοι σε τόσους πολλούς ως τις μέρες μας, δεν ευθύνεται αποκλειστικά το δυσανάλογο ενδιαφέρον για το ποδόσφαιρο, εις βάρος αυτού που εγκαίρως αντιμετωπίστηκε ως εθνικό μας άθλημα. Ναι, ταιριάζει η καλαθόσφαιρα στη νοοτροπία, στις ικανότητες και στη σωματοδομή των Ελλήνων κι η διαρκής του λάμψη το υπογραμμίζει.

Κρίμα μόνο που το πιο λαμπρό του αστέρι διέγραψε την καμπύλη της ακμής του όχι στην πριν από τον Γκάλη εποχή αλλά στην πριν από την τηλεόραση εποχή. Διαλαλούν, λοιπόν, σ’ όλους τους τόνους οι εκφωνητές της μικρής οθόνης πως ο 67χρονος Γιώργος Κολοκυθάς υπήρξε ο καλύτερος στην περίοδο προ Γκάλη, εννοώντας την προ T.V. περίοδο. Στην εγκυκλοπαίδεια, στο λήμμα «ξιφίας» αναφέρεται χαρακτηριστικά, μεταξύ των άλλων, ότι «λόγω του υδροδυναμικού σχήματος του ο ξιφίας είναι ταχύτατος κολυμβητής, ικανός να πραγματοποιεί μεγάλα άλματα έξω από το νερό». Κανείς από τους φίλους, τους συμπαίκτες ή τους αντιπάλους δεν σκέφτηκε ν’ αντλήσει κάποια σκωπτική αφορμή απ’ το επώνυμό του. Δεν διαπληκτιζόταν ποτέ, ήρεμος και σοβαρός συνήθως. Ξιφία, όμως, δεν τον αποκαλούσαν εξαιτίας του σπουδαίου άλματός του μέσα κι έξω από την ρακέτα. Το συγκριτικό του πλεονέκτημα, άλμα επιτόπιο σε συνδυασμό με παραμονή στον αέρα, ώστε να σκοράρει ανεμπόδιστα μόλις οι αντίπαλοι επέστρεφαν νωρίτερα στο παρκέ, του επέτρεψε να καθιερωθεί ως σέντερ-φορ κερδίζοντας τον θαυμασμό και τα παιχνίδια. Υστερώντας κατά 20 ολόκληρα εκατοστά του Τρόντζου, για παράδειγμα, δεχόταν την μπάλα στον αέρα κιόλας, μην έχοντας παρά να γυρίσει το σώμα του και να τη σπρώξει στο καλάθι.

Στον Παναθηναϊκό, γύρω του, οι Χαϊκάλης, Πολίτης, Παναγιωταράκος και Πέπας (με το «φουρό του», το σατέν σορτσάκι δηλαδή) συμπλήρωναν την ομάδα που χάρη στον ίδιο αντιμετώπιζε επί ίσοις όροις την μεγάλη ΑΕΚ του ’60, με τους Ζούπα, Αμερικάνο και Βασιλειάδη. Όσο για την Εθνική, πάλι χάρη στον Κολοκυθά και την καλή του σχέση με το «πλεχτό», οι διεθνείς επιτυχίες με τη Γαλλία, τη Σουηδία κι άλλες χώρες, ανοίγουν στα τέλη του ’60 τον δρόμο προς την αυτοπεποίθηση, την καταξίωση και, τελικά, την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, δύο δεκαετίες αργότερα. Γιατί, αν οι Διαμαντίδης, Σπανούλης, Φώτσης, Κακιούζης και Ζήσης έβλεπαν στον ύπνο τους τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Χριστοδούλου και τον Καμπούρη, η γενιά των τελευταίων, πλην του πρώτου, είχε ως είδωλά της την παρέα του Κολοκυθά.

Τον Γιώργο Βασιλακόπουλο, σημερινό αφεντικό της FIBA κι αναπληρωματικό, τότε, των «Πρασίνων», τον αποκαλούσαν Σωλήνα, επειδή ήταν ξερακιανός. Το Ξιφίας προέκυψε από τη σουβλερή, ευθύγραμμη και μακριά μύτη, σήμα κατατεθέν του ψαριού. Καστανός, ευθυτενής και μάλλον χαλαρός, ο Κολοκυθάς δεν θύμιζε πάντως, τον Συρανό, ούτε όμως και πρωταθλητή. Άλλωστε, τα πολιτικά τον κολάκευαν περισσότερο από τα αθλητικά. Οι κομψές κινήσεις, το ιδιαίτερο βάδισμα, η έλλειψη νεύρου, το προσεγμένο ντύσιμο και το παρουσιαστικό ταίριαζαν σ’ επιχειρηματία παρά σε καλαθοσφαιριστή. Τόσο δεν έμοιαζε μ’ αυτόν που υπήρξε, ώστε στον τελικό εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, δεν τον αναγνώρισαν στην είσοδο του γηπέδου. Κάποιος της αποστολής δοκίμασε να του δώσει το απαραίτητο αντίτιμο εισιτηρίου, αλλ’ εκείνος το αρνήθηκε αποχωρώντας.

Αξιοπρεπής μέχρι τέλους, βρέθηκε με πολλά και με λίγα, μην ξεχνώντας όσους κι όσες χρειάστηκαν την βοήθεια και την στήριξή του. Δεν συνέχισε ως προπονητής και ξαναγύρισε στον κόσμο του μπάσκετ και της Εθνικής ομάδας τα τελευταία μόλις χρόνια. Ποιος αναγνώριζε τον ασπρομάλλη, ελαφρώς κοκκινωπό στην άκρη του ελληνικού πάγκου, να συνιστά ψυχραιμία και καθαρό μυαλό προς αποφυγή επεισοδίων; Είχε φροντίσει ν’ αποσυρθεί εγκαίρως, εκεί στην έναρξη του ’70, ούτε στα 30 του, με το γόνατο να τον ταλαιπωρεί και τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν στα μέσα κιόλας του ημιχρόνου. Γυναίκες, ποτά, ξενύχτια, έλεγαν τότε οι κακές γλώσσες. Όταν τον φίλο του Βασίλη Γκούμα τον περίμενε η Γκιζέλα Ντάλι, τον Ξιφία τον περίμεναν 2-3, όλες μοδάτες, κυριλέ. Ίδρωνε στο ριμπάουντ, η κερκίδα τον σεβόταν, ο Μουρούζης τον ενθάρρυνε, ερχόταν η ώρα του Κόντου, του Κορωναίου, του Ιορδανίδη και του Στεργάκου, μαζί με την μεταπολίτευση, την μαζικοποίηση του αθλήματος, την αλλαγή των κανόνων και το πάθος για την άμυνα. Ο παίκτης με το «7», φανέλα που ταυτίζεται με μεγάλους κυνηγούς του ποδοσφαίρου, την κρέμασε οριστικά φορώντας κοστούμια και γραβάτες. Δεν θα του πήγαιναν η σκληρή προπόνηση, τα βίαια μαρκαρίσματα, τα συμπληρώματα διατροφής κι η παραμόρφωση του σώματος. Αυθεντικό, καθαρόαιμο ταλέντο, θαρρείς με το «ταξίδι» του σχολιάζει την βασιλεία των Άρμστρονγκ κάθε αθλήματος και των σκανδάλων. Ο Ξιφίας με το σμόκιν δεν μένει πια εδώ. Ευτυχείς όσοι τον αγαπήσαμε.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.