ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Άρθρο του Βασίλη Παναγιωτοπούλου

Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη γέφυρα ανάμεσα στον εμφύλιο και τη δικτατορία

Δεν είμαι βέβαιος για το αν οι ελληνικές πολιτικές παρατάξεις είναι σήμερα έτοιμες να αναψηλαφήσουν το πρόσφατο παρελθόν τους, στην απλούστερη έστω εκδοχή του.

Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη γέφυρα ανάμεσα στον εμφύλιο και τη δικτατορία

basilis-panagiotopoulosΤου Βασίλη Παναγιωτοπούλου

Εννοώ εκείνη των αναμφισβήτητων συμβάντων όπως ήταν η στυγερή δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη και του χειμαρρώδους δημοκρατικού αγώνα που επακολούθησε. Το ίδιο φοβούμαι ότι ισχύει και για την ιστοριογραφική και γενικότερα την επιστημονική μας κοινότητα που, πρόσφατα, δυστυχώς, έχει δώσει ισχυρά δείγματα ιδεολογικής επαναφόρτισης.

Οι λόγοι της αμφιβολίας μου είναι πολλαπλοί, μερικοί είναι και θεμελιώδεις. Κυρίως όμως οφείλονται στην παραδοχή ότι τα γεγονότα είναι εν μέρει «αναμφισβήτητα», αφού δεν υφίστανται μόνον καθ’ εαυτά, έξω απ’ την κοινωνική τους πρόσληψη˙ έξω δηλαδή απ’ τον τρόπο που τα βιώνουν οι πρωταγωνιστές και οι σύγχρονοι, καθώς και τον τρόπο που τα βλέπουν, κάθε φορά, οι μελετητές τους. Και στην περίπτωση αυτή, ούτε οι θιασώτες της εθνικοφροσύνης και του αυταρχισμού, ούτε οι θιασώτες των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων χωρίς όρια, χωρίς υποχωρήσεις, χωρίς πολιτικούς συμβιβασμούς, είναι πρόθυμοι να ξαναδούν τον εαυτό τους στον καθρέφτη.

Επειδή όμως μία βαθύτερη ανάλυση αυτών των ζητημάτων ξεπερνά τα όρια και τις προθέσεις αυτού του σημειώματος, θα περιοριστώ σε μερικές προσωπικές σκέψεις πάνω στο ζήτημα της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη και της σημασίας του για την πρόσφατη ελληνική ιστορία. Σκέψεις στηριγμένες σε προσωπικά βιώματα και σε προσωπικές, επίσης, επεξεργασίες της διαδρομής του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα σε μία περίοδο που είχε εμπλακεί σε μία άκρως αντιφατική και αδιέξοδη πολιτική, εκείνη της δημιουργίας ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους και ταυτόχρονα της ανατροπής του.

Παρακολούθησα, τότε, με αμείωτο καθημερινό ενδιαφέρον τον επικό αγώνα των δημοσιογράφων της εποχής (θυμάμαι προχείρως τα ονόματα του μακαρίτη Γιάννη Βούλτεψη και του μάχιμου ακόμη και σήμερα Γιώργου Ρωμαίου), τον ηρωικό αγώνα των δικαστικών (με κυρίαρχη μορφή τον Χρήστο Σαρτζετάκη) για την αυτονόητη, γι’ αυτούς, ανεπηρέαστη εκτέλεση του έργου τους. Μένω ακόμη εντυπωσιασμένος από την αφειδώλευτη, συναισθηματική και πνευματική συμμετοχή, από το πένθος, εκατομμυρίων απλών ανθρώπων για τη δολοφονία του διακεκριμένου πολίτη. Σήμερα όμως διαβλέπω κάτι περισσότερο από όλα αυτά. Βλέπω δηλαδή ότι οι δημοκρατικοί πολίτες της εποχής διαισθάνονταν κάτι δραματικά διαφορετικό. Διαισθάνονταν κάτι αόρατο και ταυτοχρόνως πολύ απλό: ότι ο θάνατος αυτός σηματοδοτούσε τη διαιώνιση των «εκτάκτων μέτρων» της πολιτικής ανωμαλίας και την αναστολή της λήξης του εμφυλίου πολέμου. Το βαθύτερο πολιτικό ένστικτο των εκπαιδευμένων στο καμίνι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μαζών, τους έλεγε ότι η πράξη αυτή ήταν ένα μήνυμα, ότι ο εμφύλιος δεν είχε ακόμη τελειώσει, ότι οι διώξεις θα συνεχιστούν, και όσες πολιτικές ελευθερίες είχαν αρχίσει να λειτουργούν, ήταν ελευθερίες ελεγχόμενες , υπό όρους που έθετε το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς.

Ωστόσο, αυτή η πολιτική γραμμή δεν ήταν μονόδρομος και, ασφαλώς, υπήρχαν στο χώρο της Δεξιάς πολιτικές δυνάμεις που ήθελαν την έξοδο από το δόκανο του εμφυλίου, στο οποίο είχε εγκλωβιστεί η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της. Δεν ήταν όμως πλειοψηφικές. Επεδίωκαν το πέρασμα σε μία απρόσκοπτη οικονομική ανάπτυξη, σε αυτή τη «νεωτερική» προσδοκία που είχε αρχίσει να μπολιάζει και ένα μεγάλο μέρος της συντηρητικής παράταξης. Εντός του ψυχροπολεμικού πλαισίου ασφαλώς και της ατλαντικής – αντισοβιετικής συμμαχίας, επίσης.

Αν παρακάμψουμε την «κατευναστική» πολιτική με τις αναπτυξιακές αποχρώσεις της που εξέφρασαν πολιτικά τα δημοκρατικά κόμματα (Πλαστήρας – Καρτάλης, Σοφοκλής Βενιζέλος και άλλοι) αμέσως μετά τη λήξη του εμφυλίου και ως την εκλογική λαίλαπα Παπάγου, πρέπει να φτάσουμε στην εμφάνιση του πολυεδρικού και ιδιόμορφου Σπύρου Μαρκεζίνη για να βρεθούμε μπροστά σε αναπτυξιακά προτάγματα νέου τύπου. Στο πλαίσιο πάντως των ιδεών του παρόντος σημειώματος θεωρούμε τον Σπύρο Μαρκεζίνη ως πρωτοπόρο του κινήματος οικονομικής ανάπτυξης, εντός της συντηρητικής παράταξης (κόμμα Ελληνικού Συναγερμού) και συνεχιστή του τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ιδρυτή και αρχηγό του κόμματος της ΕΡΕ. Ας προσθέσουμε ακόμη ότι η αποτυχία τους δεν πρέπει να είναι ασύνδετη με το οικείο πολιτικό περιβάλλον τους, και οπωσδήποτε η προσωπική ήττα τους˙ περιθωριοποίηση εντός της χώρας του πρώτου υπερορία του δεύτερου. Κάτι που επαναλήφθηκε άλλωστε αργότερα και σε διαφορετικές συνθήκες με τον Κώστα Σημίτη. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Είναι ότι οι θεμελιώδεις θεσμοί της χώρας εκείνη την εποχή, ήσαν άμεσα προϊόντα του εθνικού διχασμού και του εμφυλίου του οποίου ήσαν οι νικητές, αυτοί που έφεραν εις πέρας τον αντικομμουνιστικό αγώνα του αστικού κράτους από το 1949 ως το 1974. Εννοώ προφανώς το παλάτι και τον στρατό που όπως φάνηκε στην συνέχεια δεν ήταν διατεθειμένοι να αλλάξουν πορεία, να αποδεχθούν δηλαδή την έξοδό τους από την κεντρική πολιτική σκηνή και να αποδεχθούν τις νέες συνθήκες που δημιουργούσε η δική τους νίκη. Έχω την εντύπωση όμως ότι το δίδυμο: παλάτι – στρατός, δεν ήταν απομονωμένο. Παράλληλοι ισχυροί κρατικοί θεσμοί (Εκκλησία, Δικαιοσύνη, συνδικαλισμός κ.ά.) είχαν βρει στον αντικομμουνιστικό λόγο ένα σκαλοπάτι αναβάθμισης και ένα δίαυλο συμμετοχής στην κρατική εξουσία. Αλλά και τα πλατιά λαϊκά στρώματα (εκτός φυσικά της ΕΑΜογενούς Αριστεράς) έβρισκαν στον αντικομμουνιστικό λόγο και στις πρακτικές καταστολής την πολιτική θαλπωρή, τη ραστώνη της συντηρητικής ένταξης, που είχαν απολέσει στα χρόνια της λαϊκής υπευθυνότητας και της λαϊκής ενεργοποίησης που είχαν αναδυθεί στα χρόνια της Αντίστασης και του Εμφυλίου.

Έτσι, οι «εκσυγχρονιστές της Δεξιάς» (ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις συνθήκες της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη), βρέθηκαν ανάμεσα στην αναπτυξιακή τους, και συνακόλουθα ειρηνευτική ιδεολογία και πολιτική, και την αντίσταση των κυρίαρχων θεσμών (όπως τους περιγράψαμε παραπάνω) που ανυποχώρητα και καθημερινά ενεργούσαν για τη διαιώνιση των εμφυλιοπολεμικών συνθηκών. Ήταν οι θεσμικές, συντεχνιακές και κοινωνικές δυνάμεις, που επιβλήθηκαν πάνω στους «εκσυγχρονιστές της Δεξιάς», διαιώνισαν, με αυξομειώσεις, την ισχύ της αντικομμουνιστικής Δεξιάς ως το 1967 και ηττήθηκαν το 1974, παρασύροντας στην αυτοκαταστροφή τους και την Κύπρο.

Αλλά και στο χώρο της Αριστεράς (κομμουνιστικής και κεντρώας/φιλελεύθερης) τα πράγματα ήταν ιδιαιτέρως συγκεχυμένα, αντιφατικά και περίπλοκα και απαιτούν μία νέα επί–σκεψη, μία πράξη αναστοχασμού, που, δυστυχώς, δεν ευδοκιμεί στην σύγχρονη ιστοριογραφία μας.

Πράγματι, η Αριστερά, όπως την ορίσαμε παραπάνω (κεντρώα/φιλελεύθερη, ΕΑΜογενής και κομμουνιστική) μπορούμε σήμερα να πούμε ότι υπερεκμεταλλεύθηκε το αποτρόπαιο γεγονός. Με πρωταγωνιστή τη μη κομμουνιστική Αριστερά, αλλά με οργανωτική ραχοκοκαλιά τις οργανώσεις της ΕΔΑ, αναπτύχθηκε ένα γιγαντιαίο δημοκρατικό κίνημα που ξεπέρασε κάθε προσδοκία, φίλων και αντιπάλων. Ήταν ένα ξάφνιασμα για όλους, αλλά τελικά, ένα ξάφνιασμα δεν σημαίνει ότι είναι ανεξήγητο ούτε και ότι μπορεί να μείνει απεριόριστα ανεξέλεγκτο.

Πράγματι, οι συνθήκες ήταν πρόσφορες. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης δεν ήταν κομμουνιστής και εύκολα τον οικειοποιήθηκε ο χώρος του Κέντρου που είχε αρχίσει να ανασυγκροτείται και να διεκδικεί την εξουσία. Αλλά και για την κομμουνιστική Αριστερά, το ίδιο επιχείρημα ήταν ανακουφιστικό. Της επέτρεπε να υπερασπίζεται τη δράση, και στη συνέχεια τη μνήμη, ενός μη κομμουνιστή αγωνιστή της ειρήνης και του αφοπλισμού και όχι ενός κομματικού στελέχους του ΚΚΕ που είχε δολοφονηθεί ή εκτελεστεί λόγω αυτής ακριβώς της ιδιότητάς του, όπως π.χ. ο Γιάννης Ζεύγος παλαιότερα, ο Νίκος Μπελογιάννης ή ο Νίκος Πλουμπίδης, μερικά χρόνια αργότερα. Άλλωστε το «κίνημα για την ειρήνη και τον αφοπλισμό», παρά την εμφανή σοβιετική καταγωγή του και τους διάφανους δεσμούς του με τη Μόσχα, αναπτυσσόταν σε ολόκληρο τον κόσμο ως ουδέτερη και ακηδεμόνευτη δημοκρατική οργάνωση και όχι ως επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα. Στην Ελλάδα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά: το «μετωπικό» σχήμα κλασικό πολιτικό εύρημα της μετά–λενινιστικής περιόδου των κομμουνιστικών κομμάτων ήταν διαφανές αλλά και ιδιαιτέρως ορμητικό και οι εμφυλιογενείς συντηρητικές δυνάμεις δεν ήταν διατεθειμένες να υποχωρήσουν από τα κεκτημένα, τα υλικά αγαθά και τα συμβολικά προνόμια της αντικομμουνιστικής εθνικοφροσύνης.

Έτσι μέσα σε συνθήκες μισαλλοδοξίας που απέρριπταν ακόμη και τις στοιχειωδώς ορθολογικές δυνάμεις της εκσυγχρονιστικής Δεξιάς, μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη επήλθε και ο πολιτικός θάνατος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ένας θάνατος που πρέπει να το τονίσουμε, δεν περιείχε την ανάσταση του προσώπου (το 1974) και την ένταξή του στους δημοκρατικούς θεσμούς καθώς και την προσωπική του συμβολή στην αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας. Ασφαλώς αυτή η κατοπινή του πορεία δεν πρέπει να είναι άσχετη με εκείνο τον πολιτικό θάνατο.

Σε αυτή τη διαδικασία της αποδιοργάνωσης του πολιτικού ιστού της χώρας (δολοφονία Λαμπράκη, εκδίωξη Καραμανλή και άλλα), η κομμουνιστική Αριστερά δεν μπόρεσε να αυτοσυγκρατηθεί. Ανοίχτηκε σε έναν καθημερινό αγώνα μαζικής μεγέθυνσης ο οποίος ερμηνεύθηκε από τους αντιπάλους της ως ανατρεπτικός και έλαβε τη βίαιη απάντηση στις 21 Απριλίου 1967.

Ίσως όλα αυτά όμως μας θυμίζουν με οδυνηρό τρόπο όσα συνέβησαν δύο δεκαετίες νωρίτερα, δηλαδή στο χρονικό διάστημα των λίγων μηνών από την Απελευθέρωση έως τα Δεκεμβριανά. Τότε η λεκτικές δηλώσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ ότι το μαζικό δημοκρατικό (ΕΑΜικό) κίνημα των ατέρμονων διαδηλώσεων δεν συνιστούσε πρόκριμα ή διεκδίκηση αλλαγής του κοινωνικού συστήματος, δεν έπειθαν τους αντιπάλους και δεν απέτρεψαν την αντίθετη ερμηνεία και την αγγλική επέμβαση για την καταστολή του. Έτσι και τώρα, οι πολιτικές εκτιμήσεις των κυρίαρχων πολιτικά και κοινωνικά δυνάμεων, αποτιμούσαν τις πράξεις και όχι τα λόγια. Η σύγκρουση ήταν εγγεγραμμένη στο ίδιο το δίπολο: έγκλημα – δημοκρατικές διεκδικήσεις. Οι συνέπειες είναι γνωστές. Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και το μαζικό κίνημα που προκάλεσε, δημιούργησε αντισυσπειρώσεις στο χώρο της συντηρητικής Δεξιάς και λειτούργησε, μαζί με τα συναφή Ιουλιανά του 1965, ως πυλώνας για το πέρασμα από τον εμφύλιο στη δικτατορία και όσα καταστροφικά ακολούθησαν.

Ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος είναι Ιστορικός, ομότιμος Διευθυντής Ερευνών ΕΛΙΕ.

 

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.