ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Η Γκιζέλα τώρα δικαιώνεται (χωρίς 3D)

Τελικά, αποκάλυπταν τ’ απόκρυφα κάλλη τους στον φακό ή δάνειζαν, απλώς, το ταλέντο τους ως Ελληνίδες πρωταγωνίστριες που κατηγορήθηκαν ως πορνοστάρ στα χρόνια της δραχμής; Η σύγχρονη κοινωνία, κουρασμένη αν όχι απογοητευμένη, εξαντλεί την ανοχή της απέναντι στο ψέμα, στις κακόβουλες διαδόσεις και στους εθνικούς μύθους. Στρέφεται, μ’ αγωνία προς την κ. Ρεπούση την μόνη ικανή ν’ αποφανθεί με τρόπο επιστημονικό κι αποφασιστικό. Τι συνέβη, λοιπόν, ακριβώς στη δεκαετία του ’70, όταν όλα τα πλάκωνε, η τουρκική φοβέρα και η αδάμαστη νεολαία μας πολιορκούσε τους Γερμανούς στο Πολυτεχνείο; Αντεθνικές αφηγήσεις και μαθητικά μαργαριτάρια προξενούν ανάμικτες αντιδράσεις, πότε χιουμοριστικές, πότε μελαγχολικές. Σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές ζητείται επειγόντως μια διευκρινιστική παρέμβαση της διάσημης ιστορικού μας. Συμμετείχαν στις τολμηρές σκηνές η Κάτια Δανδουλάκη, η Άννα Φόνσου, η Γκιζέλα Ντάλι, και οι άλλες ή, αντίθετα, υπήρξαν θύματα παραπλάνησης, επαγγελματίες που θυσίασαν την αθωότητά τους στον βωμό της «τσόντας»;

Το ερώτημα επανέρχεται στην επικαιρότητα συχνά πυκνά, όπως τ΄ άλυτα μυστήρια ή τα τέλεια εγκλήματα. Αυτήν τη φορά, η αφορμή είναι εισαγόμενη, φέρουσα τον τίτλο μιας ταινίας («Νυμφομανής») του Λαρς φον Τρίερ. Για την ακρίβεια, ενώ τρία και τέσσερα Gray Pride μαζί δεν δείχνουν ικανά ν’ αμφισβητήσουν καν την πύρινη φαντασίωση που ονομάζεται («Η ζωή της Αντέλ») και συνδέεται με το ερωτικό δεκάλεπτο και τις δυο Γαλλιδούλες, ο Δανός προβοκάτορας αλλάζει τα δεδομένα. Εγκαινιάζοντας, ουσιαστικά, την εποχή του ψηφιακού σεξ, ο Τρίερ ανακοινώνει επισήμως ότι έχει χρησιμοποιήσει την τελευταία λέξη της τεχνολογίας, ώστε και οι πορνογραφικές σκηνές να κλέβουν κάθε προηγούμενη εντύπωση συγκριτικά, και οι πορνοστάρ να γράψουν τη δική τους ιστορία, και, κυρίως, να μην εκτεθούν η Σαρλότ Γκενσμπούρ, η Ούμα Θέρμαν, ο Γουίλεμ Νταφόε, ο Κρίστιαν Σλέιτερ κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί. Mε δυο λόγια, χάρη στις ψηφιακές τεχνικές και στο μοντάζ, σταρ και πορνοστάρ συμπληρώνουν οι μεν τους δε, υπακούοντας στο δόγμα «ο καθείς στο είδος του» - οι μεν βασίζονται στην υποκριτική, οι δε στην γυμνική. Ώσπου να διερευνηθεί η ερωτική διαδρομή της κεντρικής ηρωίδας, από την βρεφική ως την μέση ηλικία, πολλά τα επεισόδια, περισσότερες οι αποκλίσεις, απαραίτητο και διαρκές το ντουμπλάρισμα, ηθοποιών, φωνών, αναστεναγμών, σκηνών και σωματικών λεπτομερειών. Αλλ’ αυτό δεν υποτίθεται πως συνέβαινε δεκαετίες πριν από τον «Λεσβιακό Αύγουστο», το «Κορίτσι και το άλογο», ή το «Σεξ 13 μπωφόρ» μέχρι την «Ερωτική τελετή», προκαλώντας ερωτηματικά γύρω από την μερική ή ολική εμφάνιση της Ζέτας, της Βέρας, της Έλενας και των άλλων κοριτσιών με εξαίρεση μοναδική την Τίνα Σπάθη που ποτέ της δεν αρνήθηκε ότι υπήρξε επαγγελματίες αφοσιωμένη στον ερωτισμό; Όχι ακριβώς. Αυτό που τότε, προς τέρψιν της οφθαλμολαγνείας, χρειαζόταν να προστεθεί ως «τσόντα», εκ των υστέρων, τώρα επανέρχεται ως προσομοίωση, αρκεί οι πρωταγωνίστριες να μην παίζουν στις σκληρές σκηνές, παρά την θέλησή τους, ή τις ατέλειές τους. Έκφραση, οπτική, ρεαλισμός και στυλιζάρισμα, σ’ αρμονική ανάμιξη.

Τι ειρωνεία, ο χρόνος παίρνει την εκδίκησή του για λογαριασμό των συκοφαντημένων, την ώρα που η πολιτική ορθότητα και ο ιστορικός δογματισμός, αντί να ξεδιαλύνουν, μάλλον συσκοτίζουν τα όρια ανάμεσα στο «Ζάλογγο της λευτεριάς» και στον «Ζιγκολό της Αθήνας». Ποτέ πριν διαφορετικές εκδοχές του έρωτα, το ιδιωτικό σύμπαν, η ακραία φαντασίωση κι η εικονολατρία δεν είχαν επιδείξει τόσο απροκάλυπτα το ηδονικό τους πρόσωπο στη μόδα, στη διαφήμιση, στην τέχνη και στην ηλεκτρονική επικοινωνία, επιβάλλοντας ένα περιβάλλον πρωτόγνωρης ελευθερίας κι υποχρεώνοντας τα Μίντια, την κοινωνία ή την πολιτική να προσαρμοστούν με ρυθμούς ιλιγγιώδεις. Περισσότερο σεξ, λιγότερη αλήθεια;

Πιο πέρα, πόση προσομοίωση, πόσους ντουμπλαρισμένους ήρωες, πόση ιστορική ακρίβεια και πόση ανα-παράσταση αντέχουν οι καιροί μας, η νοσταλγία και οι μοντέρνοι μύθοι; Εντάξει, οι Σουλιώτισσες δεν ήταν πορνοστάρ, συμφωνούμε οι περισσότεροι με τις πηγές. Όμως, η Βουλιαγμένη είναι παραλία ή κήπος; Ώσπου ν’ αποφανθεί η κ. Ρεπούση εάν όντως πραγματοποιήθηκε το πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη στην Ελλάδα του πράσινου ήλιου, ο καλλιτέχνης μεταφέρει την συναυλία από το νότιο προάστιο στο κέντρο της Αθήνας και από την πλαζ στο Μέγαρο. Ο κόσμος, λέει, χρειάζεται φως, χαρά, ενέσεις αισιοδοξίας. Κι αθωότητας, ορισμένου χαβαλέ, συλλογικής ονειροπόλησης, θα συμπλήρωνε κανείς. Μόνο που επρόκειτο για μιαν υπαίθρια γιορτή γεμάτη μουσική και ξεγνοιασιά, απέναντι στον κομματισμό, την καθοδήγηση, στην σοσιαλιστική κακογουστιά και στην σοβαροφάνεια της μεταπολίτευσης. Τριάντα καλοκαίρια πέρασαν, πολλά γκρεμίστηκαν και πολλά ζουν και βασιλεύουν. Κάθε επανάληψη και μια φάρσα ή από την «Αυτοκρατορία των αισθήσεων», σ’ αυτή των παραισθήσεων; Μάλλον, η γεωγραφία που κάνει ….ρδέλο την ιστορία.

 

 

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.