ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Η Παρέλαση

Από μικρή  μισούσα τις παρελάσεις. Ακόμη και όταν ήμουν σημαιοφόρος ευχόμουν να τελειώσει η παρέλαση όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Θυμάμαι τα λουστρίνια να με στενεύουν, τον αέρα να  διπλώνει τη σημαία  στα μάτια μου και τα αυστηρά σφυρίγματα του γυμναστή που κρατούσε ευλαβικά το ρυθμό... Ήταν τα χρόνια της απριλιανής δικτατορίας  με τα πρωτόκολλα, τις εγκυκλίους  την τρομοκρατία σε εκπαιδευτικούς και μαθητές. Η μεταπολίτευση με βρήκε σε ένα Γυμνάσιο του Περιστερίου.    Ανήσυχοι,  μαθητές του Γυμνασίου συμμετείχαμε σε επεισοδιακές παρελάσεις  με την εξέδρα των επισήμων να εισπράττει διαμαρτυρίες και αποδοκιμασίες.  Η απόδοση τιμών στους ήρωες της πατρίδας  και τους ζωντανούς αγωνιστές  παραμόνευε στο τέλος του δρόμου.

Στην  πλατεία σε λίγο θα ξεκινήσει η παρέλαση.  Στέκομαι στο πεζοδρόμιο  και ψάχνω για τον ήλιο ή έστω για ένα τόσο δα χαμόγελο.  Ακούω το λαχανιασμένο τρέξιμο των πνευστών που το διαδέχεται  μια γαλήνη για λίγο.  Η  παρέλαση  αρχίζει.

Ο Υπουργός Άμυνας αποκάλυψε την προθυμία των χορηγών να συνδράμουν οικονομικά για να ξαναδούμε στους δρόμους  τις παρελάσεις με αεροπλάνα και τανκς.

Γιατί ένας πλούσιος επιλέγει να δώσει λεφτά σε βενζίνες και καύσιμα και όχι σε συσσίτια για άπορα παιδιά; Ρητορική  ερώτηση.  Ίσως οι πλούσιοι δεν γνωρίζουν αυτά που όλοι ξέρουμε. Ανεργία, φτώχεια, δυστυχία. Όχι δεν είναι πλάνα  από κάποιο απάνθρωπο ριάλιτι: Άντρες και γυναίκες άνεργοι να εκλιπαρούν για ένα μεροκάματο , ηλικιωμένοι να ψάχνουν στα σκουπίδια.

Κατεβαίνω την  λεωφόρο προσπαθώντας να ανακαλύψω ευτυχισμένα πρόσωπα και πέφτω πάνω σε  μουδιασμένα χείλη : τσακισμένοι  μεροκαματιάρηδες ,  κουρασμένοι γονείς που ζουν με το άγχος  της ανεργίας, συνταξιούχοι  που ζουν με το φόβο της φτώχειας.  Μακριά από ευαίσθητους χορηγούς η πραγματική ζωή κυλάει με βασανιστική δυσκολία.  Μέτρα και ημίμετρα ισοπεδώνουν όνειρα και προσδοκίες. «Κομμάτι, κομμάτι , μας παίρνουν τα όνειρα μας» γράφει το πλακάτ που κρατάει το αγόρι στο απέναντι πεζοδρόμιο.

Στο μυαλό μου στριφογυρίζει εδώ και μέρες το έργο της Αναγνωστάκη. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη χρονιά που το πρωτοείδα  στο Θέατρο Τέχνης του Κουν.  «Η Παρέλαση» γράφτηκε το 1964-  ένα μονόπρακτο που θα ανέβαζε ως τριλογία ο Κουν μαζί με τη «Διανυκτέρευση» και την «Πόλη». Σε αυτό το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, οι ήρωες είναι δυο έφηβοι που ζουν σε ένα καταπιεστικό καθεστώς, «εξόριστοι» στο δωμάτιο τους.  Η παρέλαση που ετοιμάζεται κάτω από το παράθυρό τους μοιάζει η μοναδική διέξοδος στην ανύπαρκτη ζωή τους. Τελικά, όσα αρνούνταν να δουν θα εισβάλλουν βίαια από το παράθυρό τους και θα τους συντρίψουν.

Στέκομαι στην άκρη του δρόμου. Κορίτσια και αγόρια  περνάνε δίπλα μου. Ο φόβος τρέφει το φασισμό. Η  νέα κατάσταση που θα διαμορφωθεί θα πρέπει να παλέψει με την παλιά η οποία θα αντισταθεί για να αποτρέψει καινούργιες  ιδέες , νέες δυνάμεις. Το καλύτερο φάρμακο  ενάντια στο φασισμό  είναι η παιδεία και η τέχνη.  Το ζητούμενο είναι να ιεραρχήσουμε ανάγκες και επιλογές. Τι ακριβώς θέλουμε σαν χώρα; Τι μέλλον θα εξασφαλίσουμε για τα παιδιά μας; Κοιτάζω τα νεανικά πρόσωπα: Ανήσυχα, θυμωμένα, θλιμμένα . Τα παιδιά έχουν καταλάβει πολύ καλά την κατάσταση και επιδεικνύουν απίστευτη ωριμότητα. Ταυτόχρονα , όμως, κάνουν κριτική και απαιτούν μια πιο δίκαιη κοινωνία.

Η μαθητική παρέλαση αρχίζει. Ο  φασισμός και η Χρυσή Αυγή προβληματίζουν όλους μας.  Το μοτίβο της οικονομικής κρίσης που γεννάει φασιστικά μορφώματα είναι μάλλον παρωχημένο. «Για να υπάρξει πραγματική εκπαίδευση με την αυστηρή έννοια του όρου υπάρχει μια βασική προϋπόθεση: αυτή η εκπαιδευτική  διαδικασία γίνεται αντικείμενο επένδυσης και πάθους και από τους εκπαιδευτές και από τους εκπαιδευόμενους. », διαβάζω στον Κορνήλιο  Καστοριάδη.  Εδώ, βρισκόμαστε λοιπόν σαν κοινωνία. Ίσως αυτό είναι το μήνυμα και η ελπίδα. Αρκεί να σκεφτούμε  με πόση επιθετικότητα επανεμφανίστηκε ο εθνικισμός και η ξενοφοβία τον 20ο αιώνα στις ανεπτυγμένες δημοκρατικές χώρες της Δύσης.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.