ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Υπάρχει τρίτη εναλλακτική διέξοδος;

Μεταξύ των προτάσεων διεξόδου από την κρίση υπάρχουν δύο διακριτοί πόλοι που χαρακτηρίζονται από σαφήνεια και συνεκτικότητα, αν και πλήρως ετερόκλητοι, διαφορετικής πολιτικής θεώρησης και ενδεχομένως σκόπευσης. Η πρώτη είναι grosso modo η ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική. Η δεύτερη σχετίζεται με το λεγόμενο “Plan B”. Δεν ισχυρίζομαι ότι είναι ορθές ή λανθασμένες, αλλά ότι δεν περιέχουν εγγενείς αντιφάσεις, δεν απλοποιούν την κατάσταση και στηρίζονται στα έως τώρα δεδομένα, χωρίς υπερφίαλες παραδοχές και αβάσιμες υποθέσεις. Δυστυχώς μια τρίτη, ενδιάμεση και ενδεχομένως λιγότερο επώδυνη πρόταση δεν έχει διατυπωθεί έως τώρα, παρά το μακρό διάστημα οικονομικής ύφεσης και κοινωνικής δυσπραγίας.

 Η πρώτη πρόταση είναι η ακολουθούμενη πολιτική, που έχει την τελευταία περίοδο συγκρότηση, στόχευση, διεθνή ερείσματα και μερικά ενθαρρυντικά, αλλά ασαφή –επί του παρόντος- δημοσιονομικά αποτελέσματα. Η εν λόγω πολιτική βασίζεται πρωτίστως σε ένα σκληρό πρόγραμμα περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, και δευτερευόντως σε ένα σχέδιο διαρθρωτικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, το οποίο εντούτοις έχει παρουσιάσει σημαντικές αρρυθμίες και υστερήσεις. Ωστόσο, οι παρενέργειες αυτής της πολιτικής έχουν διαβρώσει τον κοινωνικό ιστό, έχουν περιορίσει τις δυνατότητες του κράτους πρόνοιας, και ακόμη έχουν εξωθήσει ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στην ανεργία και τη φτώχεια. Τα κύρια πλεονεκτήματά της πρότασης αυτής εδράζονται κυρίως στη διασφάλιση της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας και της θέσης της μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών του δυτικού κόσμου.

Στον αντίποδα, η δεύτερη πρόταση βασίζεται στην «παύση πληρωμών» προς τους δανειστές και τη δυνατότητα αυτοτελούς χάραξης νομισματικής πολιτικής της χώρας. Βεβαίως, η πρόταση αυτή πρέπει να πιστωθεί την βραχυχρόνια  «ανάταση» σε όρους εθνικής αξιοπρέπειας, αυτοτέλειας και αυτενέργειας, που ενδεχομένως να λειτουργούν «απελευθερωτικά» έναντι της οξυμένης κοινωνικής απόγνωσης και αγανάκτησης. Ωστόσο, είναι αυτονόητο ότι ένα τέτοιο εγχείρημα δεν συνεπάγεται αυτόματη οικονομική και κοινωνική ευρωστία. Άλλωστε, το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικής βάσης και του αναπτυξιακού «μοντέλου» εμπεριέχει πολλές συνιστώσες, και κατά αυτή την έννοια δεν καθορίζεται μονομερώς σε όρους νομισματικής πολιτικής. Είναι αξιοσημείωτο ότι η εν λόγω πρόταση προτάσσει την έξοδο της χώρας από τον ευρωπαϊκό πυρήνα, θεωρώντας την ως απαραίτητο βήμα για τη διέξοδο από την κρίση. Ωστόσο, η ενδεχόμενη απουσία της χώρας από τη συζήτηση και την πραγμάτωση του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού συνιστά ιστορικό λάθος για τις προοπτικές της.

Η συνοπτική αποτύπωση κάποιων πτυχών αυτών των προτάσεων αναδεικνύει ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, αλλά αντίθετα η εξέλιξη είναι επώδυνη. Η χώρα καλείται να πληρώσει ετεροχρονισμένα το τίμημα των σαθρών θεμελίων του αναπτυξιακού και παραγωγικού «μοντέλου» της, της απραξίας, του πολιτικού καιροσκοπισμού που υπαγόρευε ο a la carte κεϋνσιανισμός και της αλόγιστης δημοσιονομικής «γενναιοδωρίας».

Ανεξαρτήτως της συμφωνίας ή διαφωνίας με τις προαναφερθείσες προτάσεις, είναι προφανές ότι είναι οι μόνες οι οποίες έχουν οριοθετήσει με σαφήνεια το πλαίσιο σκέψης και δράσης τους. Οι υπόλοιπες έως τώρα προσπάθειες για το σχεδιασμό μακρόπνοης στρατηγικής περιλαμβάνουν απλουστευτικές παραδοχές, λαϊκίστικη ρητορική και απαράδεκτες γενικεύσεις. Η πλειοψηφία αυτών αναφέρεται γενικώς και αορίστως στο τέλος του μνημονίου, χωρίς σχέδιο για την επόμενη μέρα, και παρακάμπτουν τη συλλογιστική του «Plan B». Δεν απαντούν σε μείζονα ερωτήματα σχετικά με τους τρόπους μείωσης του ελλείμματος, τη χρηματοδότηση του χρέους, την αντίδραση του διεθνούς παράγοντα, ενώ (δεν) αποκλείουν τις μονομερείς ενέργειες. Πίσω από την προχειρότητα και τη γενικολογία διαφαίνεται η άρνηση συνειδητοποίησης της κατάστασης, η αδυναμία σχεδιασμού στρατηγικής και η προσκόλληση στο αποτυχημένο κρατικιστικό «μοντέλο» της μεταπολίτευσης.

Οι διαπιστώσεις αυτές έχουν οδηγήσει σε αδυναμία διατύπωσης μιας τρίτης εναλλακτικής πρότασης, παρόλο που οι μεγάλες θυσίες των πολιτών και η μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή δύνανται να αυξήσουν τους βαθμούς ελευθερίας. Ωστόσο, υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ μιας εναλλακτικής εκδοχής εντός των ευρωπαϊκών θεσμών, με αναπτυξιακή χροιά, περαιτέρω μετακύλιση του χρέους σε μελλοντικό χρονικό ορίζοντα και συνεχείς και στοχευμένες μεταρρυθμίσεις. Πλην όμως, η λύση αυτή –εάν και εφόσον έρθει- δεν θα οφείλεται στη μαξιμαλιστική ρητορική και τα ανεδαφικά ευχολόγια. Αντιθέτως, θα είναι ένα επίτευγμα που συνδέεται άμεσα με τη σημαντική δημοσιονομική προσαρμογή που επετεύχθη εξαιτίας των θυσιών των πολιτών από το 2010 και έπειτα.

Κατά αυτή την έννοια, η αναζήτηση μιας τρίτης εναλλακτικής πρότασης αξίζει να επιχειρηθεί να διατυπωθεί από τους πολιτικούς φορείς. Ωστόσο, δεν μπορεί να είναι ουσιαστική για το δημόσιο διάλογο αν διατυπωθεί εν μέσω απατηλών υποσχέσεων, καταγγελτικής ρητορικής, και προσκόλλησης σε στερεότυπα και ιδεοληψίες. Η εναλλακτική τρίτη πρόταση –αν είναι εφικτή- οφείλει να συνυπολογίσει την αναγκαιότητα δημοσιονομικής σταθερότητας, τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας καθώς και τη διασφάλιση της εύθραυστης κοινωνικής ισορροπίας, μέσω παρεμβάσεων στο κοινωνικό κράτος. Στο πλαίσιο αυτό, οι δυνάμεις της συντήρησης, της αδράνειας και των εύκολων λύσεων δεν μπορούν να δουλέψουν και να σφυρηλατήσουν το ιδεολογικό και στρατηγικό πλαίσιο μιας επαναδιαπραγμάτευσης. Αντιθέτως, η θετική, πραγματιστική και συνεκτική ρητορική που μπορεί να διατυπωθεί από διάφορες πολιτικές πρωτοβουλίες μπορεί να αποτελέσει  την αφετηρία μιας εναλλακτικής συγκροτημένης πρότασης.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.