ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Συλλογές διηγημάτων

Κώστα Καλφόπουλου, Καρρέ-καρρέ και άλλα διηγήματα, (2012-1980), πρόλογος, Βασίλη Βασιλικού,  Άγρα.

Η επταετία της Χούντας, πέρα από τα μύρια όσα επισώρευσε  στην άπλαστη κοινωνία μας, έπλασε και ένα αόρατο ιδεολογικό πανεπιστήμιο όπου πολλοί νέοι (αριστεροί και δημοκράτες) διαμόρφωσαν μια νέα συνείδηση και κατάφεραν να αποκτήσουν κάποια απόσταση  τόσο από τη χώρα όσο και από τον εαυτό τους. Η φυγή των νεαρών φοιτητών στις ευρωπαϊκές χώρες  (κυρίως Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία και Σουηδία) έπλασε μια κάποια επαναστατική συνείδηση η οποία είχε πολλαπλούς αναβαθμούς, σκοτεινιασμένα μυαλά και συμπεράσματα σαν κι αυτό :»Ο Μάρκος δεν ήτανε χαφιές, κι αυτά που λένε οι κολιγιαννικοί είναι μαλακίες, ότι ήτανε Α2 στον στρατό, κι ότι κάρφωνε κόσμο απ’ τη σχολή του, κι αν ήταν «Λαμπράκης», που έλεγε, κι ήξερε και τον Πέτρουλα και τους άλλους, πως έκανε στο Πεντάγωνο, και τέτοια...». Η πέννα του Καλφόπουλου , επειδή ακριβώς  δεν παραδίδεται στο πλασματικό, αναφέρεται σε πρόσωπα και πράγματα  που τον βασάνισαν και τον  ανάγκασαν να κάνει τον γύρω της συνείδησής του άπειρες φορές.

*

Τασία Βενέτη, Του χιονιού, Το Ροδακιό, ζωγραφική και εξώφυλλο Βασίλης Κτενάς.

«Ήμουν στη βρύση κι έπλενα  - έλεγε η μεγάλη  η γιαγιά. Κι εκεί, στο πουρνάρι, φανερώθηκε --  μέρα μεσημέρι! Όμορφη, να της πάρεις το κεφάλι! Φόραγε ένα φουστάνι άσπρο, μακρύ, και στέκονταν! Δεν πάταγε στη γή, στέκονταν! Κι όντας χαμογέλασε, βγήκε απ’ το στόμα της ένα φως λαμπρό που θαμπώθηκε ο τόπος όλος! “Ε, καλά...Κι εμείς τώρα γιατί δε βλέπουμε”; αμφισβητούσε η εγγονή της.

Που ξέρω; Για, ήταν αθώος ο κόσμος τότες, κι “έβγαιναν”...»

Η Βενέτη  εκφράζεται με το βουνίσιο ιδίωμα  της βόρειας Ελλάδας που, επειδή είναι παλαιό, παμπάλαιο,  με ορισμένες τελετουργικές κινήσεις κατορθώνει να σκηνοθετήσει ατμόσφαιρα χωρίς καμιά εξεζητημένη  κίνηση. «Από την Αλβανία τους αμπάριασαν στα πλοία. Τίποτα δεν είδαν μέχρι που – ούτε ήξεραν που έφτασαν –στη Ρωσία. Κι εκεί, πάλι, τους τσουβάλιασαν στα τρένα. Μερόνυχτα  ώς την Τασκένδη. Στο μήνα τους έδωσαν ρούχα και δουλειά σε ένα εργοστάσιο που έφτιαχνε πολεμικά αεροπλάνα.

Να φανταστείς ότι το εργοστάσιο έφτιαχνε ένα αεροπλάνο την ημέρα, ολόκληρο – απ’την αρχή ώς τον πάτο. Ένα αεροπλάνο την ημέρα! Και τόσα χρόνια ένα αεροπλάνο δεν φτιάχτηκε να τους γυρίσει πίσω. Λες και δεν τους περίμενε κανείς!...

*

Ανδρέα Μήτσου, Τα Χριστούγεννα ενός άτυχου μπάτσου, και άλλα διηγήματα. Καστανιώτης.

Όσο μικρό κι αν είναι το διήγημα, όσο κι αν επιθυμεί πάντί τρόπω να  κρυφτεί ο συγγραφέας πίσω από τα  λεγόμενά του, τελικά ο αφηγητής  δεν  παύει να  πετάει την μεταμφίεση σε κάποια στιγμή του διηγήματος, σάμπως τελικά να τον συνέλαβαν ή σαν να τον έπιασαν στα πράσσα. Ο Μήτσου κρατάει από την Αμφιλοχία και,  όσα μολογάει,   είναι  βιώματα και καταστάσεις που τα έζησε από πρώτο χέρι. Ο αναγνώστης θα πρέπει να γνωρίζει  ότι ο συγγραφέας φόρεσε κάποτε χωροφυλακίστικη στολή, άρα ότι «τα Χριστούγεννα του άτυχου μπάτσου»  κρύβουν κάτι παραπάνω από κείνα που φανερώνουν. «Ήμουνα «καπετάνιος»στη Μάνδρα της Αττικής –από εκεί ξεκινήσαμε – ενωματάρχης δηλαδή της πάλι ποτέ ένδοξης Χωροφυλακής και διοικητής του αστυνομικού σταθμού, ο σταθμάρχης, ετών είκοσι ενός, με ψιλό μουστακάκι στο χείλι και πρόσωπο κοριτσίστικο, και έπρεπε να πείσω για την ενηλικίωση και τον ανδρισμό μου. Όπλο δεν είχα πιάσει στα χέρια μου, παρά μόνο στο «πεδίο βολής» και σε μια και αποκλειστική περίσταση. Στις επόμενες εκπαιδευτικές βολές φρόντισα να απουσιάζω με αναρρωτική άδεια».

*

Ελεάννα Βλαστού, Εξαφανίσεις, Πόλις.

Η αρχάρια σχέση με τη ζωή και με τον εαυτό μας, τα δευτερεύοντα αισθήματα που ελλείψει ωρίμανσης πρωταγωνιστούν και δεν επιτρέπουν να πλάσουμε κάτι καταδικό μας, ένα είδος  χαρισματικής σχέσης με τη ζωή παρά το γεγονός ότι αυτή η σχέση είναι άγουρη και νοθευμένη, αποτελούν κατά κάποιο τρόπο  μια νοθευμένη ατμόσφαιρα την οποία παραταύτα η νεαρή πένα θα πρέπει να την υπερβεί για να προσανατολιστεί στον οικείο του χώρο.

Ασφαλώς δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ότι τα έξη διηγήματα του τομιδίου  οφείλονται σε γυναίκα. Στα πρώτα λογοτεχνικά διαγωνίσματα τα κορίτσια φαίνεται πως τα καταφέρνουν  αισθητά καλύτερα από τα αγόρια. Ωριμάζουν άραγε πιο γρήγορα; Μιλούν μια διάλεκτο που είναι πιο κοντά στη ζωή; Το μόνο που δεν επιτρέπεται να κάνουν είναι να απογοητευθούν για τα πρωτόλεια γραφτά τους.

Η Βλαστού, παρότι δεν είναι κοριτσάκι, αρέσκεται σε σύνθετες καταστάσεις που παριστούν τους δύσκολους κόμπους της ζωής (θάνατο, χωρισμό, προδομένο έρωτα, νεότητα, σύνθετες καταστάσεις), όπερ σημαίνει ότι η ίδια έχει αναθέσει στον εαυτό της ένα δύσκολο εγχείρημα που ακόμη κι αν δεν πιστεύει ότι θα τα βγάλει πέρα, ήδη έχει κάνει ένα σοβαρό πρώτο βήμα.

*

Κώστα Μαυρουδή, Η αθανασία των σκύλων, Πόλις.

Είναι γνωστό ότι θέλοντας κανείς να μιλήσει για  τις ψυχότροπες  αφοσιώσεις των  ζώων, ο σκύλος είναι το μοιραίο τετράποδο  που δεν πρόλαβε    να γίνει άνθρωπος ή πιο σωστά απέφυγε αυτή τη μεταμόρφωση. Ο Μαυρουδής, όπως ξέρουμε, διακρίνεται για έναν αισθητισμό που, όταν βρίσκει το θέμα του, επιτυγχάνει πρόζες που σκαλώνουν στη μνήμη θυμίζοντας κάτι σαν αισθητικό πραξικόπημα. Η ανθολογία του συγγραφέα αφιερώνεται στους σκύλους και όχι «στον» σκύλο. Η διαφορά έχει νόημα διότι ο ένας σκύλος  μοιάζει με ατελή άνθρωπο  ενώ οι πολλοί σκύλοι – ό,τι κι αν αντιπροσωπεύουν -ανήκουν θέλοντας και μη στο είδος τους.

Κατά συνέπεια  στα 69  μικρά αφηγήματα  του τόμου παρακολουθούμε μιαν   περιπτωσολογία σαν και τον σκύλο που βλέπουμε δεμένο στον τροχό ενός κάρου στη  «Βιριδιάνα».  διαφορά έχει νόημα

Τι απέγινε μετά το ’90 ο στρατός των χιλιάδων ανατολικογερμανικών σκύλων που φρουρούσαν το τείχος του Βερολίνου; Απάντηση : σε αντίθεση με τους Βερολινέζους που λίγο πολύ το ξέχασαν, οι σκύλοι βάδιζαν με βεβαιότητα σε μιαν αθέατη  ευθεία, σαν να ανγνώριζαν ή να νοσταλγούσαν κάτι...Από κείμενο σε κείμενο ο αναγνώστης  - πέρα από τον αισθητισμό --  συμφιλιώνεται με ένα σκυλίσιο σύμπαν που μοιάζει θα έλεγε κανείς με κείνο του ανθρώπου. Γράφει ο Μαυρουδής : Κανένας σύγχρονος σκύλος δεν θα μάθει γιατί στο παλιό κτήριο που στεγάζει και σήμερα την Αστυνομία υπάρχει μισοσβησμένη η επιγραφή....

«Ήταν δυνατόν ο σκύλος, την ώρα που πλησίαζε ένα σκουπιδοτενεκέ, να ζούσε κάτι ανάλογο με την ονειροπόληση ενός άνδρα που μυρίζει στο γυναικείο λαιμό ένα γαλλικό άρωμα;Ο άνθρωπος ανοίγει την εφημερίδα να πληροφορηθεί. Ο σκύλος μυρίζει δέντρα, φανοστάτες, πυροσβεστικούς κρουνούς, για να μάθει τα κατορθώματα  του δικού του πληθυσμού». Προφανώς ο Μαυρουδής δεν έχει καμιά  αγάπη για τα αγριόσκυλα που μπορούν να ξεσκίσουν έναν άνθρωπο. Το αίσθημά του περιγράφει τον  σκύλο που δεν μιλάει, αλλά έχει τρόπο να υποβάλει κάποια συμπάθεια αν όχι κάτι τις ανώτερο.

Ο Μαυρουδής,  τελικά,  θέλει να προσδώσει στο σκυλί εκτός από δαιμόνιο    ένα είδος ευφυίας και ηθικής που δεν υπάρχει σε κανένα κιτάπι. Ο Ιβο του είπε λεπτομέρειες για το Μπούλ Τεριέ :  «Διασταύρωση από Μπουλντόγκ και Τεριέ. Δυνατά ζώα, τόσο αφοσιωμένα στα παιδιά, που, αν αντιδικήσει το αφεντικό μαζί τους, εκείνα παίρνουν το μέρος του παιδιού».

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.