ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ
ΑΝΔΡΕΑΣ
ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
Οι Καθαρίστριες της Ιστορίας
Παρακολουθώ, μήνες τώρα, αυτές τις γυναίκες που σηκώνονται σχεδόν καθημερινά, φεύγουν από τα σπίτια τους, μαζεύονται και πηγαίνουν έξω από το υπουργείο οικονομικών ζητώντας πίσω τις θέσεις τους που κόπηκαν διότι χαρακτηρίσθηκαν από κάποιον Τόμσεν ως περιττές. Τις ψεκάζουν με χημικά, τις χτυπούν, τις τραβολογάνε κάτι δίμετρα παλικάρια, αυτές 45άρες, 50άρες, 60άρες επειδή ζητάνε το ελάχιστο μερτικό τους από τη ζωή. Κι επιμένουν. Την επόμενη ημέρα είναι και πάλι στο δρόμο.
Αναρωτιέμαι που βρίσκουν αυτή τη δύναμη. Γιατί αυτή δεν είναι μια δύναμη που τη γεννάει η απόγνωση. Αυτές οι γυναίκες κάθε πρωί φτιάχνουν πρωινό στα παιδιά τους, στρώνουν τα κρεβάτια τους, συμμαζεύουν το
σπίτι και βγαίνουν. Μπορεί να ετοιμάζουν ένα τσουκάλι φαγητό, μπορεί και όχι, βάζουν στην άκρη τον πόνο τους και πορεύονται. Οπως τότε που έφευγαν αξημέρωτα για τη δουλειά να πλύνουν σκάλες, να καθαρίσουν γραφεία, να ξεσκονίσουν ράφια και γυαλίσουν τα τζάμια κάποιου οργανισμού.
Που το βρίσκουν αυτό το κουράγιο; Που το βρίσκουν αυτό το χαμόγελο; Που τη βρίσκουν αυτή την αντοχή στα χημικά των αστυνομικών; Τι τις κρατάει όρθιες;
Αναρωτιέμαι κι ύστερα σκέφτομαι εκείνη την κυρία στη γειτονιά μου που ανταλλάσσουμε που και που καμιά καλημέρα, κανένα σχόλιο για την κατάσταση που ζούμε και που είχε έλθει πριν καιρό και που είπε:
"Βοήθησε με, πες μου κάτι καλό που μαθαίνεις εσύ ως δημοσιογράφος, δώσε μου μια ελπίδα"
Είχαν ανησυχήσει πολύ. Πρώτον γιατί ποτέ δεν μου είχε ανοιχτεί έτσι και δεύτερον θεωρούσα κατά κάποιον τρόπο βολεμένη την ψυχούλα τους αφού πίστευε στον Θεό, αφού κάθε Κυριακή άναβε ένα κεράκι στην εκκλησία τους Αγίου Ιωάννη.
"Πάθατε κάτι; Συμβαίνει κάτι σοβαρό σε κάποιον δικό σας;" τη ρώτησα.
"Οχι. Υγεία έχουμε αλλά δεν μπορώ άλλο, δεν αντέχω, δεν τα βγάζω πέρα".
"Ο Θεός τι λέει;" τη ρώτησα, διόλου ειρωνικά. Με την ειλικρίνεια του άθεου που όμως δεν περιφρονεί την πίστη κανενός.
«Την έχασα την πίστη μου. Δεν βλέπω πουθενά φως. Δεν βλέπω πουθενά την παραμικρή ελπίδα».
Δεν ήξερα τι να της πως. Ηθελα να την πάρω στην αγκαλιά μου αλλά δεν τόλμησα. Της έσφιξα το χέρι της. «Βάστα! Κράτα! Ολοι έτσι είμαστε αλλά θα το παλέψουμε. Θα τα καταφέρουμε». Την είδα να βουρκώνει. «Βάστα μέχρι να δούμε να ξημερώνει. Μην πέσουμε τώρα!».
Με χαιρέτησε ευγενικά. Δεν ξέρω αν την έπεισα ή αν την παρηγόρησα έστω και λίγο.
Συντρίμμια γίναμε. Ερείπια που και η ανάσα μας βαραίνει πλέον. Κανείς δεν μπορεί να μας στηρίξει.
Κι όμως. Κάποιοι, όπως αυτές οι καθαρίστριες έξω από το ΥΠ.ΟΙΚ. καταφέρνουν και μαζεύουν τα κομμάτια τους και στέκονται όρθιες.
Γι αυτό κι ελπίζω πως κάποτε, κάποιος από εμάς ή ίσως κάποιο από τα παιδιά μας θα ανοίξει το τεφτέρι των Ημερών μας, θα φυσήξει τη σκόνη κι ύστερα θα γυρίσει μια μια τις σελίδες του. Θα του φανεί πιο βαρετό κι από δελτίο δρομολογίων του ΚΤΕΛ. "Τόσοι μπήκαν, τόσοι πλήρωσαν, τόσοι κατέβηκαν, ποιος ο οδηγός και ποιος ο εισπράκτορας, ημέρες και ώρες, αφετηρίες και τέρματα". Ατέλειωτοι πίνακες. Ατέλειωτα τίποτα...
Με τη σιωπή μας, με την υποταγή μας, με την αδιαφορία μας μουτζουρώνουμε το τεφτέρι της Ιστορίας. Υπογράφουμε την απουσία μας...
Όμως εκεί, προς το τέλος, αν έχει κάποιος από εμάς ή ίσως κάποιο από τα παιδιά μας, την υπομονή να φτάσει ως το τέλος, θα δει δύο τόσες δα υπογραφές. Δύο "Παρών": "Σχολικοί Φύλακες", "Καθαρίστριες". Και μια μικρή σημείωση: "Αντιστάθηκαν!".
ΚΑΝΕΝΑΣ άλλος!