ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Μελέτη της τράπεζας

ΕΤΕ: Τάσεις σταθεροποίησης παρουσιάζει η ελληνική οικονομία

Μετά από μία εξαετία βαθιάς ύφεσης που οδήγησε στη σωρευτική συρρίκνωση της απασχόλησης κατά 1,1 εκατομμύρια θέσεις, η ελληνική αγορά εργασίας εμφανίζει τις πρώτες ενδείξεις σταθεροποίησης, από τις αρχές του 2014, σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας.

Η απασχόληση στην ελληνική οικονομία εμφανίζει τάσεις σταθεροποίησης από τις αρχές του 2014. Η απασχόληση συρρικνώθηκε κατά -0,9%, σε ετήσια βάση, το 1ο τρίμηνο του 2014 συγκριτικά με -2,9% το τελευταίο τρίμηνο του 2013 και -4,9%, κατά μέσο όρο, στο σύνολο του 2013 εμφανίζοντας υψηλή συσχέτιση με την πορεία του ΑΕΠ (το οποίο μειώθηκε κατά -0,9% και -2,3%, σε ετήσια βάση το 1ο τρίμηνο του 2014 και το 4ο τρίμηνο του 2013, αντίστοιχα). Η αυξημένη συσχέτιση μεταξύ ετήσιας μεταβολής απασχόλησης και ΑΕΠ είναι ενθαρρυντική δεδομένου ότι η μείωση του υψηλότατου ποσοστού ανεργίας προϋποθέτει οικονομική ανάκαμψη υψηλής έντασης σε όρους απασχόλησης, σε αντίθεση με το παρελθόν όπου η συσχέτιση του ρυθμού αύξησης της απασχόλησης με τη μεταβολή της οικονομικής δραστηριότητας ήταν σχετικά χαμηλή και εμφάνιζε σημαντική χρονική υστέρηση. Παράλληλα η πορεία των πρόδρομων δεικτών και δεικτών συγκυρίας που σχετίζονται με την απασχόληση εμφανίζουν σημαντική βελτίωση από το 2ο τρίμηνο του 2014, ανάλογη με των αντίστοιχων δεικτών για το ΑΕΠ, με τους τελευταίους να παρέχουν σαφείς ενδείξεις για επερχόμενο τέλος της ύφεσης.

Καθώς η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι προσεγγίζει το σημείο καμπής κατά το 2ο τρίμηνο του 2014 είναι σημαντικό να διερευνηθεί η ανταπόκριση της αγοράς εργασίας στις οικονομικές συνθήκες σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς και η δυνατότητα της οικονομίας να επιτύχει έναν υγιή και διατηρήσιμο ρυθμό αύξησης της απασχόλησης τα επόμενα χρόνια. Δεδομένης της πολύ δυσμενούς κατάστασης της αγοράς εργασίας με το ποσοστό ανεργίας να παραμένει σε ιστορικά υψηλό επίπεδο (27,3% το 1ο τρίμηνο του 2014) η, όσο το δυνατόν, ταχύτερη ανάκαμψη της απασχόλησης συνιστά τεράστια πρόκληση με προφανείς κοινωνικές αλλά και οικονομικές προεκτάσεις. Η ανάλυση επιχειρεί να διερευνήσει τόσο τις βραχυπρόθεσμες τάσεις της αγοράς εργασίας όσο και τις αναγκαίες συνθήκες για διατηρήσιμη ανάκαμψη της απασχόλησης τα επόμενα χρόνια.

Το τρέχον επίπεδο του σύνθετου δείκτη απασχόλησης στην ελληνική οικονομία της ΕΤΕ συμβαδίζει με ανάκαμψη της απασχόλησης από το 3ο τρίμηνο του 2014

Οι βραχυπρόθεσμες ενδείξεις για την πορεία της απασχόλησης το 2ο και ειδικά το 3ο τρίμηνο του έτους είναι ενθαρρυντικές. Οι τεκμαιρόμενες τάσεις στην αγορά όπως προκύπτουν από το σύστημα ηλεκτρονικής καταγραφής καθαρών μεταβολών στον αριθμό των μισθωτών από το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ και η πορεία των δεικτών επιχειρηματικών προσδοκιών απασχόλησης, συντείνουν προς την κατεύθυνση σταδιακής ανάκαμψης της απασχόλησης από το 3ο τρίμηνο του έτους, μετά από 22 τρίμηνα έντονης και συνεχούς συρρίκνωσης. Ειδικότερα, η Δ/ση Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ κατασκεύασε έναν συνδυαστικό δείκτη τάσεων απασχόλησης, ο οποίος, μέσω στατιστικής εκτίμησης, συνδυάζει την πληροφορία που εμπεριέχεται στις μηνιαίες ροές μισθωτής απασχόλησης μέσω του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, με τα σχετιζόμενα με την απασχόληση στοιχεία των μηνιαίων ερευνών επιχειρηματικής συγκυρίας σε βασικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας (Έρευνα ΙΟΒΕ/Ευρ. Επιτροπής) και με την τάση της απασχόλησης των εργοδοτών, ελεύθερων επαγγελματιών και των εργαζομένων σε οικογενειακές επιχειρήσεις το ακριβώς προηγούμενο τρίμηνο, όπως προκύπτουν από τα στοιχεία της έρευνας εργατικού δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ. Ο συγκεκριμένος δείκτης φαίνεται να έχει, ιστορικά, υψηλή στατιστική συσχέτιση με το ρυθμό αύξησης της απασχόλησης, καθώς και ισχυρή προβλεπτική ικανότητα σε ορίζοντα έως και 2 τρίμηνα μπροστά.

Από το τρέχον επίπεδο του δείκτη τεκμαίρεται ότι το 3ο τρίμηνο του 2014 αποτελεί το πιθανότερο σημείο καμπής για τη μετάβαση σε θετικό ετήσιο ρυθμό μεταβολής της απασχόλησης, ο οποίος αναμένεται να διαμορφωθεί στο +0.6% (ήτοι αύξηση της απασχόλησης κατά 20.000 θέσεις) στο συγκεκριμένο τρίμηνο. Στο τέταρτο τρίμηνο, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της απασχόλησης αναμένεται να ανέλθει στο 0,9% (ή +32.000 θέσεις εργασίας σε ετήσια βάση). Οι ανωτέρω εκτιμήσεις αυξάνουν σε +1.0% (+36.000 θέσεις) για το 3ο τρίμηνο και +1,3% (+45.000 θέσεις) για το σύνολο του έτους, αν συνεκτιμηθεί και η ετήσια επίδραση των προγραμμάτων στήριξης απασχόλησης κατά την ίδια περίοδο. Προφανώς ο δρόμος προς την ομαλοποίηση των συνθηκών στην αγορά εργασίας είναι μακρύς και οι μεσοπρόθεσμες προκλήσεις είναι σημαντικές. Αναφορικά με τις βραχυπρόθεσμες τάσεις, η μείωση της απασχόλησης κατά 1.1%, σε ετήσια βάση, τον Απρίλιο και η εξασθένηση του θετικού ισοζυγίου δημιουργίας θέσεων εργασίας τον Ιούνιο, είναι πιθανό να υποδηλώνουν όξυνση του προβλήματος αδήλωτης εργασίας στο πλέγμα των υπηρεσιών που σχετίζονται με τον τουρισμό. Δεδομένου ότι ο τουρισμός αποτελεί το πλέον δυναμικό τμήμα της οικονομικής δραστηριότητας στην παρούσα φάση, η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε υποεκτίμηση της απασχόλησης στα πλαίσια της έρευνας εργατικού δυναμικού. Επίσης η μεγάλη χρηματοοικονομική πίεση και η στενότητα ρευστότητας που βιώνει σημαντικό τμήμα του επιχειρηματικού τομέα, σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη κάμψη της ζήτησης σε αρκετούς τομείς της οικονομίας, είναι πιθανό να παρατείνουν τη φάση συρρίκνωσης, ειδικά των μικρών επιχειρήσεων, επιβραδύνοντας την επίτευξη θετικού ισοζυγίου αναφορικά με τη δημιουργία επιχειρήσεων.

Οι δυσθεώρητες απώλειες θέσεων εργασίας στις πολύ μικρές (οικογενειακές) και μικρές επιχειρήσεις αντιστοιχούν στα 2/3 των απωλειών απασχόλησης, ενώ οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις επέδειξαν μεγαλύτερη αντοχή

Από την ανάλυση των στοιχείων απασχόλησης της έρευνας εργατικού δυναμικού κατά την περίοδο της κρίσης προκύπτει ότι η σχεδόν κατά το 1/3 συρρίκνωση, μεταξύ 2008 και 2013, του πληθυσμού των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων (που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της παραγωγικής βάσης), σε συνδυασμό με τις απολύσεις από το συγκεκριμένο τμήμα του επιχειρηματικού τομέα, αντιστοιχούν σε άνω του 67% της μείωσης της συνολικής απασχόλησης κατά την ίδια περίοδο (730,000 θέσεις εργασίας). Σε ποσοστιαίους όρους η σωρευτική απώλεια θέσεων εργασίας σε αυτές τις επιχειρήσεις από το 2008 -- ειδικά σε τομείς με μεγάλη έκθεση στην εγχώρια ζήτηση -- ήταν περίπου διπλάσια συγκριτικά με τις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις.

Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις επέδειξαν αντοχές με αποτέλεσμα να αρχίζει κατ’ουσίαν ο μετασχηματισμός της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, μέσα από μία βίαιη προσαρμογή του επιχειρηματικού τοπίου κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η συνέχιση αυτού του μετασχηματισμού μέσα σε ένα περιβάλλον θετικών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, θα συνοδευτεί από την μετάβαση σε μεγαλύτερα και πιο ανταγωνιστικά επιχειρηματικά σχήματα, ειδικά στον τομέα παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, που θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά της εξαγωγικής βάσης της οικονομίας.

Κλάδοι έντονα εξαρτημένοι από την εγχώρια ζήτηση και με χαμηλή ανταγωνιστικότητα σημείωσαν και τη μεγαλύτερη απώλεια θέσεων εργασίας

Οι σημαντικές ανισορροπίες και στρεβλώσεις που χαρακτήριζαν την ελληνική οικονομία και αντανακλώνται, πριν το ξέσπασμα της κρίσης, στη διογκωμένη συνεισφορά εσωστρεφών τομέων της οικονομίας (όπως οι κατασκευές και το λιανικό και χονδρικό εμπόριο), οδήγησαν σε κάθετη πτώση της παραγωγής και σε απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας. Συνδυαστικά, στους τομείς των κατασκευών, λιανικού και χονδρικού εμπορίου και στη μεταποίηση χάθηκαν 660.000 θέσεις εργασίας, με τις ποσοστιαίες μειώσεις να αντιστοιχούν περίπου στο ποσοστό κάμψης της υποκείμενης οικονομικής δραστηριότητας σε κλαδικό επίπεδο (δηλ. κατασκευαστική δραστηριότητα, όγκος λιανικών πωλήσεων και μεταποιητική παραγωγή αντίστοιχα). Η σωρευτική μείωση της απασχόλησης στο λιανικό εμπόριο ήταν συγκριτικά μικρότερη από τη μείωση του όγκου πωλήσεων (-24.9% έναντι -38% την περίοδο 2009-13) καθώς η σημαντική μείωση του εργασιακού κόστους και η αξιοσημείωτη προσαρμογή στις ώρες εργασίας -- διπλάσια μείωση στο εμπόριο συγκριτικά με το μ.ο. της οικονομίας – διέσωσαν κάποιες θέσεις εργασίας. Στις κατασκευές, η μείωση της απασχόλησης ελάχιστα υπολειπόταν από τη δραματική συρρίκνωση στον όγκο της οικοδομικής δραστηριότητας (-59% έναντι -70% συγκριτικά με το 2008), με την αυξημένη ευελιξία και την προσαρμογή των μισθών να μην μετριάζουν τις συντριπτικές απώλειες. Τέλος, στη μεταποίηση η χαμηλότερη ευελιξία αναφορικά με την προσαρμογή εργατοωρών και η πιο σταδιακή προσαρμογή του μισθολογικού κόστους (κυρίως την περίοδο 2012-13), συνέτειναν σε μείωση απασχόλησης κατά 40%, συγκριτικά με τη σωρευτική μείωση κατά 28% της μεταποιητικής παραγωγής.

Πρωτοφανής μείωση εργασιακού κόστους, δομικές αλλαγές στην αγορά εργασίας και επώδυνες επιχειρηματικές αναδιαρθρώσεις αποτελούν βασικές παραμέτρους μιας διατηρήσιμης οικονομικής ανάκαμψης, με δυναμικές επιδράσεις στη δυνατότητα της οικονομίας να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας μεσοπρόθεσμα

Θεμελιώδεις και επώδυνες μεταβολές συντελέστηκαν στην ελληνική αγορά εργασίας υπό την πίεση της ύφεσης και των δομικών αλλαγών στο ρυθμιστικό περιβάλλον και στις εργασιακές σχέσεις. Η σημαντική μείωση του εργασιακού κόστους κατά 23% την τελευταία πενταετία, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση του ρυθμού μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και την παράλληλη ανάκαμψη της παραγωγικότητας από τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα της περιόδου 2010-11, μεταφράζεται σε σημαντική βελτίωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, η οποία υπερέβη σε ονομαστικούς όρους το 15% την περίοδο 2009-2013 και το 20% συγκριτικά με το μ.ο. της Ευρωζώνης.

Παράλληλα, η ραγδαία συρρίκνωση σε μέγεθος του τομέα μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων δε συνοδεύτηκε από αντίστοιχη μείωση της αμοιβής του κεφαλαίου, καθώς οι αντοχές των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων αποτυπώνονται στη συρρίκνωση του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος κατά ένα σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό, της τάξης του 16%. Ως εκ τούτου, το σχετικό μερίδιο αμοιβής κεφαλαίου/εργασίας στο ΑΕΠ έχει διαμορφωθεί σε επίπεδα συμβατά με διατήρηση μιας υγιούς δυναμικής της επιχειρηματικής κερδοφορίας, η οποία σε συνδυασμό με τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας, θα ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να επιταχύνουν τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, ενεργοποιώντας έναν ενάρετο κύκλο κερδοφορίας, απασχόλησης και νέων επενδύσεων.

Υπό αυτό το πρίσμα και δεδομένης της επερχόμενης σταθεροποίησης της εγχώριας ζήτησης καθώς και της σημαντικής μείωσης του κόστους εργασίας τα προηγούμενα χρόνια, καθίσταται ολοένα και πιο ελκυστική η αύξηση της μισθωτής απασχόλησης. Προσομοιώσεις βασισμένες στις εμπειρικές συσχετίσεις μεταξύ αμοιβής εργασίας, ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος των επιχειρήσεων και εκτιμώμενου τμήματος του πραγματικού ρυθμού ανάπτυξης που δε συσχετίζεται με την εργασία, αλλά με το κεφάλαιο και την οικονομική αποτελεσματικότητα, καταδεικνύουν σημαντικά περιθώρια δυναμικής αύξησης της απασχόλησης τα επόμενα χρόνια. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι βάσει του πολύ ευνοϊκού -- αναφορικά με το επίπεδο εργασιακού κόστους -- σημείου εκκίνησης για το 2013 και ενός μέσου ρυθμού αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ 2,3% ετησίως έως το 2020, ο μέσος ρυθμός αύξησης της απασχόλησης θα υπερβεί το 2,5% ετησίως ή το 19,6% σωρευτικά μέχρι το 2020.

Η εξέλιξη αυτή μεταφράζεται σε δημιουργία 720,000 νέων θέσεων εργασίας που επαρκούν για να ωθήσουν το ποσοστό ανεργίας χαμηλότερα του 21% το 2016 και του 12% στα τέλη του 2020, με δεδομένες τις τρέχουσες εκτιμήσεις για τις δημογραφικές τάσεις του πληθυσμού. Επίσης, βασίζονται στην υπόθεση σταθεροποίησης της απασχόλησης στο δημόσιο στα τρέχοντα επίπεδα. Σε αυτό το σενάριο εξασφαλίζεται σταδιακά μια πιο ισόρροπη κατανομή του αυξανόμενου ΑΕΠ, με άνοδο του μεριδίου της εργασίας αλλά και διατηρήσιμη αυξητική τάση της κερδοφορίας, που θα στηρίζεται τόσο στην εγχώρια αγορά αλλά και σε αυξημένη εξωστρέφεια. Το μακροοικονομικό περιβάλλον και η ανωτέρω συνδυαστική δυναμική απασχόλησης, κερδοφορίας και ρυθμού ανάπτυξης εκτιμάται ότι θα ευνοήσουν τη δημιουργία μεγαλύτερων και περισσότερο ανταγωνιστικών επιχειρήσεων και την αναβίωση νεοφυούς επιχειρηματικότητας σε αναπτυσσόμενους τομείς. Αυτές οι επιχειρήσεις θα στοχεύουν τόσο στην εξυπηρέτηση της νέας διάρθρωσης της τελικής εσωτερικής ζήτησης αλλά και στην ένταξή τους στην εφοδιαστική αλυσίδα, την παροχή υπηρεσιών προς άλλες επιχειρήσεις και τις εξαγωγές. Βασικές προϋποθέσεις για την υλοποίηση του ανωτέρω σεναρίου είναι η αποφασιστική και έγκαιρη προώθηση ενός τελικού κύκλου διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με επίκεντρο την επιχειρηματικότητα, η παγίωση της δημοσιονομικής εξυγίανσης και η βέλτιστη κατανομή της διαθέσιμης ρευστότητας -- συμπεριλαμβανομένης της έγκαιρης και βιώσιμης αντιμετώπισης των προκλήσεων που πηγάζουν από τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια -- που θα τροφοδοτήσουν μία τροχιά βιώσιμης ανάκαμψης για την οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση.

Στο δελτίο περιλαμβάνονται επίσης οι εκτιμήσεις της Δ/σης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας, περιγραφή των τρεχουσών μακροοικονομικών τάσεων και της πορείας εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.