ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Welcome home: Ζήσε τον μύθο σου

Το μέιλ έφτασε την μέρα που στα διεθνή έντυπα πρωταγωνιστούσε για μια ακόμη φορά η εικόνα της Ελλάδας ως ένας εφιάλτης κι ας ήταν καταγάλανος ο Αττικός ουρανός.

Καρεκλοπόδαρα έριχνε στη Γερμανική πρωτεύουσα και φίδια έζωσαν το Σόιμπλε και την παρέα του.

Ποια είναι η εικόνα της Ελλάδας, σήμερα;

Ποια φωτογραφία θα διαλέγατε  ως καρτ-  ποστάλ.

Η Ελλάδα των μνημείων . Η Ελλάδα του λευκού και του γαλάζιου.  Η Ελλάδα ως απόλυτος τουριστικός προορισμός.  Η Ελλάδα της ανεργίας. Η Ελλάδα των χαμένων ευκαιριών. Η Ελλάδα παλεύει.  Η Ελλάδα ονειρεύεται. Η Ελλάδα στην πρώτη γραμμή.

«Θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα!»

Η Έλενα  είναι παιδί δεύτερης γενιάς μεταναστών στη Γερμανία.   Η μάνα της, κόρη πολύτεκνης οικογένειας από κάποιο χωριό της Κάσου,  ακολούθησε το δρόμο της ξενιτιάς.

Η ίδια ήταν τόσο μικρή που δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα από την Κάσο.  Ο κόσμος της ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από  την Πλατεία ως τον χωμάτινο  δρόμο.

Το σπίτι ήταν μια σταλιά. Τηλέφωνο ούτε ακούγανε, ούτε βλέπανε και το φαγητό ήταν τόσο λίγο που η γιαγιά της το έβαζε μπροστά στο εικόνισμα του Αγίας και έκανε το σταυρό της. Μέσα της   ευχόταν να αβγατίσει το κριθαρένιο καρβέλι για να χορτάσουν παιδιά και εγγόνια.   Όσο στο νησί ο δρόμος  στένευε από την φτώχεια και την ανεργία τόσο μεγάλωνε  το καραβάνι της μετανάστευσης.

«Η γιαγιά χήρεψε νέα. Είχε να ταΐσει έξι στόματα. Η μάνα μου τον πατέρα της καλά-καλά δεν τον θυμόταν.  Πήγαινε κι ερχόταν στη Μακρόνησο. Φτώχεια. Πείνα. Έτσι , η μάνα μου πήρε τη μεγάλη απόφαση να πάει στη Γερμανία. Ήταν το πρώτο  παιδί της οικογένειας  και θα άνοιγε το δρόμο για τα μικρότερα».

Η μάνα της Έλενας έφτασε στο Μόναχο τον Δεκέμβριο του 1965.  Τον πατέρα της δεν μπόρεσε να τον αποχαιρετήσει. Είχε συλληφθεί μετά  τα Δεκεμβριανά.  Έφτασε καταχείμωνο στη Γερμανία. Δεν φοβήθηκε την ξένη χώρα .

Στην αρχή δούλεψε σε ένα ελληνικό εστιατόριο και μετά έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο της BMV. Η δουλειά σκληρή αλλά τα λεφτά  καλά.  Εκεί, γνώρισε τον σύζυγο της Γιώργο,  από τη Βέροια . Αποφάσισαν να δουλέψουν μερικά χρόνια στη Γερμανία και ύστερα να γυρίσουν στην Ελλάδα για να μεγαλώσουν την οικογένειά τους.

«Τελικά έμειναν  50 ολόκληρα χρόνια και απέκτησαν δυο παιδιά», εξομολογείται η Έλενα. Τα παιδιά μεγάλωσαν σχεδόν μόνα τους.

Οι γονείς δούλευαν δυο και τρεις βάρδιες για να τα φέρουν βόλτα.  Που χρόνος  για γιορτές και διακοπές στο νησί. Μετρούσαν και το τελευταίο μάρκο. Εργάστηκαν σκληρά για να μην λείψει τίποτα στα παιδιά τους. Ήθελαν πάση θυσία να τα σπουδάσουν και να γυρίσουν στην πατρίδα. Να δουν οι συντοπίτες  ότι πρόκοψαν.

Όπως όλοι οι  μετανάστες νοσταλγούσαν την πατρίδα . Δυο τρεις φορές  είχαν επισκεφτεί το χωριό στο νησί και συντηρούσαν την εικόνα του  μέσα από καρτ- ποστάλ και φωτογραφίες που έστελναν συγγενείς και φίλοι.

Αρραβώνες, γάμοι, βαφτίσια έδεναν  τους δεσμούς με φίλους και συγγενείς που άφησαν πίσω τους.

Οι οικογενειακές φωτογραφίες λειτούργησαν  ως σημείο αναφοράς . Ώσπου έφτασαν στα ξένα  οι αφίσες του ΕΟΤ  με το ελληνικό χρώμα και το φως , την Επίδαυρο, τον Παρθενώνα, τα Ελληνικά νησιά .

Η Ελλάδα ως μελαχρινή λυγερόκορμη κόρη με παραδοσιακή στολή να σερβίρει γλυκό του  κουταλιού στα παλιννοστούν τα παιδιά  της.

Τα πρώτα πόστερ του ΕΟΤ ήταν  φτιαγμένα με εξαιρετικό γούστο και έκρυβαν   υπογραφές σημαντικών  εικαστικών.

Μέσα από τα ξεχωριστά  πινέλα του Περικλή Βυζάντιου, του Γιάννη Μόραλη, του Παναγιώτη  Τέτση, του Γιώργου Βακιρτζή και άλλων καλλιτεχνών η Ελλάδα είχε  τη δική της ταυτότητα στις  «αγορές» του εξωτερικού.

Το απέραντο γαλάζιο, το μοναδικό ελληνικό φως, τα μνημεία ,  ο αρχαίος πολιτισμός , αφίσες, σαν πίνακες ζωγραφικής  διακοσμούν τα γκρίζα δωμάτια  των πρώτων τουριστών που έκαναν διακοπές στη χώρα μας.

Ήλιος,  θάλασσα και συρτάκι με τη μουσική του Χατζιδάκι,  το  πιο αναγνωρίσιμο μουσικό μοτίβο των Βαλκανίων.

«Πόσα ηλιοβασιλέματα και πόσες παραλίες μπορείς να αντέξεις; Ποια είναι η εικόνα της Ελλάδας, σήμερα;»

Κοίταξα ξανά τις δυο φωτογραφίες. Τις  είχε τραβήξει η Έλενα. Αρχές της δεκαετίας του `80, στο καφενείο του Παναγή, στην Αγία Μαρίνα της Κάσου. Τέσσερα πέντε τραπέζια με συγχωριανούς που έπιναν και κάπνιζαν και μιλούσαν δυνατά. Η Έλενα θυμάται  αρκετά καλά τα Ελληνικά με τη βαριά προφορά, τα σύμφωνα και τα φωνήεντα που αντηχούσαν ως τα σύννεφα.

Τα μάτια της μάνας της ήταν συνεχώς βουρκωμένα. Ο ήλιος ξεμύτιζε στον ουρανό. Οι τουρίστες λιάζονταν στα βράχια . Κάποιος έπιασε την τσαμπούνα . Άρχισε  το τραγούδι.

Γύρισε καραβάκι μου, άκουσε τον πόνο μου

Φέρε μου το παιδί  μου, γιατί έχω μείνει μόνος μου.

 

Υστερόγραφο: στις σημερινές  μαμάδες που λόγω κρίσης ξαναμπαίνουν στο κάδρο της μετανάστευσης , των αποχαιρετισμών και των προσδοκιών.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.