ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Panepistimio

Τη λένε Νούρα. Σχεδόν δεκάξι. Μιλάει αγγλικά με βρετανική προφορά, διαβάζει τη Μαντάμ Μποβαρύ από το πρωτότυπο και κάνει μπαλέτο και μουσική από την προσχολική ηλικία. Στην Δευτέρα Λυκείου, η Νούρα, διάβαζε σκληρά για να μπει στην Ιατρική και ταυτόχρονα έκανε εντατικές πρόβες στη Σχολή Χορού. Κυνηγούσε υποτροφίες και όνειρα.

Η Νούρα γρήγορα μαθαίνει ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ξέρει επίσης ότι κάποιες φορές πρέπει να παλεύεις για το αυτονόητο: ένα κομμάτι ψωμί, καθαρό νερό και ένα στρώμα να ξαπλώσεις. Γνωρίζει τέλος ότι δεν θα ξαναδεί το σπίτι της, ούτε πρόκειται να ξαναβρεθεί με τις συμμαθήτριες της, να πάει σινεμά με τις φίλες της, να κάνει ψώνια στο εμπορικό κέντρο της πόλης της.
Άλλη μια μέρα, μακριά από τον τόπο της. Ανάμεσα στους χιλιάδες πρόσφυγες που πλημμυρίζουν τον σταθμό της Ειδομένης.
Πώς είναι να ζεις στο δρόμο για ένα ολόκληρο μήνα; Πόσο κάνει ένα μπουκάλι νερό; Πόσο κοστίζει η ελευθερία;

Κάτω από τον καυτό ήλιο, χιλιάδες πρόσφυγες αποκαμωμένοι προσπαθούν να βολευτούν, τρυπώνοντας για λίγη δροσιά στις αυλές. Οι πιο τολμηροί έχουν κάνει σπίτι τους τις σιδηροδρομικές γραμμές και άλλοι προσπαθούν να βρουν τα περάσματα για τα Σκόπια.
«Ε-λλά-δα», η Νούρα συλλαβίζει δυνατά. Η γλώσσα δεν μπορεί να μείνει αμέτοχη στην καθημερινότητα. Τίποτα δεν είναι ικανό να κάμψει την ελπίδα. Με τις φλόγες να φτάνουν στα σπίτια τους, οι δάσκαλοι γονείς της, άρπαξαν δυο τρία πράγματα και μπήκαν σε μια βάρκα να γλυτώσουν. Ένα φόρεμα. Το κόκκινο. Η βραδιά της πρεμιέρας. Η Νούρα το έκανε κουβάρι. Το έκρυψε στο σάκο της.
Στο Χαλέπι φυσάει. Στη χριστιανική συνοικία, Αl-jdeida τα κορίτσια φοράνε τζιν και ακούνε ευρωπαϊκή μουσική. Το σπίτι της Νούρα δυο βήματα από τα σουκ, τη φημισμένη αγορά στο Χαλέπι. Μπαίνεις και χάνεσαι στα δαιδαλώδη δρομάκια που μυρίζουν μπαχαρικά, σαπούνια και κολόνια τριαντάφυλλο. «Θα πάρετε ένα τσάι, παρακαλώ;» Ο ήλιος έχει κρυφτεί. Τούτος ο υποχρεωτικός ξεριζωμός πονάει περισσότερο και από την πληγή στο πόδι της. Στις κοινωνίες που ξεριζώνονται , η Νούρα ξέρει πως δεν αξίζει να λυπάσαι ούτε να κλαις…

Να ρωτήσω. Τι να ρωτήσω; Εκατοντάδες οι ουρές στο δρόμο για την «πολιτισμένη» Δύση. Αποχαιρετισμός στον κόσμο που άφησες πίσω. Μια ιστορική, κοσμοπολίτικη πόλη σωριασμένη σε ερείπια. Οι τζιχαντιστές ανατίναξαν μέρος του ιστορικού τείχους του Χαλεπίου, που αποτελεί παγκόσμιο μνημείο ενταγμένο στον κατάλογο της UNESCO.
Το βράδυ όταν ξαπλώνεις , τι σκέφτεσαι περισσότερο; Απλά πράγματα. Το αναμμένο πορτατίφ δίπλα στο κρεβάτι . Το Κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι . Τη θέα στην ακρόπολη από το ανατολικό παράθυρο του σπιτιού. Τον Ευφράτη. Τον ήλιο.

«Η Ελλάδα είναι πολιτισμένη χώρα». Στις 5 το πρωί , η οικογένεια της Νούρα αποβιβάζεται στη Λέσβο. Στην ίδια βάρκα μια μητέρα κρατούσε αγκαλιά το μικρό της ενώ διέσχιζαν τη θυελλώδη θάλασσα , του ψιθύριζε ότι το αγαπούσε και του χάιδευε τα μαλλιά. Όταν ξύπνησε , το νερό είχε σκεπάσει τα πόδια της. Το κύμα που χτύπαγε τη βάρκα την πονούσε, σαν να τρυπούσε με βελόνες το σώμα της.

Ήταν πολύ τρομαγμένη για να κλάψει. Η μάνα της έβαλε τις φωνές. Πού ήσουν; Σιωπή. Κάποιος την τράβηξε από τη θάλασσα. Πίσω, τα κύματα χτυπιούνταν μανιασμένα στα βράχια. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός που η Νούρα καθόταν στο όμορφο δωμάτιο της στο Χαλέπι, της Συρίας. Φορούσε μαύρο τζιν, το κασμιρένιο πουλόβερ και τα καινούργια πανάκριβα παπούτσια της , της είχαν ήδη προκαλέσει φουσκάλα στην φτέρνα.

Η Νούρα σκεφτόταν κυρίως τη στιγμή που θα τα διηγούνταν όλα αυτά σε κάποιο ξένο. Σε μια άλλη πατρίδα. Τυλίχθηκε σφιχτά στην κουβέρτα της και έκανε σκέψεις, ευχές, και όμορφα πράγματα που ήλπιζε να εισχωρήσουν στο κοιμισμένο μυαλό της.

Χιλιάδες μετανάστες πρόσφυγες εγκλωβισμένοι στο συνοριακό σταθμό της Ειδομένης. Είκοσι μόλις μέτρα από τα σύνορα, στην όχθη του ποταμού Αξιού.

Ο νεαρός Ζυλιέν «δραπέτευσε» από την κόλαση του πολέμου, τον Νοέμβριο του 2011. Όταν έφτασε στην Ελλάδα ήταν δεκάξι χρονών. Ως παράνομος μετανάστης έμεινε τρεις μήνες στον Έβρο και μετά φιλοξενήθηκε στο Κέντρο Ανηλίκων Προσφύγων της Κόνιτσας. Το μόνο που ζήτησε ήταν να πάει σχολείο. Παρόλο που δεν μιλούσε Ελληνικά, κατάφερε να παρακολουθήσει μαθήματα στο ΕΠΑΛ. Οι καθηγητές και οι συμμαθητές του έγιναν η οικογένειά του και η Κόνιτσα η νέα του πατρίδα. Τέσσερα χρόνια χρειάστηκε να μάθει Ελληνικά και να κερδίσει την πρωτιά στο ΤΕΙ Ηλεκτρολόγων Μηχανικών Πειραιά με 18:500 μόρια.

Το βράδυ όταν ξαπλώνεις τι σκέφτεσαι; «Η Ελλάδα είναι πολιτισμένη χώρα. Ήθελα να ζήσω, δεν ήθελα κοιτώντας πίσω.. να γίνω πέτρα σαν τη γυναίκα του Λοτ».

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.