ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Τράπεζες: Ξεπούλημα ή ακραία απαξίωση;

Τι έγινε τελικά στις τράπεζες; Ήταν μια επιτυχημένη ανακεφαλαιοποίηση, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση, ή οδήγησε το δημόσιο σε τεράστιες ζημιές δισεκατομμυρίων, όπως πολλοί υποστηρίζουν; Έχουν νόημα οι κατηγορίες περί ξεπουλήματος και σκόπιμου «αφελληνισμού» των τραπεζών; Μάλιστα ο νέος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δηλώσει ότι θα προχωρήσει στη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για να διερευνήσει αν ο αφελληνισμός των τραπεζών έγινε από «μνημειώδη αδεξιότητα ή βάσει σχεδίου».

Είναι γεγονός ότι το καλοκαίρι του 2014 η χρηματιστηριακή αξία των τεσσάρων συστημικών τραπεζών είχε ανέλθει στα 33,4 δισ. ευρώ ενώ στο τέλος Νοεμβρίου οι τιμές με τις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι αυξήσεις κεφαλαίου στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης αντιστοιχούν σε αξία …747 εκατ. ευρώ. Χάθηκαν σχεδόν 33 δισ. ευρώ.

Όμως όσο και αν τα νούμερα «ζαλίζουν», οι τράπεζες δεν ξεπουλήθηκαν: οι τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν με όρους αγοράς. Άλλα δεν μπορείς να περιμένεις και πολλά όταν πουλάς σε τιμές αγοράς περιουσιακά στοιχεία που έχουν απαξιωθεί. Και εδώ οι ευθύνες της κυβέρνησης, και ειδικά του τότε υπουργού οικονομικών κ. Γιάννη Βαρουφάκη, για την ακραία απαξίωση των τραπεζών, είναι τεράστιες.

Οι πρώτες εβδομάδες μετά τις εκλογές του περασμένου Ιανουαρίου, πέρασαν με τον κ. Βαρουφάκη να δηλώνει αριστερά και δεξιά ότι η ασθένεια της Ελλάδας «είναι ότι το πρόβλημα αφερεγγυότητας αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα ρευστότητας». Πολλοί ακαδημαϊκοί ίσως να συμφωνούσαν με την εκτίμηση αυτή ωστόσο αν η Ελλάδα αντιμετώπιζε ζήτημα φερεγγυότητας τότε αυτόματα και οι τράπεζες ήταν αφερέγγυες. Και σε αφερέγγυες τράπεζες η ΕΚΤ θα έπρεπε, βάση των κανόνων, να διακόψει τη ρευστότητα και να απαιτήσει άμεσα ότι κεφάλαια έχει χορηγήσει, κίνηση που θα προκαλούσε αυτόματα την χρεοκοπία της Ελλάδας, των τραπεζών και πιθανότατα την αποπομπή της χώρας μας από την Ευρωζώνη. Ο Βαρουφάκης, φαίνεται ότι επεδίωκε διακαώς την ρήξη ή απλά την προσοχή των διεθνών μέσων με προκλητικές δηλώσεις. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης – τραγέλαφος λειτούργησε υπονομευτικά, διέλυσε την όποια αξιοπιστία είχε απομείνει στη χώρα και την κυβέρνηση και γκρέμισε κάθε γέφυρα επικοινωνίας. Δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσει κανείς, με όλον αυτό τον όγκο δηλώσεων, τι είπε ο Βαρουφάκης. Το βέβαιο είναι ότι δεν είχε καμία δυσκολία να λέει το οτιδήποτε για κάθε περίσταση. Λίγα ενδεικτικά παραδείγματα. Στις 12 Ιανουαρίου 2015, λίγες ημέρες πριν τις εκλογές, ο Βαρουφάκης δήλωνε ότι το ενδεχόμενο η ΕΚΤ να διακόψει τη ρευστότητα προς τις ελληνικές τράπεζες τόσο πιθανό «όσο να μην ανατείλει αύριο ο ήλιος». Όταν η διακοπή της ρευστότητας πραγματοποιήθηκε κατηγορούσε την ΕΚΤ και την Ευρώπη για χρηματοοικονομικό εκβιασμό. Μια εβδομάδα μετά την υπογραφή της συμφωνίας της 20ης Φεβρουαρίου, με την οποία η κυβέρνηση Σύριζα ΑΝΕΛ, αναγνώρισε το μνημόνιο και την εφαρμογή του ο Βαρουφάκης δήλωνε ότι η συμφωνία αποτελεί φύλο συκής για την ευρωζώνη προκειμένου να εγκαταλείψει τα μνημόνια προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση θα αύξανε το ΦΠΑ (όπως προέβλεπε η συμφωνία) σε ένα άνευ σημασίας αγαθό. Δηλαδή, έτσι για τα μάτια του κόσμου. Για να κάνουμε ότι εφαρμόζουμε τη συμφωνία!

Στις 5 Απριλίου δήλωνε με αφορμή την αποπληρωμή της οφειλής της χώρας προς το ΔΝΤ ότι η Ελλάδα θα εκπληρώνει «τις υποχρεώσεις της στο διηνεκές». Δέκα ημέρες μετά δήλωσε ότι «εάν οι υποστηρικτές της σκληρής γραμμής λιτότητας στην Ευρώπη δεν υποκύψουν, η Ελλάδα δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να αθετήσει τις επικείμενες πληρωμές της για το χρέος». Το Μάιο του 2015 δήλωσε ότι αν γίνονταν δημοψήφισμα θα αφορούσε το ευρώ και στις 28 Ιουνίου διαβεβαίωνε ότι το δημοψήφισμα δεν αφορά τη συμμετοχή της χώρας στο ευρώ. Μάλιστα ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο Βαρουφάκης άλλα συζητούσε στις επαφές του και άλλα μετέφερε στην κυβέρνηση!

Αυτά και άλλα πολλά καμώματα του Βαρουφάκη διέλυσαν κάθε απόθεμα εμπιστοσύνης και οδήγησαν την επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστιάν Λαγκάρντ να κάνει την αδιανόητη, εξαιρετικά ταπεινωτική προς τη χώρα μας, δήλωση: «για να γίνει διάλογος πρέπει να υπάρχουν ενήλικες στο δωμάτιο». Το πρόβλημα δεν είναι μόνον η άνευ προηγουμένου, ταπεινωτικές, δηλώσεις αλλά ότι όσο ο Βαρουφάκης «διαπραγματεύονταν» το τραπεζικό σύστημα σκόρπιζε στους τέσσερις ανέμους υπό το βάρος της αβεβαιότητας και της ανησυχίες για τις επιπτώσεις μιας ρήξης. Στο εφτάμηνο Ιανουαρίου - Ιουλίου της «ηρωικής» διαπραγμάτευσης οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά 40 δισ. ευρώ οι μεγαλύτερες απώλειες καταθέσεων από το ξέσπασμα της κρίσης το 2009.

Εν τέλει η κυβέρνηση, λίγο πριν υπογράψει το τρίτο μνημόνιο, αναγκάστηκε να προχωρήσει στην επιβολή κεφαλαιακών περιορισμών και κατόπιν συμφώνησε για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Ωστόσο τα capital controls δεν είναι κάτι απλό. Κάτι που μερικές φορές συμβαίνει.

Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν μια και μόνο αξιολόγηση για τράπεζες που βρίσκονται σε καθεστώς κεφαλαιακών περιορισμών: D. Tο D έρχεται από το default (χρεοκοπία). Με λίγα λόγια οι ελληνικές τράπεζες για τους ξένους επενδυτές ήταν σε καθεστώς χρεοκοπίας και αυτές τις χρεοκοπημένες τράπεζες η κυβέρνηση ανακεφαλαιοποίησε.

Οι τράπεζες βγήκαν στις αγορές για να σηκώσουν περίπου 5 δις. με αξιολόγηση χρεοκοπίας. Αυτό εν πολλοίς εξηγεί πως τα 33,4 δισ. ευρώ έγιναν 747 εκατ. ευρώ. Δεν υπήρξε ξεπούλημα. Υπήρξαν πολλά μεγάλα λάθη που οδήγησαν στην πλήρη απαξίωση των τραπεζών.

Ο Γιάννης Παπαδογιάννης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Μόλις κυκλοφόρησε το νέο του βιβλίο «Από το Μεγάλο Πάρτι στη Χρεοκοπία – 2009-2015: Δημαγωγία και μοιραίες επιλογές» (Εκδόσεις Παπαδόπουλος).

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.