ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Η επανεφεύρεση της πολιτικής

Είναι γνωστό και αποτελεί ευρεία πεποίθηση οτι  ο στρατηγικός (ευρωπαϊκός) προσανατολισμός της χώρας, στη μεταπολεμική περίοδο, είναι έργο των αστικών  πολιτικών δυνάμεων. Ιδίως αυτών, οι οποίες καταχωρίζονται στην εκδοχή του "ριζοσπαστικού φιλελευθερισμού" και του "δημοκρατικού κέντρου". Προφανώς η εξέλιξη αυτή συνιστά "παράγωγο" του συσχετισμού των δυνάμεων, αλλά επίσης και επιλογή ως "στρατηγικής του έθνους". Παρά ταύτα, η πολιτική αυτή "σκιάζεται" -κατά καιρούς- από την ύπαρξη ενός "κλειστού κρατικού συστήματος",  δια του οποίου επιδιώκεται και τελείται, εν μέρει, η αναπαραγωγή του πολιτικού και κοινωνικού status quo.

Η συμβολή της  "κινηματικής σοσιαλιστικής" πτέρυγας του πολιτικού συστήματος, ως πλέον ύστερης (χρονικά)
διάστασης αυτής της στρατηγικής, διακρίνεται κυρίως για τη προσπάθεια συμβολής στην ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης.  Ταυτοχρόνως όμως εγγράφεται στο "ιστορικό" της, η "ρευστότητα" των κανόνων του κοινωνικού και πολιτικού παιγνίου και η εισαγωγή στοιχείων "μικροαστικού λαϊκισμού" στη πολιτική ζωή. Κατ' αρχήν, ως "αντίδοτο" στο "κλειστό κρατικό σύστημα" και στη συνέχεια και επί της ουσίας ως δυναμικό συμπλήρωμά του.

Η αναφορά αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία δεδομένου οτι  αμφότερα, "κλειστό κρατικό σύστημα" και "μικροαστικός λαϊκισμός" αποτελούν τις πλέον καθοριστικές συνιστώσες της "κουλτούρας" του πολιτικού συστήματος. Ακόμη και ως ερμηνευτικές συνιστώσες της  συμπεριφοράς του εκλογικού σώματος σε όλη τη μεταπολιτευτική περίοδο. Αναμφιβόλως, η κατάσταση αυτή δικαίως ενοχοποιείται για μια σειρά στρεβλώσεων, οι οποίες ενδημούν εισέτι στη χώρα και επιτείνουν τα συμπτώματα της κρίσης και των "μνημονιακών" πολιτικών, για τις οποίες είναι επίσης τα κύρια αίτια.

Αν και η  διασπασμένη αριστερά αντιτίθεται "περιφερειακά και κατά περίπτωση" στη στρατηγική των αστικών δυνάμεων εμφανίζει δυσχέρειες (απο διάφορες και σύνθετες αιτίες) για την δημιουργική ενσωμάτωσή της στο πολιτικό βίο. Παρά ταύτα, επιδεικνύει σημαντική δραστηριότητα στους κοινωνικούς αγώνες και επίσης διακριτή θέση  -κατά μακρά διαστήματα- στην ιδεολογική και πολιτιστική ζωή της χώρας.

Όμως, η υψηλή ταχύτητα της διαδικασίας κοινωνικής μετάβασης, σε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο, σε συνδυασμό με την σωρευτική απαξία στη "παραγωγή" πολιτικών στη χώρα είχε (και συνεχίζει να έχει) αρνητικές  επιπτώσεις στη ποιότητα των θεσμών και τη λειτουργία της δημοκρατίας.

Συνακόλουθα, η διαβρωτική επίδραση της "ευχερούς" -δια του δανεισμού- (ψευδο)ανάπτυξης και δι' αυτής η υπονόμευση της διαγενεακής αλληλεγγύης καθίστανται πλέον οδυνηρά ορατές. Ταυτοχρόνως με την εμφάνιση της κρίσης και τη κατάρρευση του  "μύθου" της μεταπολιτευτικής κοινωνίας της (εύκολης) αφθονίας.

Στην εξέλιξη αυτή η "όλη" αριστερά (ιστορική, ριζοσπαστική, ανανεωτική, μεταρρυθμιστική), παρά τη πολυδιάσπασή της, αναδεικνύεται -σε άλλοτε άλλο βαθμό- παρούσα με τη ρητορική και ενίοτε μαξιμαλιστική  παρενόχληση του αστικού  (ευρωπαϊκού) υποδείγματος "εκσυχρονισμού" και ανάπτυξης. Αλλά δεν είναι σε θέση να διατυπώσει ενα πλήρες και ευρέως αποδεκτό, στο εθνικό ακροατήριο, αντί-"παράδειγμα" στο πλαίσιο του "νέου" κόσμου  της ραγδαίας διεθνοποίησης του κεφαλαίου (κυρίως) και της εργασίας.

Στο πλαίσιο αυτό, η πολιτική και οικονομική αριθμητική της συγκυρίας, καταδεικνύουν οτι η χώρα αδυνατεί  να αντιμετωπίσει τα πλήγματα της κρίσης τα οποία επιδεινώνονται από τις "μνημονιακές" πολιτικές. Η διευρυνόμενη κοινωνική κόπωση οδηγεί ταχέως σε  πλήρη αποδιοργάνωση της οικονομίας και αποδόμηση της κοινωνικής συνοχής. Ενδεχομένως, περικλείει κινδύνους για    βλάβες -εθνικής κλίμακας- εξ αιτίας και της αρνητικής συνδρομής των γεωπολιτικών μεταβολών στην ευρύτερη περιοχή.

Η καθοδική σπείρα των ατελέσφορων "μνημονιακών" πολιτικών, εχει προσθέτως επαναφέρει -για ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού- στην πολιτική agenda το ζήτημα του "νομισματικού στραγγαλισμού" της χώρας και εμμέσως πλην σαφώς την ανάγκη αναδιάταξης των οικονομικών σχέσεών της.

Στις συνθήκες αυτές, αποτελεί πολιτική προτεραιότητα η διάσωση της οικονομίας  και η στήριξη της κοινωνικής συνοχής, (αμφότερα  σε μείζονα κίνδυνο) ώστε να καταστεί δυνατή η επαναθεμελίωση της χώρας.

Κατά συνέπεια, η πρόκληση για τη κυβέρνηση της αριστεράς (αλλά κυρίως για την "όλη" αριστερά) είναι η ανάληψη του ιστορικού βάρους και της πολιτικής ευθύνης για τη εκκίνηση μιας συναινετικής διαδικασίας εθνικού συναγερμού και κοινωνικής έγερσης. Βεβαίως, με βάση ένα "νέο κοινωνικό και οικονομικό κοινό πρόγραμμα" στο όνομα του λαού και του έθνους.

Ειναι προφανές οτι το εγχείρημα οφείλει να περικλείει τις ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις του κοινωνικού φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας και δεν μπορεί να αρκείται σε υποκατάστατα αυτών, για την κάλυψη προσωρινών αναγκών πολιτικού χειρισμού και ευκαιριακής χειραγώγησης των πολιτικών εξελίξεων.

Το εγχείρημα είναι εξαιρετικά δυσχερές και προαπαιτεί την ολική επαναφορά στις πολιτικές και ηθικές αξίες της αριστεράς. Ακόμη,  προϋποθέτει την απαλλαγή απο τη παγίδευση και το πειρασμό ενός "κλειστού κρατικού συστήματος" και κυρίως του βρόγχου του "μικροαστικού λαϊκισμού", οι θιασώτες των οποίων έχουν εισπηδήσει (ή επιχειρούν να εισπηδήσουν) εντός της αριστεράς  και ως εκ τούτου αλλοιώνουν τη φύση και το χαρακτήρα της πολιτικής πρακτικής της.

Η εκδοχή αυτή επισημαίνει την ανάγκη μιας νέας αρχιτεκτονικής στη πολιτική ζωή και την οργάνωση της χώρας (αλλά και της αριστεράς) η οποία υπερβαίνει τα υφιστάμενα όρια. Ακόμη, αναδεικνύει οτι η κοινωνική αλλαγή -δια των διαρθρωτικών αλλαγών- προαπαιτεί τη θεμελίωσή της στην αναζήτηση ενός τεκμηριωμένου και ρεαλιστικού κοινού προγράμματος κοινωνικής και οικονομικής ανάταξης της χώρας.

Η υπέρβαση των συμβατικών πολιτικών ορίων αποτελεί την αναγκαία συνθήκη και η προγραμματική σαφήνεια την ικανή τοιαύτη, για την ανασυγκρότηση της χώρας.

Είναι αλήθεια οτι η "όλη" αριστερά υπήρξε για μακρά περίοδο "παθητική" και ταυτόχρονα "υπερτονική" σε μια ιδιότυπη "κεντρομόλο" (δηλαδή εσωστρεφή) πολιτική στάση. Κατά συνέπεια, χωρίς τις κατάλληλες ευκαιρίες (ή με την απώλεια αυτών), δυσχεραίνεται  να οικοδομήσει μια προγραμματική πρόταση υπεράσπισης των, μη ευνοημένων, κοινωνικών τάξεων και ομάδων στο όνομα όμως ολόκληρης της κοινωνίας και του έθνους.

Η (μερική) αποδόμηση του αστικού πόλου του πολιτικού συστήματος -παρά το προσωρινό  και μεταβατικό χαρακτήρα της- είναι αποτέλεσμα της αποτυχίας της μεταπολιτευτικής πρότασης, αλλά δεν μπορεί να εκληφθεί ως ενα ευκαιριακό σύμπτωμα για πολιτική κερδοσκοπία. Στη πραγματικότητα επισημαίνει  ένα ιστορικό  καθήκον για την "όλη" αριστερά, η οποία οφείλει (ομού μετά των άλλων πολιτικών δυνάμεων) να επωμισθεί στο όνομα του έθνους και του λαού την ανασυγκρότηση της χώρας . Εξ άλλου, αυτό είναι το οφειλόμενο χρέος  έναντι της κοινωνίας και της χώρας, η πλημμέλεια του οποίου απειλεί να "φορτώσει" στην αριστερά (αδίκως) ένα ιστορικό στίγμα.

Εν κατακλείδι, εξ αιτίας των άκρως περιοριστικών συνθηκών της συγκυρίας,αλλά και της οριακής κατάστασης της χώρας, η κατεύθυνση δεν μπορεί παρά να είναι η πολιτική σύνθεση εντός της αριστεράς και εντός του συνόλου του πολιτικού συστήματος, στο όνομα του λαού και του έθνους.

Εξ άλλου, η μακρά περιπέτεια του πολιτικού (συγκρουσιακού) παιγνίου θέσης - αντίθεσης (με εναλλασσόμενους και εκ περιτροπής ρόλους) απεδείχθη -στη περίοδο των "μνημονίων"- κατάφωρα ατελέσφορη και ενδεχομένως καταστροφική. Είναι πλέον η στιγμή της εθνικής και κοινωνικής σύνθεσης και είναι επίσης ο δρόμος της αριστεράς να εργασθεί προς αυτή τη κατεύθυνση.

Η αναζήτηση της σύνθεσης στη παρούσα συγκυρία είναι η επανεφεύρεση της πολιτικής.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.