ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Στον απόηχο της αξιολόγησης PISA: Αλλαγές στην εκπαίδευση: ανεκπλήρωτες προσδοκίες

Κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης και για μεγάλο χρονικό διάστημα επικράτησε μια μεταρρυθμιστική ατζέντα αλλαγών στην εκπαίδευση. Οι αλλαγές κάλυπταν μια ευρεία θεματολογία: Από την αύξηση των ευκαιριών μάθησης («μαζικοποίηση» της εκπαίδευσης, ολοήμερα σχολεία, ένταξη μαθητών ειδικών αναγκών κ.α.) μέχρι αλλαγές στα προγράμματα σπουδών, τα βιβλία καθώς και άλλες διοικητικές-οργανωσιακές αλλαγές.

Οι παραπάνω παρεμβάσεις στο βαθμό που υλοποιήθηκαν, αποτέλεσαν σημαντική εξέλιξη σε σχέση με προγενέστερες περιόδους. Δεν κατάφεραν όμως να επιδράσουν αποτελεσματικά σε αυτό που αποτελεί τη θεμελιώδη επιδίωξη των αλλαγών: Την αλλαγή στη διδασκαλία-μάθηση. Παρά τις σχετικές προσπάθειες ο πυρήνας της μαθησιακής λειτουργίας παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτος. Οι εκπαιδευτικοί κατά το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς τους μιλούν, ερωτούν, εξηγούν ενώ οι μαθητές ακούν, απαντούν και διαβάζουν. Η αποστήθιση και η «φροντιστηριοποίηση» της γνώσης εξακολουθούν να κυριαρχούν-τα διαχρονικά αποτελέσματα της αξιολόγησης PISA αποτελούν μια ένδειξη των προβλημάτων αυτών.

Με άλλα λόγια δεν επιτεύχθηκε σε σημαντικό βαθμό η βασική προτεραιότητα, να αλλάξει ο προσανατολισμός του σχολείου- από την επικέντρωση σε παιδαγωγικές μετάδοσης και απομνημόνευσης, σε παιδαγωγικές σχέσεις που στηρίζονται στην κατανόηση των διαδικασιών σκέψης όλων των μαθητών και στην ικανότητά τους να μαθαίνουν ώστε να χρησιμοποιούν τις ιδέες στα περιβάλλοντα των προβλημάτων της πραγματικής ζωής.

Η δυσκολία σύνδεσης σημαντικών ιδεών μεγάλων κοινωνικών επιπτώσεων, με το μικρόκοσμο των διδακτικών-μαθησιακών πρακτικών στο σχολείο και στις τάξεις, δεν αποτελεί αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Εμφανίζεται στον διεθνή χώρο ως βασικό πρόβλημα αν και με διαφορετικές διαβαθμίσεις ως προς την ένταση και τους τρόπους αντιμετώπισής του.

Η σχετική βιβλιογραφία των εκπαιδευτικών αλλαγών είναι εκτεταμένη, αλλά φαίνεται ότι συγκλίνει στη διαπίστωση ότι ένα βασικό αίτιο της αδυναμίας των αλλαγών να μετασχηματισθούν σε πρακτικές μάθησης, είναι η αδυναμία κατανόησης του τρόπου που οι πρακτικές αλλάζουν. Ειδικότερα οι σχεδιασμοί των αλλαγών δεν συνδέονται με θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο που η γνώση δημιουργείται και τους τρόπους που μαθητές και εκπαιδευτικοί αλληλεπιδρούν γύρω από τη γνώση.

Η «γνώση και η διαχείριση των αλλαγών» είναι ένα συστατικό στοιχείο της βελτίωσης της εκπαιδευτικής πράξης. Οι ιδέες δεν εμπεδώνονται στην πράξη από μόνες τους. Oι παλιές κατακόρυφες «αλυσίδες εντολών και ελέγχων» δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην πολυμορφία της εκπαιδευτικής πράξης. Η εμπειρία διδάσκει ότι σημαντικές ιδέες για αλλαγές, χωρίς ιδέες για το πώς θα εφαρμοσθούν είναι σπαταλημένες ιδέες. Χρειάζονται νέες συμμετοχικές στρατηγικές και εργαλεία σχεδιασμού με επίκεντρο τη διδασκαλία-μάθηση όπως εξωτερικά δίκτυα υποστήριξης των εκπαιδευτικών-σχολείων, εσωτερικές δομές επικοινωνίας και κινήτρων, αλληλοτροφοδότηση, αξιολόγηση και αναπαραγωγή επιτυχών πρακτικών, παραδείγματα εφαρμογής, πιλοτικές εφαρμογές και διαδικασίες σταδιακής επέκτασης κ.α.

Η παραπάνω ανάλυση, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα στις σημερινές εξελίξεις της παγκόσμιας διασύνδεσης και της δικτυακής τεχνολογίας. Νέες αρχιτεκτονικές παραγωγής νοήματος αναδύονται, η μάθηση, η δράση και η προσωπική-κοινωνική ζωή αποτελούν μια αδιαίρετη ενότητα-για πρώτη φορά ίσως στην εξέλιξη των εκπαιδευτικών συστημάτων. Λόγω της πολυμορφίας της ζωής και των συνεχών αλλαγών, η μάθηση μετατοπίζεται όχι μόνο στο «τι γνωρίζω αλλά κυρίως στο τι μπορώ να κάνω με αυτά που γνωρίζω». Συνέπεια αυτής της μετατόπισης είναι η σύνδεση της μάθησης με τη δράση/πράξη για τη ζωή-δράση με σκέψη και σκέψη με δράση.

Η μάθηση για το σχεδιασμό της προσωπικής- κοινωνικής ζωής δεν περιορίζεται μόνο στην απόκτηση «δεξιοτήτων για όλους».

Περιλαμβάνει επίσης την κατανόηση του τι συμβαίνει σε ένα σύνθετο, διαρκώς μεταβαλλόμενο ανθρώπινο και τεχνικό περιβάλλον πρακτικών του πραγματικού κόσμου και πως μπορεί κανείς να ανταποκριθεί και να τον μεταβάλλει. Η προσέγγιση αυτή απευθύνει ερωτήματα στο εκπαιδευτικό σύστημα όπως η επικέντρωση στα ουσιώδη της μάθησης αντί της συσσώρευσης ύλης και μαθημάτων, στις απαραίτητες διασυνδέσεις- ενοποιήσεις διδακτικών αντικειμένων, την εμβάπτισή τους στην κριτική σύνδεση με την πραγματική ζωή, τις αντίστοιχες αλλαγές στα αξιολογικά συστήματα, το ρόλο των εκπαιδευτικών ως σχεδιαστών του εκπαιδευτικού έργου στο πλαίσιο μιας συνεργατικής μάθησης κ.α.

Τα παραπάνω στοιχειοθετούν μια ευρείας έκτασης αλλαγή στην εκπαίδευση. Το ερώτημα είναι αν η σχεδιαστική ικανότητα των αλλαγών μπορεί να σηκώσει το υπερβολικό φορτίο μιας σειράς εκτεταμένων και σύνθετων αλλαγών. Δεν υπάρχουν δυστυχώς έτοιμες συνταγές, ούτε καθορισμένες πρακτικές θεωρίες αλλαγών.

Ωστόσο η εξέλιξη της τεχνολογίας των αλλαγών προσφέρει εργαλεία και διαδικασίες που εστιάζουν στην ενθάρρυνση και υποστήριξη, την πρόσβαση σε εξειδικευμένη γνώση για την οικοδόμηση των ικανοτήτων, στη διάθεση χρόνου για την εκπλήρωση νέων καθηκόντων, χρόνου για την παρατήρηση άλλων εκπαιδευτικών που κάνουν τα ίδια πράγματα, στην αξιοποίηση της κατακτημένης εμπειρίας των εκπαιδευτικών κ.α.

Καθώς βρισκόμαστε στο επίκεντρο μιας δεινής οικονομικό-κοινωνικής κρίσης με εφιαλτικά ποσοστά ανεργίας των νέων, η προσδοκία μιας «νέας μεταπολίτευσης» κατά ορισμένους ή μιας «ύστερης μεταπολίτευσης» κατά άλλους έχει να αντιμετωπίσει το διακύβευμα: τη μετάβαση από τις εύκολες ρητορείες των ανεκπλήρωτων “μεταρρυθμιστικών” υποσχέσεων , σε ένα πραγματιστικό σχεδιασμό που γνωρίζει τις δυσκολίες και επικεντρώνεται στον θεμελιακό στόχο του μετασχηματισμού της διδασκαλίας-μάθησης στα σχολεία με επίκεντρο τη μάθηση για όλους.

O Χρήστος Δούκας, είναι δρ. εκπαιδευτικής πολιτικής, πρώην ΓΓ Διαβίου Μάθησης

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.