ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ
ΒΑΣΙΛΗΣ
ΝΑΣΤΟΣ
Οι ανεμόμυλοι και οι δράκοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
Στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του ο πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, αφού έκανε λόγο για το –καθιερωμένο, πλέον, στο στόμα σχεδόν όλων των πολιτικών- «άλμα προς τα εμπρός» που αναμένεται να κάνει η χώρα, ανέφερε και ότι το 2017 θα είναι έτος «τομή» στο χώρο της εκπαίδευσης. «Για να ξεφύγουμε επιτέλους από ένα σχολείο-εξεταστικό κέντρο και να υλοποιήσουμε το πάγιο αίτημα για ελεύθερη πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση». Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει δείξει την πρόθεσή της για αλλαγές στο χώρο αυτό, από Υπουργίας κ. Φίλη. Αυτό όμως που πρέπει να προσέξει είναι ότι η έννοια «μεταρρύθμιση» δεν ταυτίζεται απαραίτητα με κάτι θετικό και γόνιμο.
Ο Υπουργός, κ. Γαβρόγλου, σε πρόσφατη επιστολή του προς τους «θεσμούς», επικαλέστηκε την ανάγκη μεταρρύθμισης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καταφερόμενος στο κείμενό του ενάντια στα φροντιστήρια και τονίζοντας ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει ένα καίριο χτύπημα εναντίον τους. Συγκεκριμένα, τα φροντιστήρια κατονομάστηκαν ως η «σκιώδης εκπαίδευση» στη χώρα, ενώ κατηγορήθηκαν για τον «καταστροφικό και αλλοτριωτικό τους ρόλο στην εκπαιδευτική διαδικασία», για «νόθευση της πραγματικής εικόνας της εκπαίδευσης» και «υποβάθμιση του ρόλου του σχολείου». Για τους παραπάνω λόγους κρίθηκε αναγκαίος ο «περιορισμός του ρόλου της παραπαιδείας, η οποία, ιδιαίτερα στη λυκειακή βαθμίδα, λειτουργεί ανταγωνιστικά και υπονομευτικά στο Λύκειο». Με κάθε σεβασμό προς τον κ. Υπουργό, η ανάγνωση της κατάστασης αναφορικά με τα προβλήματα στο χώρο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με τον τρόπο και με τη λογική που επιχειρήθηκε, δεν φανερώνει θάρρος, αλλά ατολμία. Η δαιμονοποίηση του εύκολου στόχου είναι ένα εύκολο μέσο να «θολώσει» κανείς τα νερά και να αποπροσανατολίσει από το πραγματικό πρόβλημα που είναι οι δομικές, πλέον, και σοβαρές δυσλειτουργίες στο χώρο της δημόσιας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και η εν γένει νοοτροπία.
Το ότι ο θεσμός των φροντιστηρίων και των ιδιαιτέρων μαθημάτων, που χρόνια τώρα επικοινωνούνται σκόπιμα από τους αρμόδιους φορείς ως «παραπαιδεία», αποτελεί μια παθογενή ανωμαλία του εκπαιδευτικού συστήματος, κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί. Ούτε όσοι εργάζονται ή δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στο χώρο αυτό. Όταν, όμως, κατονομάζει κανείς την πάταξη της παραπαιδείας ως «σκοπό», τότε βρίσκεται ενώπιον ενός λογικού σφάλματος, τη σύγχυση του «σκοπού» με το «αποτέλεσμα». Η παραπαιδεία δεν προέκυψε ως αυτοφυές πρόβλημα, ούτε ως παράσιτο, αλλά ως αναγκαιότητα που πηγάζει από την υψηλή ανταγωνιστικότητα που δημιουργεί ο θεσμός των Πανελλαδικών, στον οποίο είναι προσανατολισμένο το εκπαιδευτικό οικοδόμημα συνολικά, και από την ανεπάρκεια του ίδιου του σχολείου να καλύψει τις σχετικές ανάγκες των μαθητών. Προκύπτει, επίσης, και από την αλλοτρίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε χρησιμοθηρική διαχείριση της διδακτέας (ή, καλύτερα, εξεταστέας) ύλης. Τα φροντιστήρια γεννήθηκαν για να καλύψουν αυτό το κενό, αλλά και για να συνδράμουν στην αναγκαία, δυστυχώς, εντατικοποίηση της μελέτης των μαθητών. Η περιθωριοποίηση της παραπαιδείας, λοιπόν, δεν θα μπορούσε παρά να είναι το «αποτέλεσμα» μιας –αναγκαίας- εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που «σκοπό» θα έχει τη βελτίωση της λειτουργίας του δημοσίου σχολείου και τη ριζική αλλαγή του εξεταστικού συστήματος.
Όσο κανείς δεν παραδέχεται, όμως, ότι η σχολική εκπαίδευση απαξιώνεται συστηματικά και προοδευτικά από τους μαθητές και τους γονείς, με αμέριστη την ευθύνη των ίδιων των εκπαιδευτικών, και ότι η σχολική γνώση, ειδικά στο Λύκειο, αποκτά διαρκώς και περισσότερο χαρακτήρα τεχνοκρατικό, με έμφαση στην εξειδίκευση και την απομείωση της αξίας της σφαιρικής γνώσης, τόσο η όποια εξυφαινόμενη μεταρρύθμιση θα είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Γιατί οι προθέσεις, που κατά καιρούς προβάλλονται, μπορεί να είναι θετικές και γόνιμες, συντρίβονται όμως στην ανικανότητα και στην προχειρότητα της τελικής υλοποίησης. Ένα απλό παράδειγμα είναι η φετινή μετατόπιση των πανελλαδικών εξετάσεων μετά τις «ενδοσχολικές». Όποιος, όμως, δεν αντιλαμβάνεται ότι με αυτόν τον τρόπο τα λεγόμενα «ενδοσχολικά» και στη συνείδηση των μαθητών –τουλάχιστον- «δευτερεύοντα» μαθήματα ευτελίζονται ακόμα περισσότερο ζει στη δική του πραγματικότητα. Εκτός αν κανείς θεωρεί ότι οι πανελλαδικώς διαγωνιζόμενοι μαθητές θα «χάσουν χρόνο» διαβάζοντας Θρησκευτικά ή Ιστορία, όταν θα μπορούν να αξιοποιήσουν το χρόνο αυτό για ακόμα καλύτερη μελέτη και αποστήθιση των «χρήσιμων» μαθημάτων.
Χρειάζονται πολλά περισσότερα από φιλόδοξες διακηρύξεις και έντιμες προθέσεις για τη βελτίωση της κατάσταση στο χώρο. Πάνω από όλα χρειάζεται ουσία και εντιμότητα. Είναι αναγκαίος ένας ειλικρινής και στοχευμένος διάλογος. Αυτός που προηγήθηκε με επικεφαλής τον κ. Λιάκο φάνηκε ατελέσφορος, «ζαλισμένος» ανάμεσα στην ισοπέδωση της διαφορετικότητας των αναγκών των διαφόρων βαθμίδων της εκπαίδευσης και σε γενικευτικού τύπου ρητορικά συμπεράσματα. Η αποστασιοποίηση της σημερινής ηγεσίας του Υπουργείου από τα αποτελέσματα του διαλόγου αυτού αποτελεί έμμεση παραδοχή του εσφαλμένου του προσανατολισμού. Χρειάζεται η συμμετοχή όλων των φορέων για ένα διάλογο «από τη βάση» του εκπαιδευτικού συστήματος, για να αναζωογονηθεί το δημόσιο σχολείο. Η γνώμη αυτόκλητων ειδημόνων δεν μπορεί να υποκαταστήσει αυτήν των εκπαιδευτικών που ζουν τις αγωνίες των παιδιών, τους προβληματισμούς τους. Για αυτό το λόγο, η όποια επιδίωξη εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης θα πρέπει να γίνει πρωτίστως με γνώμονα την άποψη των ίδιων των εκπαιδευτικών που καλούνται να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες και τις προκλήσεις που βιώνουν. Και στους εκπαιδευτικούς αυτούς απαραίτητο είναι να συμπεριληφθούν και οι «παραεκπαιδευτικοί», οι οποίοι αποτελούν σταθερούς συνοδοιπόρους των μαθητών και, σε μεγάλο βαθμό, κυματοθραύστες των παθογενειών του σχολείου, ενός σχολείου που αποτελεί στόχο ζωής για τους περισσότερους από αυτούς.
Το θετικό είναι ότι παρατηρείται επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ μια έντονη κινητικότητα στο χώρο της εκπαίδευσης. Και είναι θετικό, γιατί μόνο έτσι μπορεί να βγει το δημόσιο σχολείο από την κινούμενη άμμο στην οποία βρίσκεται σήμερα. Μόνο που η όποια κινητικότητα θέλει προσοχή, καθώς η κινούμενη άμμος παρασύρει ό,τι στέκεται πάνω της, ακόμα δε πιο γρήγορα ό,τι κινείται σπασμωδικά και βεβιασμένα.