ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Οι απαιτήσεις των δανειστών για πρωτογενή πλεονάσματα

Τελικά έχει εγκλωβιστεί το ελληνικό πολιτικό σύστημα  στη συζήτηση για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων ή έχει εγκλωβιστεί η ελληνική οικονομία στις απαιτήσεις συγκεκριμένου ύψους πλεονασμάτων στο πλαίσιο ενός προγράμματος που ο κύριος στόχος του ήταν (είναι) η μείωση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ περίπου στο 120% το 2020 -2022;

Είναι δηλαδή μια συζήτηση άνευ ουσίας , όπως επιχειρείται να παρουσιασθεί από διάφορους «σκόρπιους» αναλυτές, ή έχει  νόημα, κατ’ αρχάς,  στο  γενικό πλαίσιο της οικονομικής θεωρίας και παράλληλα στη συγκεκριμένη συγκυρία της ελληνικής οικονομίας.

Εκείνο που χρειάζεται εξ αρχής να ειπωθεί είναι ότι τα πρωτογενή αποτελέσματα (θετικά ή αρνητικά) αποτελούν συνέπειες της ασκούμενης δημοσιονομικής πολιτικής. Επίσης ότι η δημοσιονομική πολιτική αποτελεί μέσο άσκησης της συνολικής οικονομικής πολιτικής, και κατά συνέπεια χρησιμοποιείται , διακριτικά, για την επίτευξη των στόχων της ( αύξηση του ΑΕΠ, επίτευξη πλήρους απασχόλησης, ελέγξιμου πληθωρισμού, εξισορρόπηση των εξωτερικών ελλειμμάτων και δίκαιη κατανομή του εισοδήματος).

Η επιλογή του πρωτογενούς αποτελέσματοςπρώτα και κύρια ως στόχο και δεύτερον (ακόμη χειρότερο) ως μοναδικού στόχου της οικονομικής πολιτικής, είναι κατανοητό ότι  υποτάσσει όλους τους υπόλοιπους στόχους στην επίτευξη του ιεραρχικά κυρίαρχου στόχου. Επειδή στην οικονομική πολιτική , υπάρχει αλληλεξάρτηση μεταξύ των στόχων αλλά και των μέσων , η επιλογή αυτή έχει συγκεκριμένες επιδράσεις στους υπόλοιπους στόχους.

Χωρίς να προχωρήσουμε σε λεπτομέρειες (παραπέμπουμε στα εγχειρίδια της οικονομικής πολιτικής) μπορούμε να πούμε ότι η συσταλτική δημοσιονομική πολιτική (αύξηση φόρων, μείωση των δημοσίων δαπανών ή όποιος άλλος συνδυασμός μεταξύ των δύο μεγεθών) έχει συσταλτικά αποτελέσματα (ceterisparibus) στο διαθέσιμο εισόδημα , στη μείωση της κατανάλωσης , στη μείωση του παραγωγικού αποτελέσματος και του εισοδήματος. Συγχρόνως η μείωση του εισοδήματος περιορίζει τη ζήτηση χρήματος που θα πρέπει να οδηγήσει κανονικά σε μείωση των επιτοκίων. Η μείωση των επιτοκίων , θεωρητικά αποτελεί αναγκαία συνθήκη για αύξηση των επενδύσεων, αλλά όχι ικανή διότι εξαρτάται και από τη ζήτηση των αγαθών η οποία συρρικνώνεται. Δηλαδή εξαρτάται από την οριακή αποδοτικότητα του κεφαλαίου όπως έχει σημειώσει ο Keynes.

Επομένως, παρά τα όσα ακούγονται ότι δηλαδή η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος οδηγεί σε αύξηση των επενδύσεων στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Ας το εξηγήσουμε και με ένα διαφορετικό τρόπο : η δημοσιονομική συρρίκνωση επηρεάζει  τις αποταμιεύσεις. Η συρρίκνωση οδηγεί σε χαμηλότερο παραγωγικό αποτέλεσμα και ως εκ τούτου σε χαμηλότερο εισόδημα. Καθώς μειώνεται η κατανάλωση λιγότερο απ’ ότι το εισόδημα, οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις μειώνονται επίσης. Και, μπορεί να πέσουν περισσότερο απ’ ότι η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος , οδηγώντας μάλλον σε μια μείωση παρά σε μια αύξηση των επενδύσεων.

Δεν ισχύει, δηλαδή,  το γνωστό επιχείρημα  που υποστηρίζει ότι: «οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις πηγαίνουν είτε προς την κατεύθυνση της χρηματοδότησης του δημοσιονομικού ελλείμματος είτε της χρηματοδότησης των επενδύσεων. Συνεπώς μειώνοντας το δημοσιονομικό έλλειμμα μένουν περισσότερες αποταμιεύσεις προς διάθεση για επενδύσεις και έτσι αυτές αυξάνουν».(OlivierBlanchard, Μακροοικονομική, εκδόσεις Επίκεντρο, σ.132).

Το βασικό συμπέρασμα, των όσων αναφέρθηκαν προηγουμένως, είναι ότι η συσταλτική δημοσιονομική πολιτική προκαλεί συσταλτικά αποτελέσματα στο ΑΕΠ, τα οποία εντείνονται όσο οι απαιτήσεις για πρωτογενή πλεονάσματα αυξάνουν.

 

Ιστορικά, η Ελλάδα δεν έχει να επιδείξει πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους. Την περίοδο 1994-2001 η Ελλάδα κατόρθωσε να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα ύψους (ετήσιος μέσος όρος) 1,75 % του ΑΕΠ. Την περίοδο 1990-2008 το πρωτογενές έλλειμμα (ετήσιος μέσος όρος) κυμάνθηκε περίπου στο -1,0%, ενώ την περίοδο 2002-2008 (περίοδο ένταξης στο ευρώ) το πρωτογενές έλλειμμα κυμάνθηκε περίπου στο -2,0% (δεύτερη κυβέρνηση Σημίτη και οι κυβερνήσεις Καραμανλή). Το έτος 2009 (έτος που σηματοδότησε το ξέσπασμα της κρίσης) το πρωτογενές έλλειμμα άγγιξε το -10,0% (κυβέρνηση Καραμανλή).

Την περίοδο 2010-2015 ( πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής) το πρωτογενές έλλειμμα κυμάνθηκε στο 1,5% (ετήσιος μέσος όρος). Όλα τα παραπάνω εμφανίζονται στην Γραφική παράσταση 1.

Γραφική παράσταση 1

diagrama

Σύμφωνα με το ΔΝΤ ( IMF, CountryReport 16/130, May 2016 ) η μελέτη των στοιχείων σε 55 χώρες τα τελευταία 200 έτη δείχνουν ότι καμία δεν κατάφερε να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα υψηλότερο από 2,0% μετά από ύφεση στην οικονομία τους η οποία διάρκεσε περισσότερο από 5 έτη ,ενώ συγχρόνως υπήρχε  διψήφιο ποσοστό ανεργίας.

Από τις χώρες που ανήκουν στην ευρωζώνη, την περίοδο ύπαρξης του ευρώ (δηλαδή του συγκεκριμένου θεσμικού και οικονομικού πλαισίου που διέπει τη λειτουργία του ενιαίου νομίσματος και ότι αυτό συνεπάγεται), καμία χώρα δεν διατήρησε για δέκα συνεχή έτη πρωτογενή πλεονάσματα υψηλότερα του 3,5% ενώ συγχρόνως υπήρχε διψήφιο ποσοστό ανεργίας.

Η Ιρλανδία είναι η μόνη χώρα που επέτυχε συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα υψηλότερα του 3,5% για περισσότερο από μια δεκαετία, αλλά με υψηλότατους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ (1992-96 : 6,1% και 1997-2001: 9,1%). Το ποσοστό ανεργίας αντίστοιχα ήταν 13,9% (1992-96) και 6,3% (1997-2001).

Η Ελλάδα αντιθέτως παρουσίασε  συνολική μείωση περίπου 26,0% του ΑΕΠ για εννέα συνεχή έτη ,2008-2016, με την εξαίρεση του 2014 (+0,3%), και ποσοστό ανεργίας που άγγιξε και το 27,0%!!! ,ως συνέπειες του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, και από την οποία σύμφωνα με το τελευταίο πρόγραμμα απαιτούν πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για περισσότερα από δέκα χρόνια. Όμως αξίζει να υπενθυμίσουμε τι απαιτούσαν με βάση τα δύο προηγούμενα δημοσιονομικά προγράμματα που σχεδόν έχουν ξεχασθεί.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα προγράμματα αυτά, οι απαιτήσεις των δανειστών για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων , μέχρι και τον Μάρτιο του 2012 ,έφθαναν από το 2014 και μετά και στο 6,0% (  IMF, CountryReportNo 10/110 , May 2010. IMF, Country Report No 10/372, December 2010). ΑπότοΜάρτιο 2012, (IMF, Country Report No 12/57, March  2012) οιαπαιτήσειςδιαμορφώνονταιστο 4,50% (2014-2020).

Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης με τις απαιτήσεις των δανειστών, σχετικά με τα πρωτογενή πλεονάσματα, παραθέτουμε τα αντίστοιχα στοιχεία για τα πρωτογενή πλεονάσματα στις χώρες της ευρωζώνης.

 

Ευρωζώνη
Πρωτογενή Αποτελέσματα Ρυθμός μεγέθυνσης ΑΕΠ Δημόσιο χρέος/ΑΕΠ
1997-01 2,30% 2,90% 69,90%
2002-06 0,50% 1,80% 67,90%
2007-11 -1,00% 0,50% 76,50%
2012 -0,60% -0,90% 91,40%
2013 -0,20% -0,30% 93,70%
2014 0,10% 1,20% 94,40%
2015 0,30% 2,00% 92,60%
2016 0,40% 1,70% 91,60%
2017 0,50% 1,50% 90,60%

Πηγή: Economic and Financial Affairs , Economic Forecast , διάφοραέτη.

Προσοχή, τις απαιτήσεις των δανειστών υπογράφει το ΔΝΤ, το οποίο σήμερα θεωρεί ότι είναι αδύνατον η Ελλάδα να επιτύχει για μια δεκαετία , συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα ,πάνω από 3,5% ετησίως.

Τίθενται  επομένως ορισμένα ερωτήματα:

Πως συνάδουν οι τελευταίες θέσεις του ΔΝΤ σχετικά με τη δυνατότητα παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων στην ελληνική οικονομία ,με όλα όσα είχε υποστηρίξει και είχε επιβάλλει στα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής μέχρι σήμερα;

Δεδομένου ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα , λειτουργούν προ-κυκλικά , πόσο συνέβαλαν στη μεγέθυνση της κατάρρευσης του ΑΕΠ τα τόσο υψηλά επιδιωκόμενα πρωτογενή πλεονάσματα των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν στην ελληνική οικονομία;

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.