ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ
ΒΑΣΙΛΗΣ
ΝΑΣΤΟΣ
Ξεφυλλίζοντας κάποιες σκέψεις του Ουμπέρτο Έκο ένα χρόνο μετά
Κάποιες φορές αναρωτιέσαι πώς μπορείς να περιγράψεις με λόγια ό,τι έχεις ζήσει, ό,τι σε έχει σημαδέψει πνευματικά, ηθικά, αντιληπτικά. Η πρώτη σκέψη είναι ότι δεν μπορείς και απλά πρέπει να εγκαταλείψεις την προσπάθεια, για να μην δεις αποτυπωμένο ένα αποτέλεσμα που υστερεί σε σχέση με ό,τι είχες στο μυαλό σου. Και τότε υπεισέρχεται το στοιχείο της πρόκλησης. Και του χρέους, ενός χρέους που δεν ορίζεται με το στείρο υπολογιστικό πνεύμα μιας εποχής που μας επιτάσσει να αξιολογούμε ακόμα και το λόγο για τον οποίο αναπνέουμε, αλλά με βάση την ορμέμφυτη τάση να εκφραστείς και να εκφράσεις ό,τι βασανίζει το μυαλό σου. Η είδηση του θανάτου του Ουμπέρτο Έκο ένα χρόνο πριν με βρήκε κάποιο πρωινό Σαββάτου, ενώ ετοιμαζόμουν να φύγω για δουλειά. Μπορώ να πω όχι απροετοίμαστο ψυχολογικά, καθώς, θυμάμαι ακόμα, είχα πρόσφατα αγοράσει το τελευταίο του μυθιστόρημα, «Φύλλο Μηδέν», και, αποστρεφόμενος στη σύντροφό μου, είπα: «Είναι πολύ πιθανό να είναι το τελευταίο του». Διαισθητικά, κάτι μέσα μου αυτό έλεγε.
Πολλοί προτάσσουν, αναφερόμενοι στον Έκο, την ιδιότητα του ακαδημαϊκού, του σημειολόγου ή του φιλόσοφου ή, ακόμα, και του κριτικού λογοτεχνίας. Τον γνώρισα ως μυθιστοριογράφο και, μέσα από αυτήν του την ιδιότητα, προσέγγιζα πάντα και τις υπόλοιπες. Δεν θα πω το τετριμμένο ότι σημάδεψε τη σκέψη μου. Πολύ βαρύ αυτό και πολύ πρόωρο. Θα πω, όμως, ότι διαρκώς μου δημιουργούσε –και μου δημιουργεί ακόμα – έναν ειλικρινή θαυμασμό. Και απορίες, πολλές από τις οποίες δεν θα λυθούν ποτέ.
Ο Έκο διέκρινε ότι πολλές φορές η ανθρώπινη ύπαρξη βασανίζεται από την επιθυμία για μια πληρότητα που δεν έχει και που όσο επιδιώκει τόσο απομακρύνεται από αυτήν, καταλήγοντας σε διαρκή μετέωρα βήματα προς την αβεβαιότητα. Όπως ο Ρομπέρτο Ντε λα Γκρηβ, που, αφού διασώθηκε από ένα ναυάγιο, αναζήτησε ένα σταθερό σημείο, για να καταλήξει εκ νέου ναυαγός σε ένα άλλο ναυαγισμένο πλοίο, μετεωριζόμενος μεταξύ θάλασσας και ουρανού. Αδυνατώντας να διορθώσει το σήμερα, επιδιώκει να θεραπεύσει το χθες και συμπεραίνει ότι το νησί απέναντί του ανήκει στην προηγούμενη ημέρα. Επιδιώκοντας να λύσει τα αιώνια ανθρώπινα προβλήματα, αδιαφορεί για το παρόν και η αναζήτηση των απαντήσεων θα γίνει μια προσπάθεια καταδικασμένη στην αποτυχία. Το «νησί» ήταν, όμως, το ανερμήνευτο και τρομακτικό σήμερα.
Ο Έκο φοβήθηκε τη σημερινή κοινωνία, την άσκοπη περιπλάνηση σε έναν κόσμο χαοτικό, σε μια κοινωνία που, μέσα στο παγκοσμιοποιημένο απρόσωπο, κινείται σε ένα νεφέλωμα. Μέσα σε ένα διαρκώς ενισχυόμενο αυστηρό τεχνοκρατικό πλαίσιο, δίνει βήμα στους ηλίθιους σκόπιμα, για να θολώσει το λόγο όλων όσοι έχουν κάτι να πουν. Είδε μια κοινωνία που επενδύει στη ρηχότητα και αρνείται να κολυμπήσει στα βαθιά, αναζητώντας εύκολες λύσεις σε ευφυολογικό περιτύλιγμα. Μια κοινωνία που βαυκαλίζεται ότι διαχειρίζεται πλήθος πληροφοριών μέσα από τις οποίες κατανοεί τον κόσμο, που επιδιώκει να γίνει σαν τον Φούνες του Μπόρχες, για να πεθάνει μέσα από το ίδιο το βάρος της δύσχρηστης υπερπληροφόρησης. Και που κάνει πράξη ό,τι ο Μπαουντολίνο είχε με θλίψη παραδεχτεί: «μπερδεύω αυτά που βλέπω με αυτά που θέλω να δω». Μέσα σε αυτήν την τύρβη της πολυσύνθετης καθημερινότητας μπερδεύει το πραγματικό με το κίβδηλο, το ηθικό με το ανήθικο και προσπαθεί, αδύναμη να δεχτεί την υπαιτιότητά της, να δημιουργήσει εχθρούς και να απενοχοποιήσει την αδράνειά της, βρίσκοντας διέξοδο στη συνωμοσιολογία και αφυπνίζοντας το κτήνος του εθνικισμού. «Ο άνθρωπος προσέχει πάντα κάτι, όταν του πεις ότι είναι με την πλάτη στον τοίχο» έγραψε ο Έκο στο «Φύλλο Μηδέν», σε μια αλληγορία για μια εφημερίδα που φτιάχτηκε για να μην εκδοθεί, αλλά για να καθορίσει πολιτικές εξελίξεις και να τρομοκρατήσει (όπως τόσες φυλλάδες των ημερών μας, έντυπες ή ψηφιακές).
Ο άνθρωπος, όταν τρομάζει, δημιουργεί στο νου του φανταστικούς εχθρούς, για να συγκαλύψει τη δική του αδυναμία, όπως ο αβάς Ντάλα Πίκολα, που, αδυνατώντας να κατανοήσει τον εαυτό του, καταδίωκε ανύπαρκτους εχθρούς, για να χαθεί μέσα σε αυτήν την παράλογη ηρωικοφανή ματαιότητα, υποδουλώμενος εθελούσια στο ψέμα.
Απαξιώνοντας τα πάντα, η κοινωνία απαξίωσε και την αξία του παρελθόντος, ισοπεδώνοντάς το σε ένα αδιαμόρφωτο νεφέλωμα, μέσα από το οποίο εξισώνονται όλα: οι αξίες, τα ιδανικά, οι υπαίτιοι και τα θύματα. Όμως, η αναζήτηση της μνήμης είναι σωτήρια, η συνειδητοποίηση ότι η ζωή είναι ένα αμάλγαμα συνειδήσεων, εμπειριών και γνώσεων και ότι η μνήμη επανέρχεται μέσα από το στροβίλισμα των εντυπώσεων του παρελθόντος, όπως μας δίδαξε ο γεράκος έμπορος βιβλίων της «Λοάνα». Και η μνήμη είναι το θεμελιώδες στοιχείο του σήμερα.
Βλέποντας την κοινωνία να παραγκωνίζει τη γνώση, ο Έκο είδε την επέλαση της εικόνας, μιας εικόνας πλασματικής και, για αυτό, τρομακτικής. Η κοινωνία περιχαρακώθηκε σε έναν αυτοθαμαζόμενο ναρκισσισμό, άρχισε να εκτίθεται δημόσια, με αξιοσημείωτη έλλειψη του αισθήματος της ντροπής, και είδε τον αυτοεξευτελισμό ως μέσο για δημόσια προβολή ή –στη χειρότερη των περιπτώσεων- για προσέλκυση «φίλων» και «followers». Το ωραίο, που τόσο ο Έκο θαύμασε, αλλά και το άσχημο, που αναδεικνύει εν τέλει το πραγματικά ωραίο, χάθηκαν μέσα στην αποθέωση του πρόστυχου. Και η αγωνία για την ερωτική αποδοχή -και την ερωτική απόρριψη- όπως την έζησαν λίγο πιο αγνά ο Ντιοταλέβι, ο Καζαουμπόν, ο γεράκος της «Λοάνα», ο Ρομπέρτο, ο Γουλιέλμος, ακόμα και αυτός ο Μπαουντολίνο ξεθυμαίνει σιγά-σιγά. Το ωραίο, όσο και αν μπορεί να είναι επίφοβο, ακόμα και καταστροφικό ή παραπλανητικό, όπως ήταν τα κοράλλια για το Ρομπέρτο, θα είναι λυτρωτικό. Το πρόστυχο, κενό και εφήμερο –ή ούτε καν αυτό.
Ωστόσο δεν έχασε την αισιοδοξία του, καθώς προειδοποίησε ότι «ποτέ δεν θα απαλλαγούμε από τα βιβλία», από τη γνώση. Πάντα, κάπου κάποιοι θα αναζητούν λίγη ποιότητα και θα μπορούν να την προπαγανδίζουν. Και τα μυθιστορήματα, τα οποία θα αποτελούν «μια πόρτα στο παλάτι του παράλογου», θα μας ασκούν και θα μας ωθούν πάντα στο κυνήγι της ουτοπίας, μέσα από την επιδίωξη της κατανόησης των έμφυτων αμφισημιών τους.
Ο Έκο είδε την ύπαρξη του ανθρώπου ως ένα ταξίδι προς την αυτοσυνείδηση, που συχνά παρασύρεται από έναν έμφυτο ενθουσιασμό στο κυνήγι του αδύνατου. Το ξύπνημα συνήθως είναι βίαιο: ο Καζαουμπόν αναμένει το θάνατο, ο Ρομπέρτο μάλλον πνίγεται, ο Ντάλα Πίκολα πεθαίνει, ο Μπαουντολίνο χάνεται στο άγνωστο. Και αυτό γιατί το ίδιο το αδύνατο είναι και άπιαστο: το περί κωμωδίας χειρόγραφο καίγεται, το ιερό δισκοπότηρο δεν ανακαλύπτεται ποτέ, η Έσχατη Θούλη και η Ιβερνία δεν ανακαλύπτονται. Ωστόσο, και εδώ σημασία είχε η αυτοπραγμάτωση μέσα από την αναζήτηση. Και η συντριβή, γιατί όχι; Άλλωστε, το άπιαστο δεν ταυτίζεται με το ανύπαρκτο.
«Ενσαρκώνουμε το ρόλο μας, άλλοι για μεγαλύτερο διάστημα, άλλοι για μικρότερο, και βγαίνουμε από τη σκηνή. Μπήκα στην ζωή, ξέροντας ότι είναι νόμος να βγω. Υπέρτατο αγαθό, όμως, είναι να κάνεις το καλό ή το κακό συνειδητά». Ο Ουμπέρτο Έκο έφυγε από την ζωή στις 19 Φεβρουαρίου 2016, 84 ετών, «πλήρης ημερών» θα πουν κάποιοι. Αλήθεια, πόσο έχει «πληρωθεί» μια ύπαρξη που ποτέ δεν σταμάτησε να ανησυχεί; Και που είχε τόσα να δώσει ακόμα; Ας είναι... Ακόμα και αν κάποιοι άνθρωποι θα έπρεπε να μένουν για πάντα εδώ, μήπως και αυτός ο κόσμος γίνει κάποτε ομορφότερος. Γιατί άλλος Έκο δεν θα γεννηθεί ποτέ. Και εδώ έγκειται η ένστασή μου προς τη διαφαινόμενη παραδοχή του Έκο για την «ιστορία που επαναλαμβάνεται». Αν και αυτό, μάλλον, συμβολικά θα το είχε πει. Αποκλείεται να το εννοούσε. Άλλωστε, λίγο κρυπτικά, ουσιαστικά το είχε γράψει: «Πώς μπορεί κανείς να περάσει μια ζωή αναζητώντας την ευκαιρία, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι η καθοριστική στιγμή, αυτή που δικαιώνει τη γέννηση και το θάνατο, έχει πια περάσει (…) και δεν πρόκειται να επιστρέψει, αλλά υπήρξε αναπότρεπτα πλήρης, εκθαμβωτική και πλουσιοπάροχη».
Ο Βασίλης Νάστος είναι φιλόλογος-εκπαιδευτικός