ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

«Μετανοείτε, έρχεται Άνοιξη»

Ποια είναι η αίσθησή σου, όταν, επιστρέφοντας από μια σαββατιάτικη θεατρική παράσταση, αντικρίζεις το αυτοκίνητό σου αναίτια «τραυματισμένο», με κλειδαριά και τζάμι σπασμένα; Σίγουρα κάτι από την ομορφιά της βραδιάς μόλις πέθανε, αφήνοντας και πάλι λίγο χώρο, για να τον καταλάβει αυτή η, εδραιωμένη τελευταία, αίσθηση της ασχήμιας που μας κατακλύζει. Αν, τώρα, αυτή η εμπειρία έλθει να προστεθεί σε μια παρανοϊκή κανονικότητα της τελευταίας περιόδου, καθώς τα τελευταία δύο χρόνια έχω δει την κλειδαριά έξι φορές σπασμένη και το τζάμι άλλες δύο, τότε, όπως είναι φυσικό, η λογική παραμερίζει και κυριαρχεί το θυμικό. Μετά από την κλασική αντίδραση –ύβρεις επί αοράτου στόχου, νεύρα ασυγκράτητα και μια γενικευμένη εκδήλωση οργής- αναγκαστικά κάνεις το μόνο που μπορείς να κάνεις: να φύγεις.

Την επόμενη ημέρα, αφού η οργή έχει καταλαγιάσει, αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που συνέβη δεν ήταν δα και τίποτα το σπουδαίο, απλά ήρθε –για ακόμα μια φορά- να αλλοιώσει λίγο την αίσθηση κάποιων όμορφων στιγμών. Άλλωστε, μόνο κάποιες υλικές ζημιές και μια ανακατωσούρα στο πρόγραμμα της εβδομάδας θα μου προκαλούσε, τίποτα άλλο. Ωστόσο, όταν ωρίμασε η αρχική αίσθηση, η οργή και η ταραχή έδωσαν τη θέση τους σε μια αόριστη θλίψη. Όταν τη Δευτέρα ήρθε ο υπάλληλος της ασφαλιστικής εταιρείας για την καταγραφή του περιστατικού, μου είπε ότι αυτό ήταν το 45ο περιστατικό της ημέρας. Τον ρώτησα αν ήταν απλά μια εξαιρετική ημέρα και μου απάντησε ότι τα περιστατικά ήταν όντως λίγο περισσότερα, λόγω του σαββατοκύριακου που είχε μεσολαβήσει. «Αλλά μην φανταστείς, τόσο πάει κάθε μέρα».

Από την εντυπωσιακή αυτή πληροφορία και από διάφορα ακούσματα από τον περίγυρό μου για αντίστοιχες μικροκλοπές και απόπειρες διαρρήξεων –ή διαρρήξεις- επαγωγικά γεννήθηκε μια σκέψη. Πώς μπορεί κάποιος να κατηγορήσει κάποιον, ο οποίος ρισκάρει να γίνει αντιληπτός, για να κλέψει 5-10-50 ευρώ σπάζοντας ένα αυτοκίνητο; Σε τι βαθμό απόγνωσης πρέπει να έχει φτάσει; Πόσο καιρό έχει να φάει; Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος και τι να περνάει στην ζωή του; Και ποια μπορεί να είναι η διαχείριση του προβλήματος αυτού; Η έξαρση της «μικροεγκληματικότητας» έχει πλέον γίνει αθόρυβα ένα φαινόμενο κοινωνικό και όχι ένα απλό στατιστικό εύρημα. Νομίζω ότι το υποβαθμίζουμε, αν το αντιμετωπίζουμε ως τέτοιο. Και η αντιμετώπισή του δεν έγκειται στην αύξηση της αστυνόμευσης. Η φτώχεια, η ένδεια, η αδυναμία εξασφάλισης των απαραίτητων για την επιβίωση μέσα από τη νόμιμη οδό –προβλήματα που γεννούν τη «μικροεγκληματικότητα»- δεν άπτονται των αρμοδιοτήτων της αστυνομίας. Είναι θέματα κοινωνικά και υπεύθυνο είναι συνολικά το κρατικό οικοδόμημα.

Πρόσφατα άκουσα ότι οι άστεγοι της Αθήνας ξεπερνούν τους 15000, χωρίς ο αριθμός να είναι επίσημα καταγεγραμμένος. Αν σε αυτούς προστεθούν και όσοι αντιμετωπίζουν πραγματικά προβλήματα επιβίωσης, οι οποίοι είναι σίγουρα πολλαπλάσιοι, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι στο πλαίσιο της Αθήνας ζει και γιγαντώνεται μια σκιερή παράλληλη κοινωνία ανέχειας, ο πληθυσμός της οποίας αγγίζει αυτόν πολλών κωμοπόλεων της Ελλάδας. Αλήθεια, πέρα από κάποια ευχολόγια, πόσες προσπάθειες έχουν γίνει, για να στηριχτούν αυτοί οι άνθρωποι; Θυμάμαι ακόμα μια κατάπτυστη δήλωση του κ. Σαμαρά πριν τις ευρωεκλογές του 2014, όταν είχε το θράσος να μιλήσει για ανάληψη προσπαθειών, για να καλυφθούν οι ανάγκες στέγασης όλων όσοι κατοικούν στους δρόμους της Ελλάδας. Αφού η χρησιμότητα της δήλωσης αυτής εξαντλήθηκε στο ευκαιριακό πλιάτσικο κάποιων ψήφων, στην πράξη δεν είδαμε ποτέ να γίνεται τίποτα.

Ακόμα και σήμερα, δύο χρόνια και κάτι μήνες μετά την άνοδο στην κυβέρνηση της Αριστεράς, εντός ή εκτός εισαγωγικών, τίποτα το ουσιαστικό δεν έχει γίνει. Το ακόμα πιο ενοχλητικό είναι η θλιβερή παραδοχή ότι «κάτι πρέπει να γίνει προς αυτήν την κατεύθυνση», που πολλές φορές συμπληρώνεται με το «και γρήγορα». Αυτή όμως η χρήση του απρόσωπου ρήματος «πρέπει» αποτελεί ακόμα μία, ακούσια έστω, προσπάθεια αποποίησης ευθυνών και μετακύλισής τους σε μια αόριστη οντότητα που ακούει στο όνομα «κράτος». Μόνο που η κατάσταση είναι τόσο έκτακτη που απαιτεί ανάληψη προσωπικής ευθύνης και γόνιμης δράσης. Η αίσθηση του χρέους, τόσο απαραίτητη σε καιρούς τόσο δύσκολους, δείχνει να έχει ξεθυμάνει και να χάνεται μπερδεμένη μεταξύ πολλών απρόθυμων διαχειριστών.

Το πρόβλημα, όμως, δύσκολα θα θεραπευτεί –ή έστω θα περιοριστεί-, όταν οι υπεύθυνοι φαίνεται να ζουν μακριά από την κοινωνία. Αυτοί προτιμούν να χαριεντίζονται με τις «φιλικές» δηλώσεις του Eurogroup, όταν αυτό διαπιστώνει «πρόοδο» της κατάστασης στη χώρα (αλήθεια, αυτοί από ποιον πλανήτη έχουν κατέβει;). Προτιμούν να εθελοτυφλούν προκλητικά (ή να προκαλούν εθελοτυφλώντας, δεν ξέρω). Άλλωστε ποιο πρόβλημα να διαχειριστεί ο κ. Φλαμπουράρης, όταν δηλώνει ότι δεν βλέπει πλέον ανθρώπους στο δρόμο να ψάχνουν τα σκουπίδια;

Υ.γ. Σήμερα, 20/03, ένας μαθητής μου μού προξένησε έκπληξη. Βλέποντάς τον να έχει μέσα στην τσάντα του ένα μπουκαλάκι νερό -και όχι στην πλαϊνή της θήκη- τού επισήμανα αυτό που διαπίστωσα ως λάθος. Πήρα όμως την αποστομωτική απάντηση ότι το βάζει εκεί, για να μην τού το κλέβουν στο δρόμο. Ένα μπουκαλάκι νερό… «Μετανοείτε, έρχεται Άνοιξη», είπε ο Διονύσης Σαββόπουλος σε μια πρόσφατη συναυλία του. Αυτό είναι όντως κάτι το ευχάριστο, καθώς η Άνοιξη πάντα θα έρχεται. Αρκεί να μην είμαστε ακόμα στο Φθινόπωρο.

Ο Βασίλης Νάστος είναι φιλόλογος-εκπαιδευτικός

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.