ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η ανακοίνωση της ΚΕ

To KKE για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967

Στην ανακοίνωση του κόμματος γίνεται αποτίμηση των εξελίξεων και των κινήσεων των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα και στην Κύπρο.

Η αποτίμηση των γεγονότων μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου που οδήγησαν στη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, των εσωτερικών και διεθνών εξελίξεων πριν και μετά την δικτατορία, η στάση των πολιτικών δυνάμεων, καθώς και η αποτίμηση της κατάστασης του εργατικού-λαϊκού κινήματος, του αντιδικτατορικού αγώνα, με ιδιαίτερη αναφορά στη δράση του ΚΚΕ, στη σημασία των αποφάσεών του και στα συμπεράσματα που εξάγει το Κόμμα, περιέχονται σε ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ, «για το στρατιωτικό πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967».

Ειδικότερα, το ΚΚΕ επισημαίνει ότι τα όσα προηγήθηκαν της δικτατορίας και όσα ακολούθησαν έως τις μέρες κατάρρευσης και παράδοσης της σκυτάλης στην αστική κυβέρνηση υπό τον Κ. Καραμανλή, αποδεικνύουν ότι «προκειμένου η αστική τάξη να διασφαλίσει την απρόσκοπτη πορεία των συμφερόντων της, δεν διστάζει να καταφύγει σε κάθε αντιδραστικό μέσο, στη χρήση οποιουδήποτε αντιλαϊκού εργαλείου».

Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα «που έβλεπε και στήριζε την ανατροπή της χούντας μέσα από την οργανωμένη πάλη της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων. Δεν την ανέθεσε στον διεθνή καπιταλιστικό παράγοντα -ευρωπαϊκό, αμερικανικό και γενικά ΝΑΤΟϊκό- ή στις εγχώριες αστικές πολιτικές δυνάμεις».

Αναφορικά με τα προηγηθέντα της 21ης Απριλίου 1967, εντοπίζοντας τις πρωταρχικές αιτίες που οδήγησαν στην στρατιωτική δικτατορία, στους κόλπους του μετεμφυλιακού αστικού πολιτικού συστήματος που διαμορφώθηκε από το 1946, και αποτιμώντας τις ενδοαστικές αντιθέσεις σε συνδυασμό με την όξυνση των διεθνών καπιταλιστικών ανταγωνισμών στην περιοχή τα επόμενα χρόνια, το ΚΚΕ αναφέρει ότι «η δικτατορία των συνταγματαρχών γεννήθηκε μέσα από την κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος και με στόχο να το βγάλει από αυτήν».

Προσθέτει, δε, πως στόχος των πραξικοπηματιών ήταν «να διαμορφωθεί ένα "υγιές" πολιτικό σύστημα, "σύγχρονο", σαφώς αντικομμουνιστικό, με βασικό πυλώνα του την "εθνικόφρονα" παράταξη και με χαρακτηριστικά "αστυνομικού κράτους". Στο πλαίσιό του θα εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία, τα αναμορφωμένα αστικά κόμματα, ενώ θα ήταν κατοχυρωμένος και ο παρεμβατικός ρόλος του στρατού στις πολιτικές εξελίξεις».

Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι το ΚΚΕ από την πρώτη μέρα επιβολής του πραξικοπήματος, ανέδειξε τις ευθύνες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, ενώ υπογραμμίζεται ότι «αυτό που καθόριζε τη στάση των ΗΠΑ, απέναντι στις κυβερνήσεις στην Ελλάδα γενικά και ειδικότερα στη χουντική σε όλη την επταετία ήταν αν με τη μια ή την άλλη μορφή τής καπιταλιστικής εξουσίας εξασφάλιζαν τα ιμπεριαλιστικά τους συμφέροντα στη Μεσόγειο, τη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική και αν εξασφάλιζαν τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην επιθετική και διαβρωτική πολιτική τους ενάντια στον ταξικό τους αντίπαλο, την ΕΣΣΔ, τα σοσιαλιστικά κράτη, τη συμμαχία αυτών των κρατών, το Σύμφωνο της Βαρσοβίας».

«Η στάση των ΗΠΑ καθοριζόταν και από τις αντιθέσεις τους με άλλα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης για τα συμφέροντά τους στη Μεσόγειο- Μέση Ανατολή» προσθέτει το ΚΚΕ, υπογραμμίζοντας τόσο το ότι «η Τουρκία ήταν το πρώτο κράτος που αναγνώρισε την χούντα», όσο και την στήριξη που παρείχαν στη δικτατορία οι ΗΠΑ.

Στην ανακοίνωση επισημαίνονται οι ομαλές σχέσεις που επιδίωξε η χούντα με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, καθώς και ορισμένες διαφοροποιήσεις, ακόμα και αντίθεση, ως προς τη ΝΑΤΟϊκή στρατηγική, χωρίς αυτή να αμφισβητείται στο σύνολό της, από τους πραξικοπηματίες.
Χαρακτηριστικά, αναφέρεται, ότι η χούντα κατά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973 επισήμως αρνήθηκε τη χρησιμοποίηση των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα που είχε δεχθεί το 1967, χωρίς ταυτόχρονα να αντιδράσει όταν οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τη βάση της Σούδας, ενώ παράλληλα προσέφερε διευκολύνσεις στη δράση του Έκτου Στόλου.

«Η τακτική που ακολούθησε η δικτατορία με φραστικές διακηρύξεις ουδετερότητας, οφειλόταν στο γεγονός ότι ισχυρά τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης είχαν οικονομικά συμφέροντα και συναλλαγές με τις αραβικές χώρες» τονίζει το ΚΚΕ.

Στην ανακοίνωση του κόμματος, σημειώνεται η ανησυχία και αμηχανία που προκάλεσε η επιβολή της δικτατορίας στην ΕΟΚ «που είχε κάθε συμφέρον να οριοθετείται κατά του σοσιαλιστικού συστήματος προβάλλοντας την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία», προστίθεται ότι τα τότε 9 κράτη- μέλη της ΕΟΚ συνέχισαν τις σχέσεις τους με την Ελλάδα, προεξαρχούσης της Γαλλίας, ενώ ως η πιο σημαντική πολιτική απόφαση θεωρείται η αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, δύο χρόνια μετά την επιβολή της δικτατορίας, με εισηγήσεις των κυβερνήσεων του Βελγίου, της Ολλανδίας και της Ισλανδίας, ενώ κάτι ανάλογο είχαν ζητήσει από το 1967 οι κυβερνήσεις της Δανίας, της Σουηδίας, της Νορβηγίας και της Ολλανδίας.

Ακόμα, σημειώνεται, ότι ο υπουργός Εξωτερικών της χούντας είχε δηλώσει ότι η Ελλάδα θα αποχωρούσε οικειοθελώς από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Σε ό,τι αφορά τη στάση της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών, η ανακοίνωση αναφέρει ότι αυτή καθορίστηκε βάσει των θέσεων: «α) εξωτερική πολιτική διατήρησης σχέσεων με τα καπιταλιστικά κράτη, ανεξαρτήτως της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης και β) η ανάπτυξη της εργατικής-λαϊκής πάλης και εξέγερσης αποτελούσε υπόθεση των εγχώριων δυνάμεων, του ΚΚ κάθε χώρας».
Το ΚΚΕ προσθέτει ότι η μη διακοπή από την ΕΣΣΔ των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων με την Ελλάδα «αξιοποιήθηκε από τα αστικά κόμματα και από το αυτοαποκαλούμενο "ΚΚΕ Εσωτερικού", την οπορτουνιστική ομάδα που αποσπάστηκε από το Κόμμα, ως προκάλυμμα για να ξεδιπλώσουν την αντισοσιαλιστική τους προπαγάνδα, να συκοφαντήσουν το ΚΚΕ».

Αναφέρει, βάσει γεγονότων και ημερομηνιών, ότι η Σοβιετική Ένωση και τα άλλα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης «εκδήλωσαν με πολλούς τρόπους την αλληλεγγύη τους στον ελληνικό λαό».

Ως προς την εσωτερική κατάσταση, το ΚΚΕ, επισημαίνει την ανυπαρξία άμεσης λαϊκής αντίδρασης στο πραξικόπημα, καθώς και την έλλειψη ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής προετοιμασίας του εργατικού-λαϊκού κινήματος, «πρώτα απ' όλα από το ΚΚΕ, αλλά και από την ΕΔΑ».
Τονίζει ότι ισχυρά τμήματα της αστικής τάξης, με πλέον εμφανές το εφοπλιστικό κεφάλαιο, στήριξαν το πραξικόπημα, ενώ τελικά η δικτατορία «στηρίχθηκε από όλα εκείνα τα τμήματα του κεφαλαίου που αναγνώριζαν τον ρόλο και τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ελλάδα, όμως ήταν ταυτόχρονα υπέρ της σύνδεσης με την ΕΟΚ, θέση που υιοθέτησε από την πρώτη στιγμή η στρατιωτική χούντα, τονίζοντας ότι ήταν αδιανόητη η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας χωρίς την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα».

Στην ανακοίνωση του κόμματος γίνεται αποτίμηση των εξελίξεων και των κινήσεων των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα και στην Κύπρο.
Σημειώνεται ότι παρά την αντίθεση μεγάλου μέρους του λαού στη χούντα, εντούτοις αυτός δεν πήρε μαζικό μέρος στην αντιδικτατορική πάλη έως το 1972, ενώ σε ό,τι αφορά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, το ΚΚΕ, υπογραμμίζει ότι το σημαντικότερο στοιχείο εκείνου του αγώνα «ήταν ότι πραγματοποιήθηκε σε πλήρη αντίθεση και ρήξη με το νομικό πλαίσιο της χούντας, τις αρχές και τους μηχανισμούς της, τους σχεδιασμούς των αστικών δυνάμεων υπέρ της χουντικής "φιλελευθεροποίησης"».

Στο κείμενο πραγματοποιείται εκτενής αναφορά στην κατάσταση του ΚΚΕ, την 21η Απριλίου 1967, το οποίο ήταν χωρίς Κομματικές Οργανώσεις στην Ελλάδα, μετά την απόφαση για διάλυσή τους και ένταξη των κομμουνιστών στην ΕΔΑ, της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ του 1958, σημειώνεται ότι παρόλα αυτά, το ΠΓ της ΚΕ του Κόμματος από την πρώτη στιγμή κάλεσε σε δράση για την ανατροπή της δικτατορίας, ενώ εξίσου εκτενής αναφορά πραγματοποιείται στην προσπάθεια συγκρότησης Κομματικών Οργανώσεων.

Υπογραμμίζεται η «σημαντική στροφή στη δράση του ΚΚΕ, μετά την 12η Ολομέλεια της ΚΕ το 1968 στη διάρκεια της οποίας έγινε η ρήξη και διάσπαση από την ομάδα του δεξιού οπορτουνισμού που στη συνέχεια συγκρότησε το ονομαζόμενο, σκοπίμως, "ΚΚΕ Εσωτερικού"».
Ως μεγάλης σημασίας γεγονός, υπογραμμίζεται, επίσης, η δημιουργία της ΚΝΕ, τον Αύγουστο του 1968.

Στην ανακοίνωση πραγματοποιείται αναφορά στο Πρόγραμμα που ψήφισε το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ, ενώ συμπυκνώνοντας την ιστορική εμπειρία, των επόμενων δεκαετιών, η ανακοίνωση, τονίζει ότι «το ΚΚ στον καπιταλισμό, πρέπει να έχει στρατηγική ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας ανεξάρτητα από τη μορφή της ή τις συνθήκες δράσης του Κόμματος (νόμιμες, ημινόμιμες, βαθιά παράνομες.) Ακόμα ανεξάρτητα αν η μορφή της καπιταλιστικής εξουσίας είναι κομματική κυβέρνηση στηριγμένη στο κοινοβούλιο ή όχι ή κυβέρνηση τεχνοκρατών ή στρατιωτικών εκπροσώπων της αστικής τάξης, σε εμπόλεμη ή μη εμπόλεμη κατάσταση».

Στο κείμενο σημειώνεται, ακόμα, ότι το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα το οποίο στις 24 Ιουλίου 1974 μίλησε σαφώς για αλλαγή ως προϊόν συμφωνίας ανάμεσα στην χούντα, τις ΗΠΑ, τους άλλους βασικούς εταίρους του ΝΑΤΟ και τους αστούς πολιτικούς με επικεφαλής τον Κ. Καραμανλή, με τον συμβιβασμό αυτόν να έχει και την έγκριση της ΕΟΚ.

Αποτίοντας φόρο τιμής στους αγωνιστές κατά της χούντας, το ΚΚΕ καταλήγει στην ανακοίνωσή του, τονίζοντας ότι θα συνεχίσει «τη μελέτη της ιστορίας του, την ανάπτυξη της εργατικής-λαϊκής πάλης στην Ελλάδα και την πολύτιμη πείρα που προκύπτει από τη δικτατορία της αστικής τάξης με όποια μορφή ασκείται και από την καπιταλιστική εκμετάλλευση σε συνθήκες ειρήνης ή ιμπεριαλιστικού πολέμου. Θα συνεχίσει να προβάλλει την ιστορική μνήμη και γνώση στις νεότερες γενιές, τα συμπεράσματα που επιβεβαιώνουν την επικαιρότητα, αναγκαιότητα και ρεαλιστικότητα της πάλης για τον σοσιαλισμό- κομμουνισμό».

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.