ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Μα καλά, είσαι ηλίθιος;

Το ακούμε συχνά, ως μια έκφραση «ειλικρινούς», πρόδηλης απογοήτευσης και απελπισίας για το διανοητικό επίπεδο όλων όσοι μας περιβάλλουν, ενίοτε –συχνά πάντως- και για αυτό των εκάστοτε κυβερνώντων. «Μα καλά, είναι ηλίθιοι, τι πάνε και ψηφίζουν;», «ε, από ηλίθιους, περίμενες κάτι καλύτερο;», «αφού μας κυβερνούν ηλίθιοι», «ο κόσμος είναι ηλίθιος», «πω ρε φίλε, όλοι ηλίθιοι είναι τελικά». Προφανώς όσοι εκστομίζουν το συγκεκριμένο χαρακτηρισμό τοποθετούν τον εαυτό τους ένα –τουλάχιστον- σκαλοπάτι ψηλότερα στην πνευματική κλίμακα και –φυσικά- θεωρούν εαυτούς αρτιότερους, ώστε να λαμβάνουν αποφάσεις για το μέλλον του τόπου. Εδώ εντάσσεται μάλλον και το γνωστό επιχείρημα που ακούμε, δίκην αστεϊσμού, αλλά με σαφή αποβλεπτικότητα: «ίσως θα ήταν καλό να κάναμε ένα τεστ I.Q., για να δούμε ποιοι μπορούν να ψηφίζουν».

Μετά την τελευταία, σκληρή και κοινωνικά άδικη, συμφωνία της κυβέρνησης Τσίπρα, η αντιπολίτευση και οι οπαδοί της αυτοαναγορεύτηκαν σε διαπρύσιους κήρυκες της ευφυΐας. «Αφού ο κόσμος είναι ηλίθιος, ας πάει να χορέψει για τη συμφωνία και πάλι στο Σύνταγμα», «”Όχι” και Τσίπρα δεν θέλει ο ηλίθιος λαός;». Μάλλον βγάζουν το άχτι τους και αυτοί, καθώς προ τριετίας (λίγο λιγότερο) αποτελούσαν οι ίδιοι τους «ηλίθιους».

Μου κάνει εντύπωση ότι, όποτε στοχοποιείται κάποιος πολίτης, πολιτικός ή κάποια κοινωνική ομάδα, ο χαρακτηρισμός «ηλίθιος» είναι αυτός που κυρίως επιστρατεύεται. Τουλάχιστον αυτή είναι η αίσθησή μου. Μια πρόχειρη αναζήτηση στο google, στις 9/4/2017, είχε τα εξής αποτελέσματα: ο (αβέβαιης ετυμολογίας) όρος «ηλίθιος» απαντάται 433.000 φορές, ο «βλάκας» 334.000, ο «ανόητος» 209.000, ο «χαζός» 156.000, ο «κόπανος» 154.000 (εδώ βέβαια η αναζήτηση πιθανότατα να αφορά και την κωμόπολη στην περιοχή της Ημαθίας), ο γελοίος «107.000». Πιο χαμηλά ο κατά πολλούς ρατσιστικός όρος «πούστης» με 104.000 φορές, ο οποίος, όμως, χρησιμεύει και ως κλητική προσφώνηση επί αγνώστου προσφωνούμενου («πω, ρε πούστη μου») και ο ανατομικής φύσεως όρος «αρχίδι» με 92.300 αναζητήσεις, ενώ το θηλυκό αντίστοιχο σπάει τα κοντέρ με 2.600.000 αποτελέσματα, αλλά εδώ μάλλον διαφέρει το περιεχόμενο αυτών που έψαχναν οι χρήστες... Παραλείπω τον όρο «μαλάκας» που εμφανίζει 616.000 αποτελέσματα (περισσότερα από τον «ηλίθιο»), καθώς αυτός αποτελεί, πλέον, στερεοτυπική κλητική προσφώνηση («έλα, ρε μαλάκα»), αλλά και ένδειξη φιλικής διάθεσης ή οικειότητας.

Η λέξη «ηλίθιος», όποτε και σε όποιον αποδίδεται κυριολεκτικά, φανερώνει την απόλυτη υποτίμηση του χαρακτηριζόμενου. Αυτός αποτελεί ένα παράσιτο που απειλεί τη συνοχή της κοινωνίας και απεικονίζει τον υπαίτιο της κοινωνικής δυσλειτουργίας. Από το αρχαιοελληνικό «ιδιωτεύειν», που χαρακτήριζε τον άνδρα –καθώς οι γυναίκες δεν αποτελούσαν ακόμα ενεργά μέλη της κοινωνίας- ο οποίος αδιαφορούσε για τα κοινά χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι έτσι αδιαφορούσε για τον ίδιο του εαυτό, μέχρι και σήμερα ο όρος «ηλίθιος» έχει χρησιμοποιηθεί για να υποβιβάσει με έμφαση ό,τι αποκλίνει από αυτό που συλλαμβάνει ως νόρμα και λογική ο πομπός. Στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, ο πρίγκιπας Μίσκιν αποτελεί, ίσως, την πιο συμπαθή φιγούρα «ηλίθιου» που έχουμε αντικρίσει. Ένα πνεύμα απαράμιλλης ειλικρίνειας και αφοπλιστικής απλότητας στο οποίο η ζωή χάρισε, μέσα από μια αρρώστια, το δώρο της αλήθειας. Ο πρίγκιπας Μίσκιν ήταν ένας άνθρωπος που, χωρίς καμία ανάγκη να υποκριθεί, δεν έλεγε ψέματα ποτέ, όμως δεν συμβάδιζε με την επιβεβλημένη αναγκαιότητα του ψεύδους, όπως επέτασσαν τα κοινωνικά στερεότυπα. Στον Τουργκένιεφ πάλι, ο «ηλίθιος» είχε επίγνωση της διανοητικής του αδυναμίας και χρησιμοποίησε την εξίσου «ηλίθια» μέθοδο της στείρας άρνησης, για να την καλύψει.

Σε πιο πολιτικό επίπεδο, η επίκληση στον «ηλίθιο» έχει καθιερωθεί από τη γνωστή προεκλογική αποστροφή του Bill Clinton «είναι η οικονομία, ηλίθιε», όπως μεταφράστηκε το «It’s economy, stupid», προς τον Bush τον πρεσβύτερο, η οποία ήταν έμπνευση του επικοινωνιολόγου James Carville. Αποτέλεσε μνημείο επιδίωξης υποτίμησης του αντιπάλου και τη διαχειρίστηκε και ο Wolfgang Schäuble, για να ειρωνευθεί τον, ανέτοιμο τότε να απαντήσει, κ. Τσίπρα: «είναι η εφαρμογή, ηλίθιε». Ο γνωστός δημοσιογράφος κ. Μπογιόπουλος τη χρησιμοποίησε ως τίτλο ενός εκπληκτικής επεξεργασίας βιβλίου, «Είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε», για να επιτεθεί σε όσους θεωρούν ουτοπική την προοπτική μιας Ελλάδας και ενός κόσμου κοινωνικής ισότητας. Κοινώς, θεωρεί «ηλίθιους» όσους θεωρούν «ηλίθιο» το δικό του όραμα. Μόνο που ο κ. Μπογιόπουλος το τεκμηριώνει –και μάλιστα ανησυχητικά καλά.

Τελικά, ποιος είναι «ηλίθιος»; Νομίζω ότι όλοι είμαστε περιστασιακά, αναλόγως του περίγυρου και του πλαισίου συζήτησης που θα κληθούμε να διαχειριστούμε. Κάποια απλά παραδείγματα: Ένας άνθρωπος που είναι σε θέση να εκπονεί ζηλευτές κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις θα αισθανθεί πιθανότατα «ηλίθιος», αν βρεθεί σε μια παρέα που θα συζητάει για το «Survivor». Το ίδιο και ένας φίλαθλος, αν του ζητηθεί να αναλύσει τις τάσεις της μόδας. «Ηλίθιος» θα είναι όποιος κληθεί να παρακολουθήσει μια ανάλυση με άξονα ένα μη οικείο μοντέλο: δεν μπορούν όλοι να αισθάνονται το ίδιο άνετα, όταν ο πυρήνας της συζήτησης είναι ο μαρξισμός, το χαϊντεγκεριανό μοντέλο, η φαινομενολογία, ο πλατωνικός ιδεαλισμός, η φιλελεύθερη οικονομική θεώρηση ή δεν ξέρω τι. Η περιστασιακή «ηλιθιότητα» είναι κάτι το λογικό και πανανθρώπινο, καθώς δεν γεννήθηκε ακόμα ο άνθρωπος που ξέρει τα πάντα, ενώ και ο Δαίμονας του Laplace παραμένει μια θεωρητική σύλληψη.

Συχνά, επίσης, χαρακτηρίζουμε κάποιον «ηλίθιο», λόγω παρόρμησης ή στιγμιαίας αλαζονείας. Ανθρώπινο και αυτό. Άλλωστε, κάθε πράξη ή σκέψη μας αποτελεί αντανάκλαση όλων όσα θεωρούμε σωστά, ηθικά ή γόνιμα, τα οποία κρίνουμε ότι πρέπει να κάνουν και οι άλλοι. Κάθε πράξη ή σκέψη αποτελεί και μια τοποθέτηση μέσα στην κοινωνία και είναι λογικό να πιστεύουμε ότι σκέφτονται λάθος όσοι κρίνουν διαφορετικά από εμάς.

Καλό είναι όμως να έχουμε συναίσθηση της πιθανής αστοχίας του χαρακτηρισμού, αλλά και την επίγνωση της δικής μας περιστασιακής «ηλιθιότητας». Ο «ηλίθιος» φανερώνει εξ αντιθέτου ό,τι πιστεύουμε πως είναι ευφυές μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Κρίνουμε σύμφωνα με την υποκειμενική μας τοποθέτηση κάποιο άλλο υποκείμενο και με βάση την υποκειμενική πάντα θεώρηση της πραγματικότητας.

Καλό επίσης είναι να υπάρχει και κάτι το πιο σταθερό: στον περιστασιακά «ηλίθιο» πιστώνουμε ότι πιθανόν να έχει καλή πρόθεση, μα λάθος πραγμάτωση, κρίση, άποψη, πληροφόρηση. Αλλά έχει επίγνωση της πιθανότητας να κάνει λάθος και μπορεί να βγει έτσι από την περιστασιακή αυτή κατάσταση. Ο περιστασιακά ηλίθιος επίσης ασπάζεται και το «ουδείς αλάθητος», γνωρίζοντας ότι αυτό αφορά και τον ίδιο. Υπάρχει όμως και ο διαχρονικά ηλίθιος. Είναι αυτός που αδυνατεί να δεχτεί ότι υπάρχει και μια γνώμη διαφορετική της δικής του που, πιθανόν, να καταρρίπτει όσα αυτός ισχυρίζεται. Είναι αυτός που διεκδικεί το μόνιμο αλάθητο για τον εαυτό του και διαχειρίζεται κάθε μέσο για να το διατρανώσει, ακόμα και αθέμιτο, όταν εκλείψουν τα θεμιτά. Είναι αυτός που δεν έχει επίγνωση της δικής του ηλιθιότητας –της κάποτε περιστασιακής που τράπηκε σε μόνιμη.

Ο Βασίλης Νάστος είναι φιλόλογος-εκπαιδευτικός

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.