ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

70ό Φεστιβάλ Καννών: Γυναίκα – μπικίνι – τραγικό

Ξέρεις από βέσπα; Σ’ οποιοδήποτε τηλεπαιχνίδι ζητηθεί το όνομα του κωμικού που επαναλάμβανε την παραπάνω ερώτηση, απευθυνόμενος στους διερχόμενους οδηγούς, η απάντηση είναι περίπου πανεύκολη. Κάπως λιγότερο γνωστό είναι ένα σύνθημα-κωδικός αναγνώρισης, από την ίδια, πάντως, κλασική, ασπρόμαυρη ανθολογία του Θανάση Βέγγου. Αναζητώντας, ως φαλακρός πράκτωρ με τρία μηδενικά, την μητέρα και το χαμένο βρέφος, βρίσκεται σε οργανωμένη παραλία, όπου γυρίζεται κάποιο φτηνό μελό. Ταινία μέσα σ’ άλλη ταινία, στα χρόνια του ’60; Τέτοια πρωτοπορία. Η υποτιθέμενη μητέρα κι εμφανώς ατάλαντη ηθοποιός αναφωνεί διαρκώς την φράση «τι τραγικό, τι τραγικό, αμάρτησα για το παιδί μου». Το κλειδί της επιχείρησης συνοψίζεται σε τρεις λέξεις: γυναίκα – μπικίνι – τραγικό. Η καταστροφή που έπεται, δικαίως παραμένει αλησμόνητη.

Πώς ταξιδεύει αυτή η μνήμη ως εδώ, στην Κρουαζέτ των διασημοτήτων, της πομπώδους κοσμικότητας και των υψηλών καλλιτεχνικών προδιαγραφών; Ως αυτόματη ασπίδα προστασίας, ενδεχομένως, απέναντι στον αδυσώπητο συνδυασμό σοβαροφάνειας, συμφερόντων, υποκρισίας και αλαζονείας. Και σήμερα, ειδικά, επειδή το τραγικό διεκδικεί ολόκληρη την προσοχή μας. Έτσι κι αλλιώς, μια γυναίκα και μισό μπικίνι δίπλα στη θάλασσα στηρίζουν, μισόν αιώνα τώρα, τον μύθο της Κυανής Ακτής, είτε πρόκειται για την Μπριζίτ, είτε για την Σοφί, την Μαριόν, την Ιζαμπέλ ή την Ανέτ. Η τρίτη, ωστόσο, λέξη του συνθήματος θέλει να υπενθυμίσει μάλλον την διαρκή επίδραση του αρχαίου πνεύματος στη σύγχρονη δραματουργία. Για παράδειγμα, ενώ νομίζουμε ότι όλες οι παραλλαγές του ερωτικού τριγώνου έχουν εξαντληθεί, εντός κι εκτός πορνογραφίας, ο βετεράνος Φιλίπ Γκαρέλ δείχνει να διαφωνεί, καταφεύγοντας στους Έλληνες τραγικούς και αντλώντας από το σύνδρομο της Ηλέκτρας. Ο ήρωάς του, «L’ AMANT D’ UN JOUR», μεσόκοπος καθηγητής, ισορροπεί μ’ ευαισθησία ανάμεσα στην κόρη του και στην καλύτερή της φίλη. Ναι, χρειάζεται προσοχή και τόλμη, η ελευθερία του έρωτα, όπως χρειάζεται το στυλιζάρισμα την αμεσότητα, ώστε να μην παρασυρθεί το τελικό αποτέλεσμα, είτε προς την χυδαιότητα είτε προς την ψυχρότητα. Το ασπρόμαυρο πάθος περικυκλώνει τα σώματα και τα βλέμματα, οι σπουδάστριες τον εραστή τους κι ο κινηματογραφικός φακός το φάντασμα μιας αφηγηματικής αθωότητας που έχει, βεβαίως, χαθεί ανεπιστρεπτί.

Στον μύθο των Ατρειδών ή τον Ευριπίδη, γενικώς, και στην «Ιφιγένεια», ειδικότερα, παραπέμπει η δεύτερη αγγλοσαξωνικών προδιαγραφών (ύστερα από τον «Αστακό») ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, αν και με τρόπο συμπτωματικό, καθώς η οικογενειακή τάξη των πραγμάτων διαταράσσεται εξαιτίας κάποιου απρόβλεπτου παράγοντα και το υπέρτατο τίμημα, η ανθρωποθυσία δηλαδή, μπορεί μόνο να την αποκαταστήσει. «THE KILLING OF A SACRED DEER», καρδιοχειρουργός (Κόλιν Φάρελ) με γυναίκα οφθαλμίατρο (Νικόλ Κίντμαν), δύο ανήλικα παιδιά κι έναν υιοθετημένο έφηβο, αντιμέτωπος με τις επιλογές, τους φόβους, τα λάθη και την συνείδησή του. Στην λίγο πολύ γνώριμη ανάμιξη ρεαλισμού και υπερφυσικού, προστίθενται η επιρροή του Κιούμπρικ («Λάμψη») κι η χρήση ευρυγώνιου φακού, μετακινώντας την συνολική αίσθηση από την περιοχή του σκοτεινού δράματος σ’ εκείνη της επιστημονικής φαντασίας, αν όχι τρόμου. Ασύμβατοι οι διάλογοι με την δραματουργία, ασύμβατοι οι χαρακτήρες με τις συμπεριφορές, τι σημασία έχει; Αυτό το σινεμά, όπως κι αν το αποκαλούν οι νεόκοποι ειδήμονες, είναι απολύτως συμβατό με μιαν ορισμένη αισθητική και καλλιτεχνική αντίληψη του μεταμοντερνισμού που αποθεώνει τον κατακερματισμό, την επίδειξη συμβόλων, την επιλεκτική εκμετάλλευση επιδράσεων ή διδαγμάτων και τον εστετισμό, εις βάρος της συνεκτικότητας, της συγκίνησης και της ιστορικής συνείδησης, φλερτάροντας προκλητικά με τα σχηματικά επιτεύγματα της εικονικής πραγματικότητας, το μετα-υλικό είδωλο, την δυστοπία αντί της ουτοπίας, την πολιτική αφασία, στα όρια του κοινωνικού αυτισμού. Άρα, ενεξήγητο το φαινόμενο της αποδοχής, στις μέρες μας. Όσοι διαφωνούν, αποδοκιμάζουν. Εντάξει, έχουν προηγηθεί ο Βέντερς, ο Μάλικ, παλιότερα ο μέγιστος Αντονιόνι.

Το ζήτημα δεν είναι οι αποδοκιμασίες. Κάθε Λάνθιμος έχει δικαίωμα ν’ αποτύχει, μερικώς ή ολικώς, στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, όταν δεν τα κατάφεραν ο Κουστουρίτσα, ο Γουόν Καρ Γουάι και τόσοι πιο άξιοι. Το ζήτημα είναι ότι, όπως και στο σύγχρονο θέατρο, πάσχει η ανάγνωση των τραγικών. Οι ήρωές τους τα έβαζαν με τους θεούς και με το πεπρωμένο, όντας οι ίδιοι ημίθεοι και πάνω από τους θεατές του αρχαίου κόσμου. Να τι συγκινούσε, άλλωστε, εκείνο το κοινό, όχι τα μέτρα, το ήθος και τα γνωρίσματα των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Αν ήταν έτσι, πριν από τον Γκαρέλ και τον Λάνθιμο, την Ηλέκτρα την θυμήθηκε κι ο Γιάννης Νταλ, μετέπειτα Δαλιανίδης, χρίζοντας ως ηγερία του την Ζωή Λάσκαρη.

Au revoir…

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.