ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ
ΚΩΣΤΟΥΛΑ
ΤΩΜΑΔΑΚΗ
Τι γεύση έχει η φράουλα;
“I scream, you scream, we all scream for ice cream”. Οι κινηματογραφόφιλοι θα θυμούνται τον Μπενίνι να σιγομουρμουρίζει τα λόγια του τραγουδιού στην ταινία “Down By Law”.
Με αυτό το παιχνιδιάρικο αλληγορικό τραγουδάκι των αρχών του 20ου αιώνα ο Τζάρμους μας φέρνει στου νου εικόνες ξεχασμένες, ντυμένες με τη νοσταλγία της μνήμης.
Δροσερές γεύσεις ανακατεμένες με καλοκαιρινές αναμνήσεις χαϊδεύουν τον ουρανίσκο και ο έγχρωμος πειρασμός ακινητοποιεί τις αισθήσεις.
Ποιος ανακάλυψε το παγωτό; Αντικρουόμενες οι θεωρίες και οι «ιστορικές αλήθειες». Από τον Κολόμβο ως τις στάρλετ της Κρουαζέτ , πολλοί διεκδικούν την πατρότητα του παγωτού με τους Κινέζους να κερδίζουν στα σημεία.
Χιόνι από τα βουνά κουβάλησαν και στο σεράι του Σουλτάνου για να παγώνουν τα σιροπιαστά γλυκά. Ο Μάρκο Πόλο έφερε το παγωτό από την Κίνα και η Αικατερίνη των Μεδίκων πήρε μαζί της μετά τον γάμο της με τον δούκα της Ορλεάνης και το φλωρεντιανό ζαχαροπλάστη με τη μυστική συνταγή του παγωτού.
Πρώτη φορά το δοκίμασα στα Χανιά. Παγωτό από τον παγωτατζή του λιμανιού . Είχε τη γεύση φράουλας και μύριζε καλοκαιρινές διακοπές , μπάνια από το πρωί ως το βράδυ και βόλτες με τα μεγαλύτερα ξαδέλφια στην προκυμαία. Μαθήτρια πρώτης τάξης Δημοτικού είχα βαρεθεί κιμωλία και μαυροπίνακα και την καταπιεστική διευθύντρια που πίστευε ότι αν φάμε παγωτό πριν τον Δεκαπενταύγουστο θα πρηστεί ο λαιμός μας.
Το παγωτό ως είδος δεν έχει παράδοση στη χώρα μας. Μετά τη μεταπολίτευση , παραδοσιακά ζαχαροπλαστεία φτιάχνουν παγωτό, χρησιμοποιώντας αγνά υλικά και μυστικές συνταγές. Με γάλα από την Πάρνηθα ο Βάρσος στην Κηφισιά γεμίζει τα ψυγεία του με φρέσκο παγωτό και οι «επώνυμοι» και «ανώνυμοι» Αθηναίοι απολαμβάνουν το περιβόητο παρφέ του ή τη κολασμένη φράουλα στα ευρύχωρα τραπέζια της σάλας. Ο Δεληολάνης, η επιχείρηση που ξεκίνησε από το Γαλατά γίνεται γρήγορα στέκι γεύσεων . Πλούσιοι και φτωχοί στριμώχνονται στο «πάγκο» της «Χαράς» στα Πατήσια για να απολαύσουν το θρυλικό καϊμάκι εκμέκ . Η φήμη έφερε και την απαραίτητη ουρά στην πόρτα της.
Είναι αλήθεια ότι κάθε παραδοσιακό ζαχαροπλαστείο που σεβόταν τον εαυτό του και τους πελάτες του έφτιαχνε το δικό του παγωτό φροντίζοντας και το ντεκόρ του μαγαζιού. Ήταν η εποχή που η χώρα είχε αρχίσει να επουλώνει τις «πληγές» της από τον Πόλεμο, η αστικοποίηση ήταν προ των πυλών και τα ζαχαροπλαστεία ήταν τόπος συνάντησης.
Στο περιβάλλον των ζαχαροπλαστείων που είχαν κάτι από την ατμόσφαιρα των ευρωπαϊκών παγωτατζίδικων ανθούσαν φλερτ και ειδύλλια ενώ τα Κυριακάτικα πρωινά έβλεπε κανείς οικογένειες και φίλους να τσακώνονται και να φιλιώνουν πάνω από ένα λαχταριστό «σικάγο» ή να μοιράζονται μια κουταλιά παγωτό φιστίκι .
Το «θέλω παγωτό , καλέ μαμά», ήταν κάτι περισσότερο από γεύση. Ήταν η επιθυμία για μια ξεχωριστή απόλαυση που ξεκινούσε από τον ουρανίσκο , κατέληγε στο στομάχι και πήγαινε κατευθείαν στην καρδιά. Θυμάμαι την «ουρά» έξω από τη «Χαρά» και τη γνωστή πρωταγωνίστρια την ώρα που της σερβίρουν το περίφημο «σικάγο». Δεν ξέρω αν τα δάκρυα χαράς ήταν αληθινά όταν δοκίμασε την πρώτη κουταλιά. «Κάθε κουταλιά και άλλη γεύση», αυτό είναι το μυστικό ,είπε η Φραντζέσκα, ιδιοκτήτρια ζαχαροπλαστείου που τα καλοκαίρια λόγω τουρισμού μετατρέπεται σε μίνι μάρκετ. Ποιος θυμάται τη δαιμόνια νοικοκυρά από το Νιου Τζέρσεϊ που εφηύρε την πρώτη χειροκίνητη παγωτιέρα;
«Φτιάχναμε με τον ίδιο τρόπο τα παγωτά στο σπίτι μας. Ένα χερούλι γυρίζει το μείγμα του γάλακτος με τη ζάχαρη σε ένα κάδο, που έχει τοποθετηθεί σε μπεν μαρί για να γίνει κρέμα», είπε η Φραντζέσκα που δυσκολεύεται να πιστέψει ότι για να επιβιώσει το ζαχαροπλαστείο θα πρέπει να υποκύψει στις πολυεθνικές που έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο από την πίτα. Ο πόλεμος των παγωτών καλά κρατεί και κάθε χρόνο γίνεται όλο και πιο σκληρός μεταξύ των πολυεθνικών αλλά και των ελληνικών εταιρειών. Πλάι στους γίγαντες πάντα υπάρχει θέση και για τους «μικρούς» , τους παραδοσιακούς που συνεχίζουν τις οικογενειακές επιχειρήσεις και επιμένουν στην αυθεντικότητα και τα αγνά υλικά. Ο πιο γλυκός πόλεμος , ευτυχώς δεν έχει νικητές και ηττημένους. Είναι καλοκαίρι, βράζει ο τόπος και ο πλανόδιος παγωτατζής στήνει το καροτσάκι του στα γήπεδα, στις πλατείες και στα υπαίθρια πανηγύρια και διαλαλεί την πραμάτεια του.
Κρατούσε παγωτό. Η φράουλα έλιωνε στα δάχτυλά της. Έσκυψε και τη φίλησε. Τι γεύση έχει η φράουλα;