ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Δάσκαλος ζητά στέγη

Το πλοίο γεμάτο. Παρασκευή απόγευμα, λίγο μετά τις πέντε, σαλπάρουν με προορισμό τις Κυκλάδες. Μια παρέα νεαρών. Νέοι επιστήμονες που δεν ήταν φίλοι αλλά γρήγορα έγιναν παρέα. Τους ένωσε η ζωή που τους περίμενε στο νησί και η αγάπη τους για το σχολείο. Πρωτοδιόριστοι δάσκαλοι οι δύο , αναπληρωτές οι υπόλοιποι. Κάθε χρόνο άλλαζαν σχολείο και περιφέρεια. Κάποιοι το υπέμεναν στωικά και ευχόντουσαν να διαπρέψουν στο καινούργιο περιβάλλον. Για την Μαρία, παιδί αγροτικής οικογένειας , η διδασκαλία ήταν σκοπός ζωής και ήταν αποφασισμένη να τα καταφέρει. Είχε ακούσει από συναδέλφους ότι τα νοίκια στη Σαντορίνη ήταν απλησίαστα . «Σαν να ζεις στο εξωτερικό», της είπε η ξαδέλφη της κουμπάρας της μάνας της που είχε ανοίξει κομμωτήριο στο νησί.

«Μα που να βρω 400 ευρώ για δεκαοκτώ τετραγωνικά! Ούτε για αστείο!» Αστείο δεν ήταν τελικά. Με όποιον και αν μίλησε, όποιον κι αν ρώτησε, σπίτι θα ήταν δύσκολο να βρεθεί. Μια συνάδελφος που την είχε βοηθήσει σε μια εργασία της έδωσε το τηλέφωνο του αδελφού της που ήταν χρόνια στο νησί. Του είχε στείλει μήνυμα μέσω Face book αλλά δεν είχε πάρει απάντηση. Για καλό και κακό είχε πάρει τον υπνόσακο μαζί.

«Μα, που θα μείνεις, βρε, παιδάκι μου», της έλεγε η μάνα της και τη σταύρωνε και τη ξεσταύρωνε, λες κι έτσι θα έβρισκε το πολυπόθητο σπίτι.

«Εσύ, βρήκες, τίποτα;» Ήταν η πιο συχνή ερώτηση. «Να, σου, πω, έχω ένα φίλο που δουλεύει σε ένα μπαράκι και θα με φιλοξενήσει για κανένα μήνα. Μετά βλέπουμε!». Ο Θανάσης άναψε τσιγάρο και κοίταξε το πέλαγος. Ήταν έξω από την Κέα και τους χτυπούσε ο βορειοδυτικός στην πλώρη. Δεν ήταν πρώτη φορά που πήγαινε στη Σαντορίνη. Θυμήθηκε το πάρτι στην κόκκινη παραλία και το χάραμα σε ένα μπαλκόνι της Οίας. Είχε πάει με την Σοφία. Τους μάγεψε το νησί και δεν έλεγαν να φύγουν. Έμειναν σχεδόν όλο το καλοκαίρι. Εκείνη έφυγε για Λονδίνο. Εκείνος γύρισε στην Πάτρα. Τη Σοφία δεν την ξαναείδε. Ούτε πήγε ξανά στο νησί.

«Ρε, ξέρεις πόσο μου ζήτησαν για 25 τετραγωνικά;», ο Αντρέας είπε το ποσόν του ενοικίου και οι άλλοι γέλασαν αμήχανα. Μάλλον πιάστηκαν στον ύπνο. Στην αρχή χάρηκαν με τον διορισμό στο μαγευτικό νησί αλλά γρήγορα διαπίστωσαν ότι τα πράγματα ήταν δύσκολα.

«Ψάχνω ένα μήνα για σπίτι! Έχω βάλει κι ένα γείτονα μήπως μου βρει κάτι!» , ο Αλέξανδρος γύρισε με τις μπύρες από το μπαρ του καταστρώματος. Ήταν ψύχραιμος.

«Ρε, μη κάνετε, έτσι , έχω τον υπνόσακο! Το πολύ πολύ να την πέσουμε στην παραλία!» «Να θυμηθούμε τα φοιτητικά μας χρόνια!» πέταξε η Ιφιγένεια που μέχρι εκείνη την στιγμή δεν είχε ανοίξει το στόμα της. Μοναχοπαίδι δυο δικαστών που δεν της χάλασαν ποτέ χατίρι ασφυκτιούσε και δεν έβλεπε την ώρα να φύγει. Ο διορισμός στη Σαντορίνη της φάνηκε σαν να κέρδισε το πρώτο λαχείο.

«Μα που νομίζεις ,ότι βρίσκεσαι παιδάκι μου, στην άγονη γραμμή!», την «χτύπησε» στην πλάτη ο Γιάννης που το έπαιζε άνετος. «Εσύ, που θα μείνεις;», ρώτησε δειλά η Μαρία την Άννα που όλη την ώρα κοιτούσε την παρέα των Γερμανών που έπαιζε χαρτιά δίπλα τους.

«Αν σου πω, θα σκάσεις στα γέλια!», της είπε με συνωμοτικό ύφος και δεν τόλμησε να την ρωτήσει περισσότερα. Την θυμόταν από τη σχολή. Δεν είχαν πολλές κουβέντες. Εκείνη ερχόταν και έφευγε με φίλους και ήταν ιδιαίτερη κοινωνική. Μια φορά την κάλεσε στο πάρτι γενεθλίων της. Έμενε σε ένα μεγάλο σπίτι με κήπο, κάπου στο Χαλάνδρι. «Θα μείνω σε μια βάρκα!» , δεν πρόλαβε να πει και ένα δυνατό κύμα την προσγείωσε στην αγκαλιά του Θανάση. Με κουβέντα και μπύρες πέρασε το ταξίδι. Μίλησαν για όνειρα και προσδοκίες και ξέχασαν για λίγο τις δυσκολίες.

Σάββατο πρωί, η απόλυτη σιωπή και ο καφές σερβιρισμένος με μεράκι. Καθισμένοι σε ένα μπαλκόνι μια σταλιά απολάμβαναν τη μαγευτική θέα που τους έκοβε την ανάσα.

«Να δοκιμάσετε το ντοματάκι γλυκό!», η κυρία Μοσχούλα άφησε το δίσκο στο τραπέζι και πήγε να τηγανίσει τους ντοματοκεφτέδες και τα ψάρια που έπιασε ο γαμπρός της.

«Σε μια ώρα θα στρώσω τραπέζι», φώναξε από το παράθυρο της κουζίνας. Ο γιος της έλειπε στα καράβια και η κόρη της ζούσε στην Αθήνα. Το σπίτι άδειο. Η προτροπή του Δημάρχου να φιλοξενήσουν τους δασκάλους άγγιξε την καρδιά της.

Έφαγαν κάτω από την κληματαριά. Το ταξίδι και η κούραση δεν αναχαίτισε την όρεξη τους. Απρόσμενο πεσκέσι ένα μπουκάλι λευκό ντόπιο κρασί από τον γείτονα. «Άντε στην υγειά μας! Καλή σχολική χρονιά!»

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.