ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ Ή ΕΧΟΥΜΕ ΠΟΛΛΑ ΤΕΡΑΤΑ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΟΥΜΕ ΑΚΟΜΑ

Σε λίγες μέρες, στις 24 Οκτωβρίου, πριν από 50 χρόνια, ο Γιώργος Σεφέρης γίνεται ο πρώτος Έλληνας που παίρνει το βραβείο Νόμπελ. Για την ποίησή του, που έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα, και τι θα γινόμασταν αν η πνοή μας λιγόστευε. Για τη γλώσσα του, που έκανε τους Έλληνες πιο πλούσιους και αιχμαλώτισε τους Ευρωπαίους στα φιδωτά εγκεφαλογραφήματα της σκέψης του. Για τον άνθρωπο που ζητούσε να του δοθεί η χάρη να μιλήσει πιο απλά, επειδή πίστευε ότι η απλότητα είναι κατάκτηση και όχι επιλογή. Για τον συγγραφέα που μετά τον Καβάφη συνέχισε το μεγάλο μοιρολόι της φυλής για τις χαμένες πατρίδες και την Ελλάδα που όπου και να ταξιδέψεις σε πληγώνει.

Η Σουηδική Ακαδημία, δίνοντάς του το Νόμπελ, τον βράβευσε προκαταβολικά και για τη στάση που θα κρατούσε έξι χρόνια αργότερα. Το 1969, δυο χρόνια μετά τη δικτατορία, οπότε αναγκάστηκε να λύσει τη σιωπή του για να καταγγείλει τους συνταγματάρχες που οδηγούσαν τον τόπο στον γκρεμό και να αξιώσει να σταματήσει η ανωμαλία. «Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά στην ανάγκη να ξαναμιλήσω», ήταν η επωδός της δήλωσής του. Δεν ξαναμίλησε.

Δυο χρόνια όμως μετά, η κηδεία του γίνεται το πρώτο μαζικό συλλαλητήριο κατά της χούντας. Ενάντια στην καταπίεση. Υπέρ της ελευθερίας. Σαν τους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου το τελευταίο σεργιάνισμά του στον κόσμο. Κράτησε τη ζωή των Ελλήνων στην παλάμη του και τους άφησε σαν υστερόγραφο τον λυγμό του: «Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι/ μέσα από τα δάχτυλά μου/ χωρίς να πιω ούτε μια στάλα./ Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα./ Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,/ δεν έχω άλλη συντροφιά./ Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια/ που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι/ και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου».

Δεν θέλω να μιλήσω για τον Σεφέρη. Δεν ξέρω πώς. Ούτε να γράψω κάποιο φιλολογικό μνημόσυνο. Δεν το μπορώ και δεν το χρειάζεται. Ούτε ποιητής είμαι, ούτε φιλόλογος, ούτε κριτικός. Ούτε τις γνώσεις έχω, ούτε το θάρρος να γράψω με το αίμα μου αντί για μελάνη. Απλώς, από τότε που έφηβος τον «συνάντησα», στην Παπαστράτειο Βιβλιοθήκη του Αγρινίου, με στιγμάτισε λέγοντάς μου: μας βαραίνουν οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν.

Αυτή η αμφιβολία, η αμφιθυμία, ο μετεωρισμός, η ακροβασία χωρίς προστατευτικό δίχτυ είναι, νομίζω, που με καθόρισαν. Γι’ αυτό και απεχθάνομαι τις βεβαιότητες. Γι’ αυτό και μισώ τον εαυτό μου όταν αναγκάζομαι να τις αποζητώ. Γι’ αυτό διαβάζω και ξαναδιαβάζω -τελευταία όλο και πιο συχνά- την προτροπή του: Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει ποιον θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει, πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου και μάθε του να μελετά τα δέντρα.

Επειδή, λοιπόν, δεν μπορώ να μελετήσω πια τα δέντρα κι ας ήταν κάτι που το ’θελα τόσο πολύ να το κάνω για μένα, αλλά και να το μάθω στα παιδιά μου, ντρέπομαι. Και γι’ αυτό όταν χαμηλώνουν τ’ άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου, φοβάμαι. Γι’ αυτό κι όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων, κλείνω τα μάτια μου και προσεύχομαι να μην ανοίξει πάλι στο στήθος μου η πληγή.

Επειδή εγώ και οι παλιοί μου φίλοι βαρεθήκαμε στην πέτρα της υπομονής (να) προσμένουμε το θάμα, έχω πάψει να αναρωτιέμαι πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει. Κι αυτό με θλίβει και μ’ αρρωσταίνει. Με κάνει να νιώθω σαν τις δυστυχισμένες γυναίκες (που) κάποτε με ολολυγμούς/ κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά/ κι άλλες αγριεμένες γύρευαν τον Μεγαλέξαντρο/ και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.

Κι όμως κάποτε, στα άγουρα χρόνια της αθωότητας και της αμφισβήτησης, ήταν αλλιώς. Ήμασταν αλλιώς. Ήταν καλά παιδιά οι σύντροφοι, δεν φωνάζαν/ ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά/ είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων/ που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή/ δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο/ χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.

Δες τους τώρα. Παχύσαρκοι της εξουσίας. Καραφλοί από αξίες. Στεγνοί από αισθήματα. Βαστάζοι της εξουσίας. Ιεροδιάκονοι του χρήματος. Κέρινα ομοιώματα των αφεντάδων τους. Χαλκεία και κύμβαλα αλαλάζοντα συμφερόντων. Ελεεινοί και τρισάθλιοι, ξεράσματα της νιότης τους. Νομοταγείς και υποταγμένοι στον καθωσπρεπισμό. Κατατονικοί ψάχνουν μανιασμένα φάρμακα για να βυθιστούν στη λήθη μη και γίνει κάποιο λάθος και τους ξυπνήσει μεσάνυχτα Σαββάτου το φάντασμα της χαλασμένης τους αξιοπρέπειας.

Δεν είναι όμως μόνον αυτοί, είναι και οι άλλοι. Αυτοί που συνεχίζουν. Λίγοι. Ελάχιστοι, αλλά συνεχίζουν. Αυτοί που μαζί τους νιώθεις ότι δεν τελειώνουν τα ταξίδια. Πειραιάς, Σπέτσες, Λεωνίδι, Τολό. Αυτοί που οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς/ με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης/ με τ’ αυλάκι του τιμονιού/ με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους. Μ’ αυτούς που τα κουπιά τους δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.

Αυτούς που κανείς δεν τους θυμάται. Γι’ αυτούς που ο Σεφέρης ζητά Δικαιοσύνη. Γι’ αυτούς που επιμένουν, όπως και ο ποιητής, να καταστήσουν την προσωπική, την ανθρώπινη, αλλά και την εθνική αυτοσυνειδησία υπέρτατη αξία και σκοπό ζωής. Αυτοί που δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό και δεν χαλαλίζουν τα όνειρά τους για μια θέση στους απόπατους της μπουρζουαζίας. Αυτοί που αρνούνται τον αυνανισμό της ματαιοδοξίας και τους προσπλακισμούς των νεόπλουτων της μπουρτζοβλαχιάς.

Αυτοί για τους οποίους δεν θα πούμε ποτέ ότι: οι φίλοι μας έφυγαν ίσως να μην τους είδαμε ποτές,/ ίσως/ να τους συναπαντήσαμε όταν ακόμη ο ύπνος/ μας έφερνε πολύ κοντά στο κύμα που ανασαίνει/ ίσως να τους γυρεύουμε, γιατί γυρεύουμε την άλλη/ ζωή,/ πέρα από τ’ αγάλματα.

Αυτοί για τους οποίους είμαστε σίγουροι ότι δεν θα μετανιώσουμε ποτέ αν ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά. Γιατί πρέπει να ξαναμπαρκάρουμε. Δεν μπορεί να συνεχίζουμε να είμαστε στη μέση του βάλτου. Δεν μπορεί η αφασία, η ακαλαισθησία, η αμορφωσιά και η διαφθορά να χτικιώσουν αυτή τη χώρα και τους ανθρώπους της.

Αυτή τη χώρα για την οποία ο Σεφέρης έλεγε όταν παραλάμβανε το Νόμπελ: «Ανήκω σε μια μικρή χώρα. Ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού του, τη θάλασσα και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην αρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες. Ο ίδιος νόμος ισχύει και όταν ακόμη πρόκειται για φυσικά φαινόμενα: ‘‘Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα’’, λέει ο Ηράκλειτος, ‘‘ει δε μη, Ερινύες μιν Δίκης επίκουροι εξευρήσουσιν’’... Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται...».

Δεν ξέρω πόσοι νιώθουν, όπως ο Σεφέρης, ότι χρειαζόμαστε όλους τους άλλους. Σίγουρα όμως αν αναζητήσουμε τον Σεφέρη το βράδυ ανήμερα του Νόμπελ στα δελτία ειδήσεων, δεν θα τον βρούμε. Ούτε ίσως και κάπου αλλού, όπου έπρεπε να τον τιμούν και να μνημονεύουν την ποίησή του. Εγώ τον θυμήθηκα επειδή τώρα τελευταία, με όσα συμβαίνουν στη χώρα μου, ολοένα και συχνότερα θυμάμαι τον τρόπο με τον οποίο έκλεισε την ομιλία του ενώπιον της Βασιλικής Σουηδικής Ακαδημίας: «Όταν στον δρόμο της Θήβας ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα κι αυτή τού έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: Ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα».

Όντως, έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε, και για να το καταφέρουμε, δεν χρειάζεται να συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα. Αρκεί και μόνο η κραυγή απόγνωσης «να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα», που πλέον γίνεται αίτημα επιβίωσης για τη χώρα και το έθνος. Μέχρι τώρα κλείναμε τα μάτια, γιατί ήταν βαθύτερος ο καημός να κρατηθούμε μέσα στη φυγή. Τώρα δεν μας μένει τίποτε άλλο παρά να φωνάξουμε: Τη ζωή που μας έδωσαν να ζήσουμε, τη ζήσαμε./ Λυπήσου εκείνους που περιμένουν με τόσο υπομονή.

Γι’ αυτούς, τα παιδιά μας, τις μελλούμενες γενιές πρέπει από σήμερα κιόλας ν’ αρχίσουμε να καταστρέφουμε τα τέρατα που μας πληγώνουν κάθε μέρα, που μας βρομίζουν τη ζωή, που μας τραβούν στον πάτο. Και να τα καταστρέφουμε με όποιον τρόπο μπορούμε...

8 αναγνώστες σχολίασαν

Συμμετοχή στην συζήτηση
  1. Από τα ομορφότερα κείμενα που έχω διαβάσει !!!

  2. Γιαννης 20:49 19/10/2017

    Να ειστε καλα κυριε Φελεκη.Σας διαβαζω χρονια και αυτο το κειμενο μου θυμισε τα παλια σας.Σας ευχαριστουμε για το κουραγιο και τη δυναμη που μας δινετε θυμιζοντας μας τον μεγαλο μας ποιητη!

  3. Τι καλα να πιστεύαμε αυτά που λέμε! Τι σχέση έχουν οι διθυραμβοι προς τον Μαρινακη τις προάλλες με το πνεύμα του Σεφερη;

    • Μάκης 15:19 19/10/2017

      Πότε έγραψε διθύραμβους για τον Μαρινάκη ο Φελέκης και δεν το πήρα χαμπάρι; Μάλλον λάθος κάνεις ή τον μπερδεύεις με κάποιον άλλον. Εκτός κι αν το γράφεις μόνο και μόνο για να τον μειώσεις για λόγους που ανάγονται στην ψυχοπαθολογία αγαπητέ Χρήστο Ψαρρά

  4. Γιώργος 10:42 18/10/2017

    Τι να πω!!! Δάκρυσα. Τέτοια κείμενα θα έπρεπε να διδάσκονται στα σχολεία. Φελέκη σ’ ευχαριστούμε. Νομίζω ότι ο Φελέκης είναι μακράν ο καλύτερος γραφιάς από τους δημοσιογράφους της γενιάς του, μοναδικός στο να συνδυάζει σοβαρή πολιτική ανάλυση με λογοτεχνία. Είναι από τους λόγους που διαβάζω το matrix24

    • Ο Θείος 11:04 19/10/2017

      Καταλογίζεις δηλαδή Αυτοτούς σημερινούς «φατσαμπούκηδες» για δημοσιογράφους; Αυτοί παιδί μου είναι «επέκταση του κορμιού», (όπως είπε ο ποιητής) της χθεσινής φαυλατογραφιας.!!!

  5. Ε.Στ. 10:16 18/10/2017

    Αυτό το κείμενο να το φυλάξετε σαν προσευχή, κ. Φελέκη, κυρίως για τον σκληρό μήνα Νοέμβριο, γιατί πολλές φορές συνηθίζουμε την μορφή του τέρατος και μπρος στα πολιτικά μικροσυμφέροντα, αρχίζουμε και του μοιάζουμε. Κι επειδή, όπως λέει και ο Ελύτης, «δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα», ας φροντίσουμε να τα αφήσουμε να αλληλοσπαράζονται στον φυσικό τους χώρο, που είναι η ζούγκλα. Εμείς, καλώς ή κακώς, ζούμε στις πόλεις.

  6. Συγκλονιστικό. Σας ευχαριστούμε γι αυτή την κατάθεση ψυχής κ. Φελνίκο

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.