ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Μια ηλιόλουστη μέρα

Η ευτυχία είναι μια όμορφη πεταλούδα που μας δίνει δώρο την στιγμή.

Φορτωμένη όνειρα, μνήμες, αγάπες, τραγούδια και σιωπές. Νοσταλγούμε  τα πάντα καθώς μεγαλώνουμε. Τα παιδικά μας χρόνια, την αυλή του σχολείου, τους παλιούς φίλους, τα μπάνια, τις μέρες που κάναμε κοπάνα.

Συγκινούμαστε με τραγούδια, παλιές φωτογραφίες, τις μισογκρεμισμένες μονοκατοικίες, τους κήπους στα προάστια, την σχεδόν επιβεβλημένη μεταμφίεση της καθημερινότητας. Να φορέσεις το προσωπείο που σου εξιδανικεύει το πρόσωπο. Κάθε πρωί είναι βίαιο το ξύπνημα. Πρέπει να σηκωθείς. Να πας στη δουλειά. Μπορεί να λέγεται σχολείο ή σχολή. Πρέπει  να ετοιμάσεις τα παιδιά. Να βγάλεις το σκύλο μια γρήγορη βόλτα. Βάζεις κάτι πρόχειρο πάνω σου. Πατάς το κουμπί της καφετιέρας. Σέρνεις  τα πόδια σου στο  μπάνιο. Πετάς τις παντόφλες. Φόρμα  και μπλουζάκι ξεχειλωμένο . Μακριά από σένα τα ντιζαϊνάτα. Από τα ανοιχτά παράθυρα ακούς τους θορύβους της γειτονιάς. Απέναντι, είναι μία πολυκατοικία από τα μέσα της δεκαετίας του `80 με έναν εσωτερικό κήπο με τριανταφυλλιές και φοίνικες. Στις βεράντες που βλέπουν στον κήπο, τα καλοκαίρια αγόρια  και κορίτσια  κάθονται μπροστά στις οθόνες των κινητών τους. Φρεσκοπλυμένες μπουγάδες απλωμένες στα πίσω μπαλκόνια μυρίζουν πράσινο μήλο και άρωμα θάλασσας. Όταν φυσάει βοριάς ανεβαίνουν προς τα πάνω  οι μυρωδιές από τους κεφτέδες και το γλυκό βύσσινο. Στους πίσω δρόμους συναντάς μαμάδες που πηγαινοφέρνουν τα παιδιά στην κοντινή παιδική χαρά. Τα αδέσποτα λιάζονται έξω από τα μαγαζιά στην πλευρά του δρόμου που τη βλέπει ο ήλιος. Αγαπημένος της γειτονιάς , ο συνταξιούχος δάσκαλος με τα τέσσερα σκυλιά που τα βγάζει περίπατο γύρω στις εννιά.

Ακολουθώ σχεδόν σημειωτόν την ηλικιωμένη κυρία  που πάει  κάθε πρωί την βόλτα της με την βοήθεια της κοπέλας που την προσέχει. Βλέπω κι άλλες ηλικιωμένες να προχωρούν η μια δίπλα στην άλλη. Μικρά, ασταθή βήματα. Ο σκυλάκος μου κουνάει την ουρά του και τρέχει πίσω από το αφεντικό του. Πίσω από την πλατεία εμφανίζεται μια τάξη Δημοτικού σχολείου, ζωντανεύοντας το πρωινό.

Ο Μανώλης  μαθαίνει να παίζει κιθάρα με την ελπίδα να γλυτώσει από το συνεργείο του πατέρα του και το σχολείο. Η κατάσταση χαλάρωσε όταν ήρθε η οικονομική κρίση.

Το συνεργείο έκλεισε και ο πατέρας του γύρισε στο χωριό του  προκειμένου να εξασφαλίσει το φαγητό της οικογένειας. Κάποτε στον τόπο καταγωγής του σκαρφάλωναν μόνο τα μουλάρια. Γεννήθηκε σε ένα ορεινό χωριό του Πηλίου με εκκλησιές και περίτεχνα  τέμπλα που έκαναν  οι ηπειρώτες τεχνίτες. Θυμόταν τους λασπωμένους χωματόδρομους πάνω από την πλατεία που έπαιζε κυνηγητό. Από τον φούρνο της γωνίας έβγαιναν οι μυρωδιές από τα ψωμιά και τα ταψιά του χωριού.  Φορώντας ακόμη την ποδιά του, ο φούρναρης ξεφούρνιζε το γιουβέτσι της κυρίας Ανθούλας. Λαχανιασμένος θα φτάσει στην πλατεία με το πέτρινο σιντριβάνι. Ζητώντας συγγνώμη από δυο παππούδες που κάθονται και πίνουν τα τσίπουρά τους  θα πατήσει αθόρυβα τα κίτρινα φύλλα . Από κάτω περνούν τα νερά του ποταμού  και ολόγυρα ξεπετάγονται πετρόκτιστα καλντερίμια. Θυμόταν τις τσίγκινες στέγες και το φαρδύ χωματόδρομο που οδηγούσε μέσα από τα δάση οξιάς και καστανιάς. Θυμόταν το φως στο πρόσωπο του πατέρα του όταν σκαρφάλωνε να φτιάξει το τέμπλο.  Δυο βήματα μόλις,  το πατρικό του. Το καφενείο του Βασίλη δεν είναι ανοιχτό για να πιει καφέ και βυσσινάδα.

Η καφετέρια  που στεγάζεται στο ρολόι βγάζει τραπεζάκια κολλητά στον τοίχο. Η  Λεμονιά απλώνει την μπουγάδα της στον ήλιο. Φορώντας ακόμη τα ίδια ρούχα θα πάει να βρει τον παιδικό του φίλο, τον Ανέστη. Τον περιμένει στο χασάπικο  με μπύρες και τσίπουρα. Θα θυμηθούν τα παλιά με νοσταλγία.  Πάνω από την πλατεία, το ερείπιο που κληρονόμησε από τη θεία του έχει αναστηλωθεί σε ένα  πέτρινο αρχοντικό με τις βρύσες και τις βεράντες του. Το πλατάνι στη μέση του κήπου μετράει πολλές δεκαετίες ζωής. Οι τουρίστες  βγάζουν φωτογραφίες.  Με κλειστά τα μάτια ταξιδεύει στις καστανιές και στα πλατάνια. Νισάφι πια με τις φρικαλεότητες και τα μαύρα χαμπέρια από το βράδυ ως το πρωί στις ειδήσεις. Κουράστηκε με την τηλεόραση.  Ήθελε να βγει έξω, ν’αναπνεύσει  φρέσκο αέρα,  να νιώσει τις μυρωδιές , τα χρώματα, τα συναισθήματα, τις νέες ιδέες,  τους ανθρώπους με έξω καρδιά.  Το σπίτι στο χωριό  ήταν η φωτεινή πυξίδα της ζωής του.

Μια αλλαξιά ρούχα πήρε μαζί του.  Ήξερε ότι δε θα γύριζε. Έκλεισε την πόρτα  πίσω του . Το σπίτι στο χωριό..ένα βήμα μπροστά από την πολιτισμένη Δύση.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.