ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Ένα “θερινό σχολείο” στη Σπιναλόγκα

«Έχεις πάει ποτέ στη Σπιναλόγκα;» Η ερώτηση της νεαρής Δανάης με έφερε σε αμηχανία. Έπιασα τον εαυτό μου να αναρωτιέται αν όντως είχα επισκεφτεί το νησί ως τόπο μαρτυρίου με την ιδιότητα του επισκέπτη που στέκεται ευλαβικά μπροστά σε μνημεία και εκκλησίες. Η γενιά μου γνώρισε τη Σπιναλόγκα όταν πια ήταν Μουσείο, ένα ιδιόμορφο σκηνικό φρίκης όπου οι τουρίστες περπατούσαν σε μέρη όπου οι λεπροί έζησαν όλη τους τη ζωή.

«Πώς είναι άραγε να ζεις σε ένα νησί γεμάτο λεπρούς; «, αναρωτιέται η Δανάη, φοιτήτρια Ιατρικής, ανάμεσα στους «τυχερούς» που θα παρακολουθήσουν το “Summer School” με θέμα «Σπιναλόγκα 2018-Το στίγμα στην Ιατρική- Παλιές και σύγχρονες αντιλήψεις» που διοργανώνει το Πανεπιστήμιο Κρήτης.

«Μη πας στο νησί! Μην τον περάσεις τον πορθμό! Να μείνεις στην Πλάκα» , λέει η γιαγιά Φιλιώ στο τηλέφωνο. Η Σπιναλόγκα ακόμα και σήμερα είναι γνωστή σαν το νησί των λεπρών. Πώς ήταν η ζωή απέναντι; Ο χωρισμός; Υπήρχε μια υποψία ελπίδας;
Ένα μικρό νησί καταμεσής του Αιγαίου, ήταν η λύση για να απομακρυνθούν οι μολυσμένοι από τον υγιή πληθυσμό. Το συλλογικό υποσυνείδητο ήταν ανυποχώρητο. Οι λεπροί που ζούσαν στις παρυφές της πόλης, κρυμμένοι από άνθρωπο και Θεό, θα πήγαιναν στην εξορία. Ανάμεσα σε ένα λιμάνι και μια θάλασσα, θα ζούσαν έγκλειστοι και απομονωμένοι. Ήταν η εποχή που οι λεπροί έπρεπε να φορούν κουδούνια για να προειδοποιούν τους υγιείς να απομακρύνονται έγκαιρα.

Στις 30 Μαΐου του 1903, υπογράφηκε η απόφαση από τον ύπατο αρμοστή της Κρητικής Πολιτείας , πρίγκιπα Γεώργιο , ώστε να μετατραπεί η Σπιναλόγκα σε ένα απέραντο λεπροκομείο όπου μεταφέρθηκαν 250 ασθενείς από διάφορες περιοχές της Κρήτης.

Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Από τη μια θα έστελναν τους λεπρούς στην εξορία και από την άλλη θα ανάγκαζαν μερικές οικογένειες Τούρκων που κατοικούσαν στο νησί να αποχωρήσουν. Ποιος θα φανταζόταν ότι το πανέμορφο νησάκι με το Ενετικό φρούριο θα γινόταν γνωστό ως ένα άλλο Άουσβιτς. Το αρχαίο όνομα του νησιού ήταν «Καλιδών» και υπήρχε εκεί το φρούριο των Ολουνιτών που προστάτευε το λιμάνι της αρχαίας πολιτείας Ολούντας. Το όνομα «Σπιναλόγκα» το πήρε κατά την Ενετοκρατία και σημαίνει «μακρύ αγκάθι».

Μετά το 1913 , η Σπιναλόγκα δέχτηκε ασθενείς από όλη την Ελλάδα. Στη δεκαετία του 1930 χτίστηκαν νέα σπίτια και άνοιξε περιμετρικός δρόμος. Οι λεπροί μέχρι τότε ζούσαν σε οριοθετημένες περιοχές, τις λεγόμενες «μεσκινιές». «Μεσκίνηδες» ή «Λουβάρηδες» ονομάζονταν οι λεπροί στην Κρήτη. Η λέξη «μεσκίνης» έχει τουρκική προέλευση και σημαίνει «βρώμικος». Αν κάποιος λεπρός αποφάσιζε να κυκλοφορήσει έξω από τα όρια της «μεσκινιάς» , κινδύνευε με λιθοβολισμό.

Την λέπρα την θεωρούσαν και θρησκευτική αρρώστια επειδή ο Ιησούς σύμφωνα με τα ευαγγέλια θεράπευσε ένα λεπρό με αποτέλεσμα να προκαλεί ακόμα μεγαλύτερο φόβο και δέος στους περισσότερους.

Σε μια κοινωνία που με δυσκολία στεκόταν στα πόδια της από τους διαδοχικούς πολέμους, η λύση του λεπροκομείου θεωρήθηκε μονόδρομος. Οι ασθενείς στη Σπιναλόγκα έπαιρναν ένα μικρό επίδομα που τις περισσότερες φορές δεν κάλυπτε τη διαβίωση και τα φάρμακα. Ήταν το άλλοθι της κοινωνίας για να τους κλείσει σε μια ιδιόμορφη φυλακή, κάτι σαν τα γκουλάγκ ή τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Πώς είναι να ζεις σε ένα νησί γεμάτο αρρώστους; Οι περισσότεροι λεπροί οδηγούνταν στη Σπιναλόγκα με τη βία, καθώς γνώριζαν ότι δεν πρόκειται να επιστρέψουν σπίτι τους. Στην είσοδο του λεπροκομείου είχε τοποθετηθεί μια επιγραφή που προειδοποιούσε τους «νεοεισαχθέντες» : «Ο εισερχόμενος θα αποθέσει κάθε ελπίδα…».

Ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, φοιτητής ιατρικής, όταν αρρώστησε και μεταφέρθηκε στο νησί , ίδρυσε την «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας» όπου έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις συνθήκες διαβίωσης των ασθενών. Η ζωή στο νησί έγινε ανθρώπινη . Έχτισαν θέατρο και κινηματογράφο ενώ είχαν το δικό τους καφενείο και την εκκλησία τους, τον Άγιο Παντελεήμονα, όπου λειτουργούσε ένας τολμηρός ιερέας που χωρίς να είναι άρρωστος μετακόμισε εθελοντικά στο νησί . Κάποιοι ασθενείς ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά και κάποια από αυτά μεγάλωσαν μαζί τους και δεν αρρώστησαν ποτέ.
«Περπατώντας στο δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου. Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις κάποιο μοιρολόι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άντρα. Άφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον δρόμο…», γράφει ο Επαμεινώνδας Ρεμουνδάκης.
«Μη πας στη Σπιναλόγκα» λέει η γιαγιά στην εγγονή με μια υποψία ενοχής.

Πώς να ζητήσεις μερίδιο ευθύνης από ανθρώπους φτωχούς και αγράμματους, σκέφτεται η νεαρή Δανάη. Η Σπιναλόγκα μοιάζει να επανέρχεται με άλλη μορφή στον πολιτισμένο κόσμο μας για τους παράξενους, τους διαφορετικούς, τους ξένους. Η Σπιναλόγκα. Η Μυτιλήνη. Η Λαμπεντούζα.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.