ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Στην Αράδαινα για μια κουδούνα. Στη Συρία γιατί;

Τον Αύγουστο ο κόσμος δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τις «ειδήσεις». Αποζητούν, όσοι είναι τυχεροί, κάποια διέξοδο από την καθημερινότητά τους, η οποία γίνεται διαρκώς και πιο απαιτητική, πιο εντατική, πιο κουραστική. Είναι πιθανόν  και ο ίδιος ο Ουμπέρτο Έκο να μας επέτρεπε να ερμηνεύσουμε το γνωστό του απόφθεγμα κατά τον τρόπο αυτό. Και μπορεί ο κόσμος να μην κυνηγά την «είδηση» τον Αύγουστο, σίγουρα, όμως, κυνηγά την εμπειρία. Και η εμπειρία μπορεί να κρύβεται παντού, οπότε καλό είναι να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά.

Στη ΝΔ Κρήτη, στην ευρύτερη περιοχή των Σφακίων (στην οποία καταλαβαίνεις ότι μπαίνεις από τις πινακίδες της οδικής σήμανσης που είναι -στο σύνολό τους σχεδόν- διάτρητες), υπάρχει το χωριό της Αράδαινας. Η Αράδαινα, δέκα λεπτά περίπου πάνω από την Ανώπολη, τον τόπο καταγωγής του θρυλικού Δασκαλογιάννη, είναι σήμερα γνωστή για το φαράγγι της και τις δραστηριότητες τις σχετικές με το bungee jumping, λιγότερο γνωστή για τη γέφυρα που κατασκεύασε ο Βαρδινογιάννης τη δεκαετία του 1980. Λίγοι γνωρίζουν, όμως, ότι το χωριό αυτό έχει συνεπή και ιστορική παρουσία στο πέρασμα των αιώνων. Μεταξύ αυτών των «λίγων» προφανώς δεν συγκαταλεγόμουν ούτε εγώ, μέχρι τη στιγμή που την επισκέφτηκα.

Η Αράδαινα ξεπροβάλλει επιβλητική, καθώς λούζονται από τον αυγουστιάτικο ήλιο τα πετρόκτιστά της σπίτια, με τα χρώματά της να είναι σε απόλυτη αρμονία με το φυσικό τοπίο. Ωστόσο, καθώς εισέρχεσαι στον οικισμό, αντιλαμβάνεσαι ότι περπατάς κυριολεκτικά σε ένα χωριό–φάντασμα. Δύο σπίτια φαίνονται ότι κατοικούνται ακόμα, όμως μόνο για το ένα μπορώ να το δηλώσω με σιγουριά, καθώς το δορυφορικό πιάτο της NOVΑ δεν αφήνει περιθώριο για αμφιβολίες. Στο κέντρο σχεδόν του οικισμού μπορεί να δει κανείς το εκκλησάκι που κατά τα φαινόμενα ακόμα λειτουργεί, στο χώρο του οποίου εντοπίζεται και το κοιμητήριο της Αράδαινας. Φύγαμε σχετικά γρήγορα, καθώς, πέρα από το να «εξερευνήσουμε» τα ερειπωμένα και εγκαταλελειμμένα σπίτια, λίγα πράγματα μπορούσαμε ακόμα να κάνουμε.

Φεύγοντας από την Αράδαινα γύρω στις έξι το απόγευμα και με κατεύθυνση προς την Ανώπολη Σφακίων, δεν είχαμε ακόμα καταφέρει να επιλύσουμε το γρίφο που αφορούσε τους λόγους της εγκατάλειψης του χωριού –όσο και αν σχετικοί «γρίφοι» επιλύονται, χάρη στην Google, μέσα σε λίγα λεπτά. Ωστόσο, κάποιες φορές τέτοιες εικόνες βυθίζουν τις αντιδράσεις σε έναν αναπόφευκτο πρωτογονισμό. Στην Ανώπολη κάναμε μια στάση στο καφενείο «Πλάτανος» -ένα όνομα που απαντάται με απόλυτη συνέπεια σε άπειρα χωριά ανά την επικράτεια. Εκεί μας εξυπηρέτησε ο Δημήτρης, το όνομα του οποίου μάθαμε από την μπλούζα που φορούσε. Αφού του παραγγείλαμε, τον ρωτήσαμε αν ήξερε να μας πει τα σχετικά με την Αράδαινα. «Ναι, λίγα πράγματα τα ξέρω», μας απάντησε και εμείς παρατηρήσαμε τη –φανερή- ξενική του προφορά, οπότε το δεύτερο ερώτημα αφορούσε τον ίδιο, «δεν είμαι από εδώ, δυστυχώς», μας απάντησε ξανά, συμπληρώνοντας λίγο μελαγχολικά ότι θα μας τα πει σε λίγο.

Κάπου εδώ δεν χρειάζεται να πλατειάζω. Ο Δημήτρης μάς είπε ότι το όνομά του, το μη ελληνικό, είναι Μάχντι. Κατάγεται από τη Συρία, την οποία, απ’ ό,τι καταλάβαμε, εγκατέλειψε λόγω του πολέμου και έχει προσφύγει, εδώ και αρκετά χρόνια, στην Ελλάδα. Οι συγγενείς του, ο πατέρας του και τα δυο αδέρφια του, ζουν σε καταυλισμούς στην Τουρκία. Ο ένας αδερφός του είναι στα Άδανα, το άλλο μέρος, όπου βρίσκεται ο άλλος αδερφός και ο πατέρας, δεν καταφέραμε να το συγκρατήσουμε, είναι, όμως, κάπου στα σύνορα με τη Συρία. «Καλά είναι», μας είπε, «τους επισκέφτηκα φέτος, ίσως ξαναπάω να τους δω». «Θα γύρναγες;», τον ρωτήσαμε εμείς, «τρέχοντας, αρκεί να μπορώ, αρκεί και να υπάρχει τότε ακόμα Συρία», μας απάντησε. «Με ρωτήσατε, όμως, για την Αράδαινα. Ναι, είναι εδώ πιο πάνω. Την παράτησαν κάποτε, δεν ξέρω πότε, για μια κουδούνα κατσίκας. Ναι, για μια κουδούνα κατσίκας», είπε γελώντας, πριν συνεχίσει. «Κάποτε είχε κόσμο, τώρα πια δεν έχει, δεν ξέρω πότε έγινε το κακό. Ένα παιδάκι βρήκε, λένε, στο δρόμο μια κουδούνα, την πήρε. Ο ιδιοκτήτης της κατσίκας την ζήτησε πίσω και το παιδάκι δεν την έδινε. Ξεκίνησε έτσι βεντέτα που άφησε εφτά νεκρούς. Οι υπόλοιποι έφυγαν να γλιτώσουν, να σταματήσουν και οι σκοτωμοί». «Μα, για μια κουδούνα;», τον ρωτήσαμε εμείς, ίσως και λίγο αμήχανα. «Ναι, για μια κουδούνα. Δεν ξέρω, έτσι λένε, έτσι θα είναι. Αλλά, τουλάχιστον εδώ υπήρχε λόγος, ήταν μια κουδούνα. Στη χώρα μου σφάζονται εκατομμύρια εδώ και χρόνια χωρίς κανένα λόγο. Εδώ υπήρχε μια κουδούνα, εκεί γιατί;».

Στο τελευταίο αυτό ερώτημα πώς να απαντήσεις; Ποιος, άλλωστε, μπορεί όντως να απαντήσει, χωρίς να αποφύγει τις κοινοτοπίες; Έτσι, αντί για απάντηση, ευχηθήκαμε στο Μάχντι καλή επιστροφή και καλή και σύντομη επανένωση. Νομίζω ότι μια ευχή, έστω κοινότοπη και αυτή, είναι πιο χρήσιμη από ανόητα επιχειρήματα που αιτιολογούν –και σε πρόστυχα ή νοσηρά μυαλά δικαιολογούν- τις αναίτιες εκατόμβες ανθρώπων.

Φύγαμε από την Ανώπολη, αφού ο Μάχντι μας κέρασε λίγη ρακή. Όντως η Αράδαινα στην απογραφή του 1991 αριθμούσε μηδέν (!) κατοίκους, ενώ σε αυτήν του 2011 τέσσερις. Και όντως ο Μάχντι είχε δίκιο για τους λόγους της εγκατάλειψής της. Ελπίζω κάποτε να μπορέσει κάποιος να εξηγήσει και σε αυτόν και σε όλους τους σύγχρονους διεσπαρμένους το λόγο που οι ίδιοι αναγκάστηκαν να αφήσουν πίσω τους ανθρώπους νεκρούς, ανθρώπους ζωντανούς, σπίτια, δουλειά, παρέες, την ζωή τους όλη. Και τους λόγους που ακόμα τους κρατούν σε απόσταση από όσους αγαπάνε. Και, ναι, το καλοκαίρι ίσως να μην υπάρχουν «ειδήσεις», υπάρχουν όμως εμπειρίες που, αν έχεις την τύχη να τις βρεις στο δρόμο σου, σού χαρίζουν πλούτο απροσμέτρητο.

Ο Βασίλης Νάστος είναι φιλόλογος-εκπαιδευτικός.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.