ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Αν είχε φαντασία ο κ. Γαβρόγλου, θα το ονόμαζε “educatio delenda est” (η παιδεία πρέπει να καταστραφεί)…

Το πρώτο λάθος που κάνει κανείς, όταν προσπαθεί να κρίνει ή να αξιολογήσει μια κατάσταση, μια αλλαγή, μια πραγματικότητα –όσο ο όρος αυτός ευσταθεί-, είναι πως εκκινεί βασιζόμενος στο αξίωμα ότι η δική του γνώμη είναι και η σωστή ή ότι αυτή, έστω, αφορά την ευρεία κοινωνία. Το δεύτερο λάθος είναι ότι προχωρά στη διαδικασία αυτή γενικεύοντας ως κοινωνική τη δική του –ατομική και υποκειμενική- αφετηρία σκέψης. Τα δύο αυτά λάθη, στη φύση τους αναπόφευκτα, συνθέτουν τη βάση διεξαγωγής πολλών διαλόγων.

Ένας διάλογος μόλις ολοκληρώθηκε και ήταν από αυτούς που δικαιωματικά διεκδικούν το χαρακτηρισμό του «σημαντικού», καθώς αφορούσε την παιδεία (ντρεπόμαστε ακόμα να την ονομάσουμε, και επίσημα, «εκπαίδευση»), δηλαδή τη βάση της κοινωνίας, το σπόρο του μέλλοντος και ούτω καθ’ εξής. Είμαστε σε μια εποχή που το συναισθηματικό λεξιλόγιο πρέπει να σωπάσει, κατά πώς φαίνεται, για να προταχθεί ο ορθολογισμός. Παρά τις αρχικές μου διαπιστώσεις, δηλώνω φυσική αδυναμία να κρίνω με αφετηρία διάφορη της δικής μου σκέψης και τοποθέτησης την πρόσφατη περί μεταρρύθμισης ανακοίνωση του κ. Γαβρόγλου. Η αδυναμία αυτή απορρέει και από τον κοινωνικό μου ρόλο, αυτόν του φιλολόγου στις κατάπτυστες, κατά τον Υπουργό αλλά και άλλους απερχόμενους αρμόδιους, δομές παραπαιδείας.

Δεν χρειάζεται να πλατειάζει κανείς. Σίγουρα η κατάσταση, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, χρειάζεται αλλαγές θεμελιακές. Και σίγουρα οι αλλαγές αυτές δεν μπορούν να γίνουν υπό το πρίσμα των απόψεων –ή, ακόμα, και των συμφερόντων- ενός κλάδου, αφού το σοφό είναι ο γνώμονας να τίθεται με επίκεντρο το μαθητή και το μέλλον που αυτός προσπαθεί να οικοδομήσει. Να τίθεται και σε ένα πλαίσιο που θα λαμβάνονται υπ’ όψη οι ιδιαιτερότητες της κοινωνίας και με προοπτική (όσο είναι δυνατόν) τις επόμενες γενιές. Στην άλλη όψη του ίδιου πάντα νομίσματος εντοπίζονται οι πανελλαδικές εξετάσεις, οι οποίες μπορεί να αποτελούν ένα θεσμό διαυγή, αξιόπιστο και (γιατί όχι;) ιστορικά επιτυχημένο, ωστόσο υπόκειται και αυτός στην ανίκητη δύναμη του χρόνου, υφιστάμενος τις άφευκτες φθορές. Διαπίστωση: ναι, είναι απαραίτητη μια αλλαγή, που θα λειτουργήσει ως παιδευτική ώθηση, ως εφαλτήριο για έναν επαναπροσδιορισμό της έννοιας «παιδεία» και του τρόπου παροχής της στους μαθητές.

Προτάσσω το συμπέρασμά μου, το οποίο προέκυψε και ως ένας συναισθηματικός αντίκτυπος: η μεταρρύθμιση αυτή είναι ένα μετέωρο βήμα προς την αποτυχία. Ο Υπουργός, στην επιδίωξή του να καλλωπίσει το κείμενο, με το οποίο εξήγγειλε τη μεταρρυθμιστική του πρόθεση, μετήλθε πάρα πολλών νοηματικών ασαφειών και κενοτήτων. Δήλωσε ρητά ως σκοπό της μεταρρύθμισης: «να εξασφαλίσουμε στην ελληνική νεολαία μια παιδεία (σκόπιμη η υπογράμμιση του όρου) σύγχρονη και ελκυστική, που να ανταποκρίνεται στις πολύπλοκες απαιτήσεις μιας σύγχρονης και δημοκρατικής κοινωνίας, τόσο σε απόκτηση γνώσεων όσο και στην καλλιέργεια των αξιών (…) με ουσιαστική εμπλοκή εκπαιδευτικών και μαθητών μέσα στο σχολείο και όχι με αποστήθιση και με ακόμη μεγαλύτερη μείωση των κοινωνικών και γεωγραφικών ανισοτήτων που υπάρχουν σήμερα». Αυτό φυσικά θα επιτευχθεί και μέσα από την «ορθολογικοποίηση (!) των ήδη υπαρχόντων βιβλίων». Αναφορικά με τη Γ’ Λυκείου -την κατάληξη, δηλαδή, της δωδεκαετούς σχολικής φοίτησης-, δήλωσε ως πρόθεση «να έχουν οι μαθητές την εκπαίδευση (όχι παιδεία) που δικαιούνται σε μια σύγχρονη και δημοκρατική κοινωνία». Λόγια ωραία, σαν ευχολόγια, όμως, που αντανακλούν πλήρως μια «στρογγυλεμένη» ρητορεία προεκλογικής περιόδου, που θέλει να είναι ελκυστική, χωρίς γωνίες και χωρίς περιεχόμενο, ακριβώς επειδή το περιεχόμενο θέλει να (από)κρύψει. Παρόλα αυτά, συγκρατώ από τα ανωτέρω την πρόθεση για παροχή «παιδείας» σύγχρονης, συμβατής με τις απαιτήσεις μιας δημοκρατικής κοινωνίας, για καταπολέμηση της παπαγαλίας και για εκσυγχρονισμό (έτσι αντιλαμβάνομαι την ορθολογικοποίηση) των βιβλίων. Σε καμία από τις προθέσεις αυτές, όμως, δεν στηρίζει ο Υπουργός το σχέδιό του, θέση στην οποία θα επανέλθω.

Η παρεχόμενη από το κράτος εκπαίδευση (ή «παιδεία», όπως βαυκαλιζόμαστε) αποτελεί ένα συνεχές, που ξεκινά από τα μικράτα, για να αγγίξει την ενηλικίωση, φιλοδοξώντας να δομήσει τα βασικά πνευματικά και ηθικά χαρακτηριστικά του ατόμου, παρέχοντάς του ταυτόχρονα και απαραίτητα για το βιοπορισμό και την καθημερινότητα εφόδια. Ο Υπουργός το αναγνωρίζει, εν μέρει, αυτό, καθώς, όπως δήλωσε, μπορεί η αλλαγή να ξεκινά από τη Γ’ Λυκείου, ωστόσο «βαθμιαία θα επεκταθεί μέχρι και την Α’ Γυμνασίου». Όμως, αποφασίστηκε η μεταρρύθμιση να ξεκινήσει από τη Γ’ Λυκείου, καθώς εκεί «συγχέονται δύο εντελώς διαφορετικοί - αν όχι αντίθετοι - στόχοι: από τη μια ο διδακτικός/ παιδαγωγικός, που πρέπει να συντελείται “εντός της τάξης”, και από την άλλη η προετοιμασία για τις εξετάσεις, μια σύγχυση που ματαιώνει τελικά τόσο την προσπάθεια των εκπαιδευτικών όσο και το υποτιθέμενο όφελος για τους μαθητές της Γ΄ Λυκείου, που αδυνατεί, πλέον, να παίξει τον παιδαγωγικό και εκπαιδευτικό της ρόλο». «Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητο (…) η Γ’ Λυκείου να αναδιοργανωθεί, ώστε να αποκτήσει ξεκάθαρο σκοπό και περιεχόμενο και να λειτουργήσει ως ανάχωμα προστασίας της υπόλοιπης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης». Το ερώτημα που θέτει, μάλιστα, ο Υπουργός είναι «αν θέλουμε να είμαστε μια χώρα με σωστή παιδεία, όπου η Γ΄ Λυκείου θα παίζει τον εκπαιδευτικό της ρόλο, αν θα γίνουμε μια χώρα χωρίς Γ΄ Λυκείου ή, ακόμα χειρότερα, με μια Γ΄ Λυκείου που θα συνεχίσει να παριστάνει το άλλοθι, “ένα πουκάμισο αδειανό”». Η επίκληση στον Σεφέρη ως ευφυολόγημα έχει τη σημειολογία της…

Εδώ το λογικό κενό είναι μάλλον φανερό. Παρόλο που διαπιστώνονται προβλήματα σε όλο το εκπαιδευτικό οικοδόμημα, η αρμόδια επιτροπή αποφασίζει απλά να αλλάξει τη στέγη, ενώ τα θεμέλια παραμένουν σαθρά και οι υποδομές δεν βαστούν το «σπίτι». Μοιραία αυτό θα πέσει να μας πλακώσει. Και οι ζημιές, που θα προκληθούν, θα είναι ακόμα μεγαλύτερες. Ταυτόχρονα, παρά το ρητορικό πρόταγμα του «παιδευτικού ρόλου» της Γ’ Λυκείου, αυτή θα «παίζει τον ρόλο προπαρασκευαστικής τάξης για εισαγωγή στα ΑΕΙ».

Θυμάμαι εδώ μια φράση του John Watson, την οποία υφαρπάζω από το κείμενο «Το “Γιατί” και το “Γιατί όχι”» του Ευγ. Τριβιζά που διδάσκω στους μαθητές μου. «Είναι σκανδαλώδες», γράφει ο John Watson, «ότι τα σχολεία παραγεμίζουν τα παιδιά σαν γαλοπούλες με γνώσεις, ενώ αφήνουν τη φαντασία τους να λιμοκτονεί». Κάτι τέτοιο επιχειρεί να κάνει το Υπουργείο στη Γ’ Λυκείου, την οποία ουσιαστικά ακυρώνει ως σκέλος του Ενιαίου Λυκείου και ως πάροχο γενικών γνώσεων, καθώς «οι εγκύκλιες σπουδές ολοκληρώνονται στη Β’ Λυκείου». Απόδειξη της επιδίωξης αυτής είναι το αυστηρό, τεχνοκρατικής λογικής, «πακέτο» μαθημάτων της Γ’ Λυκείου. Πραγματικά, μιας και το ενδιαφέρον του Υπουργείου προσανατολίζεται στην παροχή μιας «ελκυστικής παιδείας», καλό θα ήταν να μάθουμε και πόσο παιδαγωγικά γόνιμη είναι η αξιοποίηση 27 διδακτικών ωρών για τη διδασκαλία τεσσάρων μόνο μαθημάτων…

Ταυτόχρονα, το Υπουργείο διατυπώνει μια λανθάνουσα, φανερή όμως, με μια προσεκτική ανάγνωση, εργαλειακή αντίληψη για τη σχολική γνώση. Προχωρά στην κατάργηση των Λατινικών, καθώς αυτά «σχετίζονται μόνο με τις φιλολογίες». Θα έμενα στη διατύπωση που συναρπάζει, όμως θα ήταν παρελκυστικό. Πρέπει κάποια στιγμή να αποσυνδέσουμε το σχολείο από την πρακτική-χρηστική του διάσταση. Γιατί, αν επιμείνουμε σε αυτή, τότε πρέπει να παραδεχτούμε ότι ως πρακτικές γνώσεις επαρκούν αυτές του Δημοτικού. Γράμματα να διαβάζουμε, νούμερα να μην μας κλέβει ο μπακάλης, και βασική Φυσική, για να καταλαβαίνουμε το λόγο που, παρόλο που η Γη γυρίζει, δεν πέφτουμε. Σίγουρα, η ανθρωπιστική γνώση δεν έχει έμφυτο πρακτικό χαρακτήρα. Και επειδή η τεχνοκρατική αντίληψη έχει την τάση της ισοπέδωσης του μη πρακτικού, η ενοποίηση της Νεοελληνικής Γλώσσας με τη Νεοελληνική Λογοτεχνία ολοκληρώνει τον παραλογισμό. Εδώ τα επιχειρήματα στερεύουν… Απλά κάποιος κάποτε είπε ότι, αφού και τα δύο έχουν κοινό προσδιορισμό το επίθετο «Νεοελληνική», ε, ας τα ενώσουμε, ρε αδερφέ… Πέρα από τους όποιους αστεϊσμούς, επιστρέφω στον Watson: το θάνατο της φαντασίας και της δημιουργικότητας θα τον βρούμε μπροστά μας ως κοινωνία…

Κλείνοντας, θα ήταν λάθος να μην αναφερθώ και σε ένα-δυο θετικά χαρακτηριστικά του νέου νόμου: η κατάταξη των τμημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ΤΕΠ και ΤΠΠΕ όπως και η αναβάθμιση της διαδικασίας της ενδοσχολικής εξέτασης, μέσα σε ένα τερατουργηματικό πλαίσιο βέβαια, θα μπορούσαν να έχουν θετική προοπτική. Ωστόσο, το Υπουργείο κάνει ένα θεμελιώδες λάθος. Απαντά σε λάθος ερωτήματα. Στόχος δεν είναι ποια μεταρρύθμιση θα κάνει πάταγο, ντόρο κτλ. Σε αυτό απάντησε σωστά: είναι η πρώτη «μεγάλη» μεταρρύθμιση εδώ και πολλά χρόνια. Μόνο που κάποιες φορές μεγάλα είναι και τα λάθη και οι πληγές που αφήνουν δυσθεώρητες. Το ερώτημα που έχει καλέσει η κοινωνία τον κ. Γαβρόγλου να απαντήσει είναι το είδος, το περιεχόμενο, ο σκοπός και η αποστολή που πρέπει να λάβουν η δημόσια και δωρεάν παιδεία και εκπαίδευση. Και η απάντηση σε αυτό πρέπει να είναι δημιουργική και θεμελιώδης. Τα μπαλώματα στην ταράτσα και μάλιστα από κακούς τεχνίτες είναι καταδικασμένα να είναι επιζήμια και βραχύβια.

Ο Βασίλης Νάστος είναι φιλόλογος-εκπαιδευτικός.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.