ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Η 28η Οκτωβρίου και η «ελληνικότητα» εν έτει 2018

Οι ημέρες μνήμης είναι ημέρες αναστοχασμού, ημέρες περισυλλογής, ημέρες ευθύνης και –γιατί όχι;- συνειδητοποίησης. Καθώς ο άνθρωπος είναι ον φύσει συλλογικό, που βρίσκει την πληρότητά του μέσα στη συνύπαρξη, η διαδικασία αυτή μπορεί να βρει ένα κάποιο νόημα μόνο μέσα από την τοποθέτηση του ατόμου στο πλαίσιο του (κοινωνικού) συνόλου. Η εθνική επέτειος της 28ης Οκτωβρίου δεν διαφεύγει από αυτό το πλαίσιο ερμηνείας. Και αυτή, όπως και κάθε επέτειος, είναι συνδεδεμένη με κάποιας μορφής μεγαλείο, ένα μεγαλείο που νοείται σε επίπεδο συλλογικό. Απλώς, παραφράζοντας αρκετά τον Νίτσε, σε ένα τέτοιας φύσης και σύστασης επίπεδο είναι πολύ πιθανό να εμφανιστεί και η παράνοια –ο Νίτσε τη θεωρούσε μάλλον κανόνα.

Γνωρίζω ότι κάνω τον μάντη κακών. Όμως η πρόσφατη πείρα των μόλις προηγούμενων ετών δικαιολογεί την πρόβλεψη. Πάλι κάποιος μαθητής που θα προέρχεται από κάποια αραβική ή αφρικανική χώρα θα χρηστεί σημαιοφόρος σε κάποια μαθητική παρέλαση. Και πάλι θα ξεκινήσει η ανόητη συζήτηση για το «αν έχει το δικαίωμα ο μετανάστης να παρελαύνει ως σημαιοφόρος». Ανόητη για πολλούς λόγους, οι οποίοι δεν άπτονται του θέματος του παρόντος κειμένου. Πάλι κάποιος εθνικιστής ή κάποιος υπερπατριώτης θα αρχίσει να δηλητηριάζει το μήνυμα της επετείου με άναρθρες κραυγές σε θέση επιχειρήματος, οι οποίες θα κάνουν λόγο για το αίτημα της «εθνικής καθαρότητας», για το φόβο «αλλοίωσης της ελληνικότητας από την εισβολή των λαθρομεταναστών», τονίζοντας ότι δεν είναι ρατσιστής, αλλά διατυμπανίζει την ανησυχία του, επισείοντας τους κινδύνους που πιθανότατα στο άμεσο μέλλον θα κληθεί η χώρα να αντιμετωπίσει.

Είναι εποχές παράξενες και δύσκολες να επικαλείσαι την Ελλάδα και την ιδιότητα του Έλληνα ή το χαρακτηρισμό του πατριώτη. Καθώς αυτές εκπέμπονται από φωνές νοσταλγών του Χίτλερ και άλλων μορφών ολοκληρωτισμού, από όψιμους Μακεδονομάχους, που αγωνιούν για την πολιτική τους επιβίωση και μόνο, και από άλλους υστεριάζοντες δελαπατρίδηδες οι έννοιες αυτές διαστρεβλώνονται και αποκτούν ένα σημαινόμενο συναφές του φόβου, της μισαλλοδοξίας, του μίσους, της βίας –στην καλύτερη περίπτωση της υστερίας. Από τη στιγμή που η ελληνική σημαία έγινε στόλισμα των γραφείων των Νεοναζί και οι Νεοναζί, με την έγκριση της κοινωνίας, έγιναν «κόμμα» κοινοβουλευτικό, ήταν αναμενόμενο ο συμβολισμός της να υποστεί πλήγμα πανίσχυρο. Το πλήγμα αυτό, όμως, αντί να κλείνει, κακοφορμίζει και επεκτείνεται από κάθε λογής εμπόριο πατριδοφροσύνης, στο οποίο επιδίδονται λογής-λογής πατριδοκάπηλοι των ημερών μας.

Δεν γνωρίζω πόσο ζυγίζω εγώ και τα λόγια μου σε αυτό το ιδιότυπο πατριδόμετρο που έχει εφευρεθεί τα τελευταία αυτά χρόνια. Δεν γνωρίζω ούτε πόσο ζυγίζουν και όλοι οι υπόλοιποι που αγανακτούν με αυτήν την –επιβαλλόμενη- αρρωστημένη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που, παρόλο που είναι ισχνά μειοψηφική, επιβάλλεται με την εντυπωσιακή και θορυβώδη της παραφροσύνη. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πότε και από τι υλικά φτιάχτηκε αυτή η ζυγαριά που υπολογίζει το «ελληνικό βάρος» του καθενός, κατατάσσοντάς μας σε κατηγορίες: εθνοπροδότες, μειοδότες, εθνομηδενιστές και, εσχάτως, μακεδονοκλάστες. Ωστόσο, θα ήταν χρήσιμο στην ζυγαριά αυτή να μετρηθούν και κάποιες από τις παρακάτω δηλώσεις.
«Η ελληνικότητα είναι ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα, τρόπος ασυνείδητος». Καθώς η ελληνικότητα αυτή, με το σύγχρονό της περιεχόμενο, αναπτύχθηκε σε ένα γεωγραφικό χώρο, όπου κυριαρχούσε η καταπίεση, το σπαθί, το αίμα και το τουφέκι, αναγνωρίστηκαν ως «αυτοκράτωρ λαός όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Βλάχοι, Αρμένηδες, Τούρκοι και κάθε άλλον είδος γενεάς. (Οι Έλληνες) δέχτηκαν όλους τους αδικημένους ξένους και όλους τους εξορισμένους από την πατρίδα των δι’ αιτίαν της ελευθερίας». Η Ελλάδα, λοιπόν, από καταβολής άντλησε την ιδιαιτερότητά της από το γεγονός ότι γεωγραφικά «βρισκόμαστε σ' ένα σταυροδρόμι, δεν ήμασταν ποτέ απομονωμένοι. Μείναμε πάντα ανοιχτοί σ' όλα τα ρεύματα -Ανατολή και Δύση- και τ' αφομοιώναμε θαυμάσια τις ώρες που λειτουργούσαμε σαν εύρωστος οργανισμός».

Για το λόγο αυτό η έννοια «Έλληνας» δεν μπορεί να νοείται αντιδραστικά, δεν μπορεί να νοείται με όρους απομονωτισμού. Δεν μπορεί να γεννά αισθήματα καχυποψίας και φόβου προς το διαφορετικό, γιατί σε αυτό στηρίχτηκε στην ιστορική της διαδρομή. Είναι μια ταυτότητα, πολιτισμική κυρίως, που υπερβαίνει τα στενά εθνικά όρια και δεν προσδιορίζεται φυλετικά, όπως και κάθε αντίστοιχη ταυτότητα. Αντίθετα, δομεί μέσα από το σεβασμό στη διαφορετικότητα -τη διαφορετικότητα που αποτελεί στολίδι και ομορφιά- ένα συνεχές με τον άνθρωπο στο επίκεντρό της. «Πιστεύω στην ελληνικότητα που εξαφανίζει τις διαφορές. Από την ώρα που μας βοηθάει η Ελλάς να γίνουμε άνθρωποι με μια παγκοσμιότητα πολύ καλώς, από την ώρα, όμως, που μας δίνει μια φουστανέλα και μας εμποδίζει να υπάρχουμε με τους άλλους συνανθρώπους είναι κάτι το αντιδραστικό. Αν αυτό που λέμε “ελληνικό” είναι εμπόδιο να ενωθούμε με έναν άλλον είναι καταδικαστέο, αν είναι βοηθητικό είναι υπέροχο». Για τον λόγο αυτό, η έννοια «Έλληνας» πρέπει να πάψει να εκστομίζεται διχαστικά, πολωτικά. Ακόμα και όσοι, γνήσια και άδολα, την επικαλούνται με μια διάθεση να αμυνθούν σε ό,τι πιθανόν να τους τρομάζει, ίσως έχει έρθει η ώρα να συνειδητοποιήσουν ότι «καιρός είναι η έννοια “Έλληνας” να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος. Και τότες πιστεύω πως θα συνδεθούμε με μια πιο βαθιά παράδοση που, κατά σύμπτωση, είναι κι αυτή γνησίως ελληνική».

Φοβάμαι ότι, αν τα όσα αναγράφονται στις δύο προηγούμενες παραγράφους, μπουν ποτέ και ζυγιστούν στο πατριδόμετρο, θα προσδιοριστούν ως λόγια εθνοπροδοτών ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, φοβισμένων ριψάσπιδων. Καιρός είναι να αποκαλυφτούν, λοιπόν, οι εθνικοί αυτοί μειοδότες. Το πρώτο απόσπασμα αποτελεί περικοπή λόγων του Οδυσσέα Ελύτη (από το ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ: «Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα», 1979), το δεύτερο του Ρήγα Βελεστινλή («Νέα Πολιτική Διοίκηση των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας», 1797), το τρίτο του Γιώργου Σεφέρη («Δοκιμές», τ.2, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1974), ενώ τα δύο επόμενα του Μάνου Χατζιδάκι: από το αρχείο του Γιώργου Ζεβελάκη το πρώτο (προσβάσιμο από το «Youtube»), από το κείμενο «Η σημασία μιας παράδοσης στο καιρό μας», 1985, το δεύτερο.

Αντιλαμβάνομαι τη φυσική ανθρώπινη ανάγκη του αυτοπροσδιορισμού, η οποία αποτελεί και κύριο μέσο ένταξης σε ένα κοινωνικό σύνολο. Την ίδια αισθάνομαι και εγώ. Μια φυσική τυχαιότητα, μια αλληλουχία τυχαίων γεγονότων και στιγμών, συνέβαλε στη γέννησή μου στον τόπο αυτό. Σε αυτήν την τυχαιότητα χρωστάω το σεβασμό που τής αρμόζει. Τον χρωστάω, όμως, ως φόρο τιμής και ως χάρη για ένα δώρο που μού δόθηκε –την ύπαρξη- χωρίς ποτέ να το ζητήσω. Αλίμονο αν τον χρωστάω ως λογαριασμό μίσους. Η ταυτότητα αυτή, η πολιτισμική, γιατί το κυνήγι της εθνικής συνέχειας είναι μια χίμαιρα που οδηγεί στην καταστροφή, είναι ένας τρόπος να συστήνεσαι, μια σταθερά με εξελικτικές δυνατότητες. Ένα πρώτο βήμα να γνωρίσεις τον κόσμο. Η στασιμότητα την πνίγει, το ίδιο και η περιχαράκωση.

Σε έναν κόσμο που διαρκώς εξελίσσεται, που διαρκώς αλλάζει, είναι μάταιο να κλείνεις τα μάτια σου, παριστάνοντας ότι δεν τον βλέπεις, δεν τον καταλαβαίνεις. Ακόμα πιο μάταιο να τον φοβάσαι. Όσοι προφητεύουν την αλλοίωση του ελληνικού πολιτισμού από την εισροή ταλαιπωρημένων ανθρώπων –προσφύγων και μεταναστών- και όσοι πιστεύουν σε προαιώνιους εχθρούς και στο όνομα των φόβων αυτών ζητούν μια «επιστροφή στις ρίζες», μάλλον φανερώνουν ένα άλλου τύπου φόβο. Φόβο ότι αυτή η περίφημη ελληνική ταυτότητα δεν είναι ικανή να αντέξει τις προκλήσεις του «σήμερα». Δειλία, παρά αποφασιστικότητα φανερώνει αυτή η τάση της περιχαράκωσης. Επιστρέφω στον Σεφέρη, πάλι στις «Δοκιμές» του: «Τώρα που ο τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη;».

Υπάρχει, άραγε, μεγαλύτερη τιμή από να κερδίσει ένας τόπος την αγάπη ενός ανθρώπου που δεν γεννήθηκε σε αυτόν, αλλά βρέθηκε σε αυτόν συμπτωματικά, μετά από μια οδύσσεια πόνου και δυστυχίας; Αυτό είναι ένα από νέα στοιχήματα. Και όσο και αν δηλώνω τον προβληματισμό μου περί του περιεχομένου, του συμβολισμού και της σκοπιμότητας των μαθητικών παρελάσεων, νομίζω ότι η εικόνα ενός παιδιού που χαμογελάει, από όποια χώρα και αν προέρχεται, είναι η μεγαλύτερη νίκη που έχουν ποτέ επιτύχει.

Ο Βασίλης Νάστος είναι φιλόλογος-εκπαιδευτικός.

1 αναγνώστες σχολίασαν

Συμμετοχή στην συζήτηση
  1. SPARTA. 17:36 28/10/2018

    Ή 28η Οκτωμβρίου σαν Εθνική γιορτή έχει χάσει πλέον το νοημά της.Ειδικά με αυτή την ξεφτυλισμένη, προδοτική και ανθελληνική κυβελρνηση Τσίπρα,Καμμένου.Ή Ελλάδα έχει παραδωθεί στους ξένους τοκογλύφους και στους Ισλαμιστές λαθροεισβολείς.Οι Αλβανοί τους οποίους νίκησαν οι Έλληνες σαν συνεργάτες των Ιταλών το 1940, σήμερα βρίσκονται στην Ελλάδα, έχουν κάνει προκοπή και περιουσίες και εξακολουθούν να κλέβουν, να βιάζουν και να σκοτώνουν τους Έλληνες πολίτες.Ό παππούς μου πήγε στην Αλβανία, πολέμησε και γύρισε με τα πόδια στην Ελλάδα.Εάν ζούσε σήμερα θα του έλεγα ότι δεν θα έπρεπε να πάει και να πολέμησει. Για αυτή την χώρα μπουρδέλο όπως είναι η Ελλάδα σήμερα δεν αξίζει να αγωνίζεται κανείς.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.