ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Ποιος έκλεψε τα Χριστούγεννα;

Εκείνο το απόγευμα της παραμονής των Χριστουγέννων ο πατέρας μου γύρισε με βαρύ βήμα και άδεια χέρια. Χωρίς τα δώρα. Χωρίς τις τσάντες που κρέμονταν από τα χέρια του και συνήθως έπεφταν τα πράγματα και μας φώναζε για βοήθεια. Τον είδα που ανέβηκε τα σκαλιά, στάθηκε στο κεφαλόσκαλο και είπε κάτι ψιθυριστά στη μαμά. Όλο το πρωί περίμενε τον εργολάβο να τον πληρώσει για τις εργασίες που είχε κάνει με το συνεργείο του στην πολυκατοικία της αντιπαροχής αλλά εκείνος δεν φάνηκε ούτε έστω να του δώσει κάτι τι για να περάσει ο ίδιος και οι εργάτες του τις γιορτές. Τι να πει στα παιδιά που περίμεναν τα δώρα τους. Πώς να δικαιολογηθεί στη γυναίκα του; Με άδειες τσέπες πώς να κάνεις Χριστούγεννα; Όσο θυμόταν τις περασμένες χρονιές που πήγαινε στην αγορά και γυρνούσε φορτωμένος κρέατα και λαχανικά τόσο τον έπνιγε το παράπονο. ``Θα περάσουμε με αυτά που έχουμε`` Η μαμά σκούπισε να δάκρυά της και έτρεξε να προλάβει το κρεοπωλείο της γειτονιάς. Ευτυχώς, η γιαγιά έλειπε, θα περνούσε τις γιορτές στο σπίτι της θείας Αθηνάς που μύριζε λαχταριστά φαγητά και κουραμπιέδες. Το δέντρο έφτανε ως το ταβάνι και ο Αι Βασίλης έκανε διπλή βάρδια για να προλάβει τα ανυπόμονα ξαδέλφια μου. ``Του χρόνου θα είμαστε καλύτερα`` , έλεγε η μπαμπάς .``Θα είναι καλύτερες μέρες``, συμφώνησε η μαμά. Δεν θυμάμαι τι φάγαμε. Μόνο την αδελφή μου που έτρεχε πίσω από το σκύλο της γειτόνισσας. Το παιδικό μου μυαλό ήταν κολλημένο στις`` καλύτερες μέρες`` . Θεωρούσα εκείνα τα Χριστούγεννα σαν μια αίθουσα αναμονής, ένα βήμα προτού γευτώ τις καλύτερες μέρες. Ούτε μπορούσα να σκεφτώ με τι θα έμοιαζαν οι καλύτερες μέρες. Το μόνο που έκανα ήταν να κοιτάξω έξω από το παράθυρο. Όλα ήταν χιονισμένα, λευκά και στο βάθος ο μπλε ουρανός.
``Καλά Χριστούγεννα``, έγραφαν οι κάρτες που έφτασαν λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Ευχές, πολλές ευχές . Πηγαίνει στην Τρίτη Δημοτικού και είναι πολύ χαρούμενος που θα είναι ο μάγος Βαλτάσαρ στη γιορτή του Σχολείου. Κανονικά θα έκανε το Φωτεινό αστέρι. Ευτυχώς, ο φίλος του, ο Πέτρος, που βαριότανε τις πολλές πρόβες καπάρωσε το ρόλο. Θα στεκόταν ακίνητος πάνω από την φάτνη. Την τελευταία στιγμή κατάφερε να πείσει την κυρία Ελένη , ότι δεν ήθελε να είμαι ο άγγελος που ανεβοκατεβαίνει στον ουρανό την μέρα που γεννιέται ο Χριστός. Εκείνος ήθελε να είναι ο ένας από τους τρεις μάγους. Του άρεσαν οι μάγοι που παρακολουθούσαν τα άστρα και έτσι κατάλαβαν τη γέννηση του Χριστού. Παραμονή Χριστουγέννων. Χιονίζει. ``Χιόνια στο καμπαναριό``. Η μάνα του έχει σηκωθεί από νωρίς για να πάει για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια της τελευταίας στιγμής. Εκείνος κάνει τον κοιμισμένο. Και τι δε θα ‘δινε να ήταν μεγάλος σαν τον αδελφό του τον Σπύρο που σπούδαζε σε άλλη πόλη. Όλοι του έκαναν τα χατίρια. Γιατί ερχόταν στο σπίτι μόνο στις γιορτές. ``Αχ, έλατο, αχ έλατο. ``Έλα να βοηθήσεις με τα φωτάκια του δέντρου``, του φώναξε ο μπαμπάς από το σαλόνι. Ήταν σκαρφαλωμένος στη σκάλα προσπαθώντας να ισιώσει το φωτεινό αστέρι του δέντρου. ``Αχ, έλατο, αχ έλατο`` Εκείνος δεν έγινε ποτέ ο μάγος Βαλτάσαρ.

``Αγόρι μου, έλα να δεις το δώρο σου!`` , του είπε η γιαγιά και άνοιξε διάπλατα την πόρτα. Μπήκε μέσα σαν σίφουνας . Είδε το κουτάβι που έστεκε κάτω από το δέντρο. Είχε κανελί τρίχωμα και λυπημένα μάτια. Το βρήκε η γιαγιά γυρίζοντας από την εκκλησία στο κατώφλι του σπιτιού της, ξεπαγιασμένο και νηστικό. Το πήρε μαζί του. Ο μπαμπάς του χάιδεψε το κεφάλι και η μαμά του έδωσε μπόλικο φαγητό. ``Πώς θα τον φωνάζουμε`` ρώτησε ο μπαμπάς. ‘΄Βαλτάσαρ``, είπε σχεδόν ευτυχισμένος. Ξαναγύριζε συχνά σε εκείνη την ανάμνηση. Μεγάλωσε, σπούδασε, έκανε δικιά του οικογένεια. Και τι δεν θα’δινε να ξαναζούσε εκείνα τα Χριστούγεννα όπου όλα ήταν πιθανά και ο Άγιος Βασίλης σου έφερνε πάντα δώρο. ``O δυτικός πολιτισμός αποθεώνει τα Χριστούγεννα. Είναι οι γεύσεις και οι μυρωδιές που έρχονται στο μυαλό μας και μετά κατεβαίνουν στην ψυχή μας``, λέει ο Θανάσης, σεφ, που με τις δημιουργίες του στηρίζει ένα επιτυχημένο μαγαζί. Η αλήθεια είναι ότι ακόμα και τις γιορτές νιώθει καλύτερα μέσα στο γαστρονομικό του παράδεισο.
Το σπίτι ήταν στολισμένο και ζεστό. Εμείς βγαίναμε να πούμε τα κάλαντα και όλοι μας έλεγαν ``ελάτε να μας τα πείτε``. Ο μπαμπάς είχε πάρει τα δώρα από το Μινιόν και τον Κατράντζο. Τον θυμάμαι να βάζει στα ποτήρια το κρασί. Και τη μαμά να σερβίρει τη γαλοπούλα στο καλό σερβίτσιο. Η ζέστη, η ατμόσφαιρα, οι μυρωδιές, τα δώρα, τα χαμόγελα. Κανείς δεν μπορεί να μας κλέψει τα Χριστούγεννα. Καλά Χριστούγεννα!

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.