ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Σκέψεις εν θερμώ για το αποτέλεσμα των Εκλογών της 26ης Μαΐου...

Καμιά εκλογική αναμέτρηση δεν διεξάγεται στο κενό. Υπάρχουν πάντα κάποιες αρχικές συνθήκες, οι οποίες διαμορφώνουν το σημείο αφετηρίας της. Στη δική μας περίπτωση το σημείο αυτό εντοπίζεται μάλλον στον Γενάρη και τον Ιούλιο του '15. Λιγότερο στον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους. Ήταν η χρονιά που η κοινωνία βίωσε το τραυματικό σοκ της προσγείωσης σε μια αντίληψη της πραγματικότητας ως μονοδρόμου. Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου ήταν πολύ άμεσες, ώστε να αντιδράσει. Η οργή που είχαν προκαλέσει τα χτυπήματα της κυβέρνησης Σαμαρά επίσης.

Καμιά εκλογική αναμέτρηση, επίσης, δεν αφορά διλήμματα. Είναι μια διαδικασία πολυπολική, όσο και αν η ανάγνωση των αποτελεσμάτων περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό στους δύο ισχυρούς πόλους, που -κακά τα ψέματα- είναι αυτοί που αφορούν περισσότερο το ευρύτερο μέρος της κοινωνίας.

Το διακύβευμα κάθε εκλογής, ωστόσο, δεν είναι πάντα τόσο ξεκάθαρο. Οι εκλογές που μόλις ολοκληρώθηκαν ήταν εκλογές που αφορούσαν την πορεία και τη θέση της χώρας στην Ενωμένη Ευρώπη, στοιχείο το οποίο παραγνωρίστηκε από τα περισσότερα κόμματα που συμμετείχαν. Εξαίρεση ήταν το κόμμα του κ. Βαρουφάκη που επιβραβεύτηκε για την πολιτική του στάση, μπαίνοντας στον εκλογικό χάρτη της χώρας. Ωστόσο, ακόμα και με νόθο διακύβευμα, αποτέλεσμα αποτυπώθηκε, ένα αποτέλεσμα που δεν προέκυψε τυχαία, αναίτια. Με μια πρώτη ανάγνωση, οι εκλογές αυτές είχαν να δώσουν απάντηση σε μια δυσεπίλυτη εξίσωση, που εσώκλειε μια λογική αντίφαση και ένα οντολογικό αδύνατο: ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να ηττηθεί και η Ν.Δ. να μην κερδίσει. Αποδείχτηκε, εκ των πραγμάτων ανέφικτη η επίλυση του προβλήματος αυτού.

Ο ΣΥΡΙΖΑ επεδίωξε να αντιστρέψει το εναντίον του κλίμα, το οποίο είχε διαμορφωθεί με ακέραιη τη δική του υπαιτιότητα. Κατά την περίοδο της κυβέρνησης Σαμαρά είχε καλλιεργήσει προσδοκίες πολύ μεγαλύτερες του εφικτού. Αυτές αποδείχτηκαν φούσκα, μια αυταπάτη, όπως έσπευσε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας να διευκρινίσει. Ο Ιούλιος του ΄15 τον προσγείωσε απότομα σε μια «πραγματικότητα», σε έναν ωμό ρεαλισμό. Το αν ήταν η απόληξη αυτή αποτέλεσμα της ανεπάρκειας, της ονειροπώλησης, του λαϊκισμού ή του συμβιβασμού είναι δύσκολο να αναλυθεί σε λίγες λέξεις. Σίγουρα, σε κάποιο βαθμό, ήταν ένα κράμα αυτών. Αυτά τα «προδομένα όνειρα» δεν τα πλήρωσε βραχυπρόθεσμα, καθώς η κοινωνία δεν είχε προλάβει να συνέλθει. Προκάλεσαν, όμως, απογοήτευση, και οργή, στοιχεία που δεν διαμορφώνουν γόνιμο το έδαφος για όποιον θέλει να κυβερνήσει.

Σε αυτά τα τέσσερα χρόνια η κυβέρνηση διέπραξε λάθη. Ποιο κυβερνών κόμμα, άλλωστε, τα αποφεύγει; Το μεγαλύτερό του, όμως, ήταν η αδιαφορία του να διατηρήσει μια κάποια ταυτότητα. Είτε με την αποκήρυξη –ακόμα και στοχοποίηση- παλιών του συνοδοιπόρων, είτε με την αδυναμία του να αρθρώσει μια απλή –έστω και υποκριτική- συγγνώμη προς την κοινωνία, φανέρωσε πως κύριό του μέλημα ήταν η λανθάνουσα μεταστροφή του σε κομματικό σχηματισμό του κεντρώου χώρου. Αυτή η επιδίωξη έγινε εμφανέστερη μετά το διαζύγιο με τους ΑΝΕΛ. Θεώρησε ότι με το άθροισμα δυνάμεων, θα συσπειρώσει γύρω του έναν χώρο που φάνταζε ακηδεμόνευτος, αυτόν της λεγόμενης κεντροαριστεράς. Μόνο που το άθροισμα αυτό σε κοινωνικό επίπεδο δεν είναι πάντα εποικοδομητικό. Κάποιες φορές λειτουργεί αποδομητικά.

Στην τελική ευθεία έπαιξε το γερό της χαρτί. Αυτό του φόβου και της ανησυχίας. Σε αυτήν την επιδίωξη συνέβαλε και ο πρόεδρος της Ν.Δ. Η αλήθεια να λέγεται: ο κ. Μητσοτάκης με τη ρητορική του ανεπάρκεια έκανε τα πάντα, για να χάσει. Ωστόσο, αυτό που ξέχασε ο κ. Τσίπρας ήταν ότι ο ίδιος κυβερνά τη χώρα. Όσο και αν προσπάθησε να δαιμονοποιήσει –δίκαια ή άδικα, το μέλλον θα δείξει- τον αντίπαλό του, δεν υπολόγισε κάτι βασικό. Δεν έβαλε στην ζυγαριά τα ξεθωριασμένα όνειρα της κοινωνίας και τις φρούδες υποσχέσεις του παρελθόντος, αυτές που την έκαναν να αισθάνεται αμήχανη στην καλύτερη των περιπτώσεων, προδομένη στη χειρότερη. Και όσο και αν πόνταρε στην επικοινωνιακή του ανωτερότητα, δεν σκέφτηκε επίσης το στοιχείο της οργής: η οργή χτυπάει, μοιραία, την κυβέρνηση. Και την αποδομεί προς πολλές κατευθύνσεις, προς πολλούς πόλους. Γιατί, όσο και αν πάντα υπάρχει ένας κύριος αντίπαλος, είναι δείγμα αλαζονείας η υποτίμηση των υπολοίπων.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δικαίως έχασε. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ΝΔ δικαίως κέρδισε. Όπως, όμως, φάνηκε δεν γινόταν να μην κερδίσει. Δεν χρειάστηκε να κάνει και πολλά, για να επιτύχει τον στόχο της. Ο χρόνος είναι από μόνος του μια επαρκής συνθήκη, ώστε να ξεχαστούν τα δικά της λάθη, οι δικές της κυβερνητικές θητείες, το δικό της παρελθόν.

Στις επερχόμενες εθνικές εκλογές φαντάζει το ακλόνητο φαβορί. Και πιθανότατα θα τις κερδίσει. Ωστόσο, καλό θα είναι να μην κάνει το λάθος και να πορευτεί με τη μανία και τον ρεβανσισμό της αμετροεπούς μετριότητας που διακρίνει τον δημόσιο λόγο πολλών στελεχών της. Γιατί συχνά το «νέο» γεννά ελπίδες και –πιθανόν- θετική δυναμική. Κάποιες φορές όμως όχι. Ειδικά αν αυτό το «νέο» φανεί πως είναι δοκιμασμένο στο παρελθόν και αμετανόητο.

1 αναγνώστες σχολίασαν

Συμμετοχή στην συζήτηση
  1. ν.σ 11:43 28/05/2019

    ΓΡΑΦΕΙΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΦΛΗΝΑΦΛΗΜΑΤΑ. ΟΙ ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ ΠΗΡΑΝ ΣΤΟ ΛΑΙΜΟ ΤΟΥΣ ΤΟ ΣΥΡΙΖΑ. ΑΛΛΟΙΩΣΑΝ ΤΗΝ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ. ΩΣ ΤΕΤΟΙΟΥΣ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΕΧΕΙ ΚΑΜΙΑ ΑΝΑΓΚΗ.ΟΥΣΤ. ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΑΞΙΖΟΥΝ ΣΑΝ ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΕΣ

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.