ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΚΑΙ Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΚΕΡΚΥΡΑ...

Τελευταίες ημέρες στην Κέρκυρα πριν την επιστροφή στο μαγγανοπήγαδο της Αθήνας. Στον "Ερανιστή" ένα αξιόλογο σάϊτ βρήκα ένα εξίσου αξιόλογο κείμενο του Θανάση Μπαντέ για τον εμφύλιο στην Κέρκυρα, όπως τον ιστορεί ο Θουκυδίδης. Επειδή όχι μόνον εγώ, αλλά και φίλοι Κερκυραίοι, που ρώτησα, αγνοούσαν το ιστορικό γεγονός σκέφτηκα να αναδημοσιεύσω τμήμα του κειμένου. Εξυπακούεται πως καλό θα ήταν -και ειδικά όσοι θέλουν να διαβάσουν ολόκληρο το κείμενο- να ανατρέξουν στο σάιτ για να διαβάσουν και τις απόψεις του συντάκτη για την έννοια της ιστορίας. Και τους προτρέπω να το κάνουν. Μην ξεχνάμε ότι η διαμάχη της Κέρκυρας με την Κόρινθο στάθηκε η απαρχή του Πελοποννησιακού πολέμου. Ενός πολέμου, που η έκβαση της αναμέτρησης Αθήνας - Σπάρτης, με την επικράτηση της δεύτερης, σήμανε την αρχή του τέλους για την αρχαία Ελλάδα και η περιγραφή του από τον Θουκυδίδη τον έχει καταστήσει παγκόσμιο ανάγνωσμα και αντικείμενο επιστημονικής μελέτης και διδασκαλίας στα κορυφαία πανεπιστήμια του κόσμου. "Υψηλή στρατηγική" χωρίς Θουκυδίδη και Πελοποννησιακό Πόλεμο δεν υπάρχει ως μάθημα ούτε ως θεωρία...

...Οι Κερκυραίοι βρέθηκαν στο επίκεντρο της διένεξης με τους Κορινθίους σχετικά με την Επίδαμνο. Οι Κορίνθιοι έδειξαν αδιάλλακτη στάση. Έστειλαν πλοία για ναυμαχία. Οι Κερκυραίοι, επίσης αδιάλλακτα, έκριναν ότι έπρεπε να συγκρουστούν. Οι Κορίνθιοι ήταν ολιγαρχικοί και σύμμαχοι της Σπάρτης. Οι Κερκυραίοι ζητάν τη βοήθεια της Αθήνας και πετυχαίνουν συμμαχία. Τα πράγματα γίνονται οριακά. Τώρα πλέον είναι ζήτημα υψίστης σημασίας το αν θα επικρατήσει στην Κέρκυρα η δημοκρατική ή η ολιγαρχική παράταξη. Οι ξένες δυνάμεις προσπαθούν να ρυθμίσουν τα εσωτερικά της Κέρκυρας: «Ο εμφύλιος σπαραγμός στην Κέρκυρα άρχισε όταν γύρισαν σ’ αυτήν όσοι είχαν αιχμαλωτιστεί στις ναυμαχίες που έγιναν γύρω από την Επίδαμνο. Οι Κορίνθιοι τους είχαν ελευθερώσει τάχα επειδή οι πρόξενοι των Κερκυραίων στην Κόρινθο είχαν δώσει εγγύηση οχτακόσια τάλαντα, πραγματικά όμως επειδή τους είχαν πείσει να κάμουν την Κέρκυρα σύμμαχο της Κορίνθου. Και δούλευαν μυστικά οι άντρες αυτοί, πλησιάζοντας τους συμπολίτες τους έναν έναν, για να αποσπάσουν την πόλη τους από την αθηναϊκή συμμαχία. Όταν έφτασαν στην Κέρκυρα ένα αθηναϊκό καράβι κι ένα κορινθιακό, το καθένα με πρέσβεις, κι έγινε δημόσια συζήτηση, οι Κερκυραίοι αποφάσισαν, ύστερα από ψηφοφορία, να μείνουν σύμμαχοι των Αθηναίων, σύμφωνα με τη συνθήκη που είχαν κάμει μαζί τους, να έχουν όμως φιλικές σχέσεις και με τους Πελοποννησίους, όπως παλιότερα». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 70).

Φυσικά, αυτό το πολιτικό δίπολο, δημοκρατικοί – ολιγαρχικοί, δεν είναι καινούργιο στην Κέρκυρα. Το καινούργιο είναι το αποφασιστικό της σημασίας για την υπεροχή του ενός ή του άλλου. Το ότι η πολιτική σκηνή στην Κέρκυρα αποκτά «διεθνείς» (για την εποχή) διαστάσεις. Με άλλα λόγια η εσωτερική πολιτική σκηνή της Κέρκυρας γίνεται πεδίο της εξωτερικής πολιτικής των άλλων πόλεων. Ήδη περιφέρονται άνθρωποι που εκπροσωπούν ξένα συμφέροντα. Είναι ζήτημα χρόνου το πότε θα δυναμιτιστεί το κλίμα. Η τραγωδία της Κέρκυρας έχει αρχίσει: «Ταυτόχρονα, οι άλλοτε αιχμάλωτοι, έκαμαν καταγγελία εναντίον του Πειθία, που ήταν αυτοδιορισμένος πρόξενος των Αθηναίων κι αρχηγός του δημοκρατικού κόμματος, κατηγορώντας τον ότι θέλει να υποδουλώσει την Κέρκυρα στους Αθηναίους. Ο Πειθίας αθωώθηκε και με τη σειρά του κατάγγειλε πέντε από τους πολιτικούς του αντιπάλους, τους πλουσιότερους, κατηγορώντας τους ότι κόβουν στηρίγματα για τα κλήματά τους από τα ιερά άλση του Δία και του Αλκίνοου. Το πρόστιμο που προβλεπόταν από το νόμο για κάθε στήριγμα ήταν ένας στατήρας. Οι πλούσιοι καταδικάστηκαν, κι επειδή το πρόστιμο ήταν πολύ μεγάλο, κάθισαν ικέτες στους ναούς, ζητώντας να πληρώσουν με δόσεις. Ο Πειθίας όμως, που ήταν επίσης και μέλος της βουλής, την έπεισε να εφαρμόσει το νόμο. Οι πέντε καταδικασμένοι, επειδή και νόμιμες δυνατότητες δεν είχαν και ταυτόχρονα πληροφορούνταν πως ο Πειθίας, όσο ακόμη θα ήταν μέλος της βουλής, θα προσπαθούσε να πείσει τους συμπολίτες του να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Αθηναίους, συνωμότησαν με τους ομοϊδεάτες τους, κι οπλισμένοι με στιλέτα όρμησαν ξαφνικά μέσα στη βουλή και σκότωσαν τον Πειθία κι άλλους, εξήντα περίπου, βουλευτές κι ιδιώτες. Λίγοι από τους ομοϊδεάτες του Πειθία κατόρθωσαν να καταφύγουν στο αθηναϊκό καράβι που βρισκόταν ακόμη στο λιμάνι». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 70).

Κατόπιν αυτών τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία. Οι ολιγαρχικοί κυριαρχούν στη βουλή ασκώντας τρομοκρατία και αποφασίζουν να μη δέχονται κανέναν από τους εμπόλεμους εκτός αν έρχονται στον τόπο τους με ένα μόνο καράβι. Προσπαθούν να πείσουν το λαό ότι ο κίνδυνος της υποδούλωσης στην Αθήνα απεφεύχθη χάρη στις δικές τους πρωτοβουλίες. Στέλνουν μάλιστα και πρέσβεις στην Αθήνα για να ανακοινώσουν τις αποφάσεις τους και κυρίως για να προειδοποιήσουν τους δημοκρατικούς Κερκυραίους, που κατέφυγαν εκεί, να μην προβούν σε εχθρικές ενέργειες. Οι Αθηναίοι συλλαμβάνουν τους πρέσβεις αυτούς ως στασιαστές και τους οδηγούν για φύλαξη στην Αίγινα. Όταν φτάνει ένα κορινθιακό καράβι με Λακεδαιμονίους πρέσβεις στην Κέρκυρα, οι ολιγαρχικοί, προφανώς θεωρώντας βέβαιη την επικράτησή τους, επιτίθενται στους δημοκρατικούς, οι οποίοι, αφού ηττούνται στη μάχη, καταφεύγουν στην ακρόπολη. Η επόμενη μέρα περνάει με μικροσυμπλοκές και το ενδιαφέρον όλων στρέφεται στους δούλους. Και οι δύο προσπαθούν να τους προσεταιριστούν. Και οι δύο τάζουν ελευθερία. Η πλειοψηφία των δούλων τάσσεται με τους δημοκρατικούς. Οι ολιγαρχικοί όμως ενισχύονται με οχτακόσιους μισθοφόρους που ήρθαν από την απέναντι στεριά. Στην αποφασιστική μάχη, που γίνεται την αμέσως επόμενη μέρα, νικούν οι δημοκρατικοί: «Ύστερα από μια μέρα έγινε νέα μάχη στην οποία νίκησαν οι δημοκρατικοί, κι επειδή κρατούσαν οχυρές θέσεις κι επειδή υπερείχαν αριθμητικά. Τους βοήθησαν με τόλμη ακόμη κι οι γυναίκες ρίχνοντας κεραμίδια από τις στέγες των σπιτιών κι υπομένοντας το θόρυβο της μάχης, πράγμα αφύσικο για το φύλο τους. Αργά το δειλινό οι ολιγαρχικοί είχαν νικηθεί, κι επειδή φοβήθηκαν μήπως οι δημοκρατικοί, με ορμητική επίθεσή τους, κυριέψουν το ναύσταθμο και ξολοθρέψουν τους ίδιους, έβαλαν φωτιά στις μονοκατοικίες που ήταν γύρω στην αγορά και στις γειτονικές πολυκατοικίες – για να μην μπορεί να γίνει η επίθεση – χωρίς να λυπηθούν ούτε τις δικές τους περιουσίες ούτε τις ξένες, έτσι που και πολλά εμπορεύματα κάηκαν κι αν είχε φυσήξει άνεμος ευνοϊκός κι η φωτιά μεταδινόταν στην πόλη, θα είχε κιντυνέψει να καταστραφεί τούτη ολόκληρη». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 74).

Η παρουσία του στόλου των ξένων δυνάμεων αποτελεί το βαρόμετρο όλων των εξελίξεων. Όταν φτάνουν στην Κέρκυρα τα δώδεκα αθηναϊκά καράβια με επικεφαλής τον στρατηγό Νικόστρατο, οι δημοκρατικοί αποθρασύνονται. Ο Νικόστρατος κάνει συμφωνία να οδηγηθούν σε δίκη οι δέκα πρωταίτιοι της στάσης των ολιγαρχικών και οι υπόλοιποι να παραμείνουν ανενόχλητοι. Τη στιγμή όμως που αποφασίζει να αναχωρήσει οι δημοκρατικοί του προτείνουν να αφήσει πέντε καράβια για κάθε ενδεχόμενο. Δεσμεύονται μάλιστα να τα επανδρώσουν οι ίδιοι. Ο Νικόστρατος δέχεται και οι δημοκρατικοί στρατολογούν τους πολιτικούς τους αντιπάλους και τους επιβιβάζουν στα καράβια αυτά. Οι ολιγαρχικοί, επειδή νομίζουν ότι θα σταλθούν στην Αθήνα, κάθονται ικέτες στο ιερό των Διοσκούρων. Οι δημοκρατικοί τους κατηγορούν για δυσπιστία, που (φυσικά) κρύβει δόλιους σκοπούς, και οπλίζονται. Περίπου τετρακόσιοι ολιγαρχικοί κάθονται ικέτες στο ναό της Ήρας για να γλυτώσουν τη ζωή τους. Η παρέμβαση του Νικόστρατου αποτρέπει το μακελειό. Οι δημοκρατικοί μεταφέρουν τους ικέτες στο απέναντι νησί (πιθανότατα τη σημερινή Βίδο, σύμφωνα με το Γεωργοπαπαδάκο) για να μην εκδηλωθεί κανένα επικίνδυνο κίνημα. Όταν όμως μετά από τέσσερις – πέντε μέρες εμφανίζονται πελοποννησιακά πλοία, οι ισορροπίες αλλάζουν. Γίνεται ναυμαχία, όπου τα πελοποννησιακά καράβια, όντας σαφώς περισσότερα, επικρατούν, χωρίς όμως να εξολοθρεύσουν τις αντίπαλες δυνάμεις. Οι δημοκρατικοί φοβούνται πλέον την επίθεση των Πελοποννησίων στην πόλη. Ως πράξη καλής θέλησης επαναφέρουν τους ικέτες από το απέναντι νησί στο ναό της Ήρας. Κάνουν μάλιστα και άνοιγμα στους ολιγαρχικούς για τη σωτηρία της πόλης: «Στο μεταξύ οι δημοκρατικοί της Κέρκυρας, φοβισμένοι μήπως τους επιτεθεί ο πελοποννησιακός στόλος, ήρθαν σε διαπραγματεύσεις με τους ικέτες και τους άλλους ολιγαρχικούς, για το πώς θα σωθεί η πόλη, κι έπεισαν μερικούς απ’ αυτούς να μπουν πληρώματα στα καράβια. Πραγματικά, παρόλες τις δυσκολίες, κατάφεραν να επανδρώσουν τριάντα καράβια και περίμεναν την επίθεση. Οι Πελοποννήσιοι ωστόσο, αφού ως το μεσημέρι ρήμαξαν τα κτήματα, έφυγαν, γιατί μόλις νύχτωσε ειδοποιήθηκαν με φωτιές ότι εξήντα αθηναϊκά καράβια αρμένιζαν από τη Λευκάδα για την Κέρκυρα». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 80).

Με την αποχώρηση των πελοποννησιακών πλοίων και πριν καλά – καλά φτάσουν τα αθηναϊκά σκάφη (με αρχηγό τον Ευρυμέδοντα) ξεκινά σφαγή χωρίς προηγούμενο: «Όλους εκείνους που είχαν πείσει να μπουν στα καράβια, τους έβγαζαν απ’ αυτά και τους έσφαζαν. Ήρθαν και στο ναό της Ήρας κι αφού έπεισαν γύρω στους πενήντα ολιγαρχικούς να περάσουν από κανονική δίκη, τους καταδίκασαν όλους σε θάνατο. Οι περισσότεροι από τους ικέτες – όλοι όσοι δεν είχαν πειστεί να δικαστούν – βλέποντας τα όσα γίνονταν, σκότωναν ο ένας τον άλλον εκεί, μέσα στον ιερό τόπο. Μερικοί κρεμάστηκαν από τα δέντρα κι άλλοι αυτοκτόνησαν, όπως μπόρεσε ο καθένας. Εφτά μέρες, όσες μετά τον ερχομό του στο νησί έμεινε ο Ευρυμέδοντας με τα εξήντα καράβια του, οι Κερκυραίοι σκότωναν όσους από τους συμπολίτες τους θεωρούσαν εχθρούς τους. Τους κατηγορούσαν ότι επιχείρησαν να ανατρέψουν τη δημοκρατία. Αρκετοί όμως θανατώθηκαν από προσωπικά μίση, κι άλλοι, που είχαν δανείσει χρήματα, από τους οφειλέτες τους. Ο θάνατος παρουσιάστηκε εδώ μ’ όλες του τις μορφές και, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιστάσεις, δεν έμεινε αγριότητα που να μη γίνει, κι ακόμη χειρότερα. Γιατί και πατέρας σκότωσε το παιδί του, κι ικέτες αποσπάστηκαν από τους ναούς και θανατώθηκαν πλάι τους, και μερικοί άλλοι χτίστηκαν μέσα στο ιερό του Διονύσου και πέθαναν εκεί». (βιβλίο τρίτο, παράγραφος 81).

Η τελευταία πράξη του κερκυραϊκού εμφύλιου είναι ο επίλογος της πιο πένθιμης μελωδίας. Οι ολιγαρχικοί που κατάφεραν να ξεφύγουν από τη σφαγή, κατέφυγαν στο βουνό Ιστώνη και, όταν μετά τον εμφύλιο επέστρεψαν στο νησί, κυριαρχούσαν στην ύπαιθρο και προξενούσαν μεγάλες καταστροφές. Τελικά αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τις αθηναϊκές δυνάμεις και οδηγήθηκαν στο νησί Πτυχία (πιθανόν το σημερινό Λαζαρέτο, σύμφωνα με σημείωση του Γεωργοπαπαδάκου), με προοπτική να μεταφερθούν στην Αθήνα: «Οι ηγέτες του δημοκρατικού κόμματος της Κέρκυρας όμως, από φόβο μήπως οι Αθηναίοι τους ολιγαρχικούς που θα μεταφέρουν στην Αθήνα δεν τους θανατώσουν, μηχανεύτηκαν το εξής. Έστειλαν κρυφά στο νησί μερικούς φίλους των κρατουμένων, δασκαλεμένους να δείξουν πως τάχα θέλουν το καλό τους, οι οποίοι τους είπαν – κι έπεισαν λίγους – ότι το καλύτερο που έχουν να κάμουν είναι να δραπετεύσουν το γρηγορότερο, κι ότι οι ίδιοι θα τους είχαν έτοιμο κάποιο πλοίο. Οι στρατηγοί των Αθηναίων, πρόστεσαν, στην πραγματικότητα είχαν σκοπό να τους παραδώσουν στους δημοκρατικούς της Κέρκυρας». (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 46). Φυσικά συνελήφθησαν την ώρα της φυγής. Φυσικά το γεγονός χρησιμοποιήθηκε ως πρόφαση για την ακύρωση όλων των συμφωνιών. Φυσικά στάλθηκαν πεσκέσι στους δημοκρατικούς Κερκυραίους. Ο Θουκυδίδης καταγγέλλει ξεκάθαρα και την ευθύνη των ίδιων των Αθηναίων στρατηγών που εν πλήρη γνώση της σκευωρίας έκαναν τα στραβά μάτια εξυπηρετώντας προσωπικές σκοπιμότητες: «Όταν οι δημοκρατικοί Κερκυραίοι τους παραλάβανε, τους έκλεισαν σ’ ένα μεγάλο οίκημα. Έπειτα τους έβγαζαν σε ομάδες από είκοσι, δεμένους τον ένα με τον άλλο, και τους υποχρέωναν να περάσουν ανάμεσα σε δυο σειρές παραταγμένους οπλίτες, οι οποίοι, αν έβλεπαν κανέναν εχθρό τους, τον χτυπούσαν και τον μαχαίρωναν, ενώ άλλοι, που βάδιζαν πλάι τους με μαστίγια, ανάγκαζαν όσους βραδυπορούσαν να περπατούν γρήγορα» (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 47). Κι όταν αυτοί που παρέμεναν έγκλειστοι στο οίκημα αντιλήφθηκαν τι τέλος τους περιμένει όταν θα βγουν έξω ζητούσαν από τους Αθηναίους να τους σκοτώσουν οι ίδιοι επί τόπου: «Αρνιόταν επίσης να βγουν πια από το οίκημα και δήλωναν πως, όσο μπορούσαν, δε θα άφηναν κανένα να μπει. Οι δημοκρατικοί Κερκυραίοι δε σκέφτηκαν, φυσικά, καθόλου να παραβιάσουν τις πόρτες, αλλά ανέβηκαν στη στέγη του οικήματος, ξήλωναν την οροφή κι έριχναν κεραμίδια και τόξευαν προς τα κάτω. Οι κλεισμένοι φυλάγονταν όπως μπορούσαν, ενώ ταυτόχρονα, οι περισσότεροι άρχισαν να αυτοκτονούν. Άλλοι έμπηγαν στο λαιμό τους βέλη από κείνα που τους έριχναν οι αντίπαλοί τους από πάνω, άλλοι κρεμιόταν με σκοινιά που έπαιρναν από μερικά κρεβάτια, τα οποία έτυχε να βρίσκονται στο οίκημα, ή με λουρίδες που έκαναν από τα ίδια τους τα ρούχα. Με κάθε τρόπο, στη διάρκεια όλης σχεδόν της νύχτας (γιατί νύχτωσε στη διάρκεια της συμφοράς τους), αυτοκτονώντας ή χτυπημένοι απ’ αυτούς που βρίσκονταν πάνω στη στέγη, εξοντώθηκαν. Όταν ξημέρωσε, οι δημοκρατικοί Κερκυραίοι τους έριξαν, τον ένα πάνω στον άλλο, σε κάρα και τους πήγαν έξω από την πόλη. Τις γυναίκες, εξάλλου, που είχαν πιάσει στο οχύρωμα τις πούλησαν ως δούλες» (βιβλίο τέταρτο, παράγραφος 48).

2 αναγνώστες σχολίασαν

Συμμετοχή στην συζήτηση
  1. Γιώργος 16:46 19/08/2019

    Φελνίκο, συγχαρητήρια. Αν και επισκέπτης στην Κέρκυρα έβαλες σε μας τους Κερκυραίους τα γυαλιά αφού ούτε εγώ ήξερα την ιστορία και υποθέτω πως ούτε οι περισσότεροι στο νησί τη γνωρίζουν. Και πάλι συγχαρητήρια.

  2. Alex 11:04 19/08/2019

    Σπουδαίο κείμενο η ιστορία του Θουκυδίδη, πραγματικό εργαλείο κατανόησης της πολιτικής, που ΔΕΝ διδάσκεται στα σχολεία μας, ούτε στα πανεπιστήμια, παρά μόνο σε αποσπάσματα και με ξερό φιλολογικό προσανατολισμό.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.