ΕΛΛΑΔΑ
Κείμενο-φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας
Φως; Φέξε μου και γλίστρησα!
Χριστούγεννα σε λίγες μέρες! Οι δρόμοι φωταγωγημένοι, το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα πολύχρωμα λαμπιόνια είναι ήδη στολισμένο στο σαλόνι μας, πολλά μπαλκόνια έχουν διακοσμηθεί με φωτοσωλήνες και φωτισμένους Αγιοβασίληδες, αγγελάκια, ταράνδους, κάθε μορφής και διαστάσεων ομοιώματα… Τα πάντα πλημμυρισμένα στο φως!
Οι συγγενείς μας, όμως, πριν από μερικές δεκαετίες προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να αντιμετωπίσουν το αβυσσαλέο σκοτάδι…
«Όσο βοηθάει η νύχτα κι η αυγή… ούτε μάνα ούτ’ αδερφή!»
Ένα βασικό μέσο φωτισμού εδώ και χιλιετίες ήταν… το ίδιο το φυσικό φως, τόσο του Ήλιου όσο και της Σελήνης. Μπορεί σήμερα να μη μας ενδιαφέρει η διάρκεια της ηλιοφάνειας μιας μέρας και πολύ περισσότερο η αξιοποίηση της πανσελήνου για φωτισμό, όμως οι άνθρωποι ακόμη και πριν από κάποια χρόνια θεωρούσαν θείο δώρο αυτά τα… τεράστια φωτιστικά μέσα. Και βέβαια πολύ μεγάλο το όφελος του πρωινού εγερτηρίου!
Ας δούμε πώς μου τα αφηγήθηκε ηλικιωμένη συνομιλήτρια: «Ιμείς δεν είχαμαν ρουλόια τότι… Τουν ήλιου είχαμαν… Ξύπναγαμαν μπουρμπούλια (πολύ νωρίς το πρωί), λίγου προυτού φέξει… Τότι π’ δίνει ου Θιός τ’ μέρα… Για να προυπήσεις (προλάβεις) τ’ς δ’λειές…
Γι’ αυτό έλιγαν οι παλιοί: Όσο βοηθάει η νύχτα κι η αυγή, ούτε μάνα ούτ’ αδερφή! Είνι μιγάλου βόηθειου (βοήθεια) άμα σηκουθείς τότι π’ φέγγει, όχι να μεσ’μεριάσεις στου κριβάτι…
Τα κουκότια (κοκόρια) μάς ξύπναγαν του προυί, τότι π’ χάραζι… Έλιγι ου πατέρας μ’: “Σηκουθείτι, κουπέλις! Κουντεύει να βαρέσει (ανατείλει) ου ήλιους! Πότι θα πάτι να σκαλίσιτι τ’ς ρόκις (καλαμπόκια)”… Τότι πο’ ‘φιγγι (έφεγγε: ξημέρωνε), σηκώνουμασταν ούλοι! Άλλους να πάει στα πράματα (γιδοπρόβατα), άλλους για θέρου (θέρισμα)… Ήταν πουλλές οι δ’λειές κι δούλιβαμαν μέχρι να γείρει ου ήλιους…».
Μεροκάματο… ήλιο με ήλιο!
Επειδή λοιπόν πριν από πολλά χρόνια το ρολόι ήταν μια απρόσιτη πολυτέλεια για την πλειονότητα, ιδίως στα χωριά (συχνά είχε μόνο ο δάσκαλος!), η διάρκεια του μεροκάματου οριοθετούνταν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου (κυρίως από Μάιο μέχρι και Ιούλιο, οπότε γίνονταν και οι πιο κοπιαστικές εργασίες, όπως το θέρισμα και το σκάλισμα).
Μεταξύ εργατών και εργοδοτών, όπως ήταν φυσικό, υπήρχαν διαφορετικές… προτροπές προς τον ήλιο!
Ο λόγος σε βασανισμένη πληροφορήτρια: «Απού χρόνια (πριν από χρόνια) αυτό π’ θα σ’ μουλουήσου… Πουλλές γ’ναίκις πάιναμαν μιριάτ’κου (μεριάτικο: ημερομίσθιο) κι δούλιβαμαν στα χουράφια… Δε θ’μάμι καλά πότι γένουνταν αυτό, αλλά ήταν γύρα τού ’50…
Ήλιου μ’ ήλιου δούλιβαμαν… Απού τότι πο’ ‘σκαγι (έσκαγε: ανέτελλε) ου ήλιους, μέχρι τότι π’ βασίλευε (έδυε)… Στου χαλίπωμα (σούρουπο) σχόλαγαμαν…
Θέρ’σμα… Σκάλου (σκάλισμα)… Πουλλή απουσταμάρα (κούραση)… Νίλα! Θ’μάμι τότι π’ ζύγουνι η ώρα να γείρει (δύσει) ου ήλιους, έλιγαμαν ιμείς “Πάει ου ήλιους στ’ μανούλα του…”. Κι έλιγι η γ’ναίκα αυτ’νού που ‘χι τα χουράφια (σύζυγος εργοδότη): “Απάνου, ήλιε μ’, απάνου! Να δ’λέψουν ακόμα οι ιργάτ’σσις”… Τα θ’μάμι σαν να ‘νι τώραϊα…
Λιπτά δεν έπιρναμαν… Δεν ήταν τότι λιπτά (δεν κυκλοφορούσαν)… Μας πλέρουναν μι καλαμπόκι, στάρι, αλεύρι, ό,τι είχαν…
Νύχτα γύρναγαμαν στου σπίτι… Γιατί ήταν αλάργα τα χουράφια απ’ του χουριό, πιρπατώντας έρθουμασταν…
Α, δε σου ‘πα… Κι στα χουράφια να δ’λεύ’ς ξυπόλητη… Ποιος είχι παπούτσια τότι… Ξυπόλητη πιρπάταγα μες στ’ς καλαμιές… Έτσι, έζησαμαν ιμείς, πιδί μ’…».
Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου… να δουλεύω!
Οι μέρες πριν και μετά το «γέμισμα του φεγγαριού», κυρίως όμως η πανσέληνος ήταν το μεγάλο (και δωρεάν!) φως που χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι των χωριών για να κάνουν τις αγροτικές εργασίες. Το φεγγάρι τότε δεν ήταν για ρομαντικές βραδιές…
«Ιμείς του φιγγάρι τού ’χαμαν για να δ’λεύουμι, όχι για να του τ’ράμι (τηράμε: κοιτάζουμε)… Βόσκαγαμαν τα πρόβατα τότι που ’ταν γιουμάτου τού φιγγάρι, όταν αρχινάει κι δειπνάει (πριν την πανσέληνο). Σκάρ’ζαμαν τα πράματα (βγάζαμε τα γιδοπρόβατα για βοσκή) του βράδυ κι μάζουναν σαούρα στ’ς σταριές (έτρωγαν τα χορταράκια που φύονταν μετά το θέρισμα): αγριουτρέφ’λλου, αγρικόκκι που ’νι μέσα στα στάρια… Αυτό π’ σ’ λέου γένουνταν απ’ τα μέσα Θιρτή (Θεριστή: Ιουλίου) π’ θέρ’ζαμαν τα στάρια, τουν Αλουνάρη (Ιούλιο) κι τουν Αύγουστου…
Οι γουνέοι μας έσκαβαν νύχτα μι του φιγγάρι… Ξιλάκκουναν (εκχέρσωναν), αφού δεν ήταν ζέστα… Δούλιβαν 3-4 ώρις, τ’ν ώρα πο’ ’βγινι του φιγγάρι… Άμα έβγινι απουβραδύ (την ώρα που νύχτωνε) μέχρι τ’ς 12 τα μισάν’χτα…».
Φυσικά το φυσικό φωτιστικό μέσο της Σελήνης ήταν το ιδανικό και για… άλλα νυχτοπερπατήματα. Δεν βγήκε τυχαία το παραδοσιακό τραγούδι «Φέξε μου, φεγγαράκι μου, να πάω στην αγάπη μου…».
Τζάκι: μέσο θέρμανσης, αλλά και φωτισμού
Μία απ’ τις αγαπημένες μου συνήθειες, όπως και των περισσοτέρων από εσάς, είναι να κάθομαι δίπλα στο αναμμένο τζάκι, να συζητάω, να γράφω, ή και απλώς να παρακολουθώ τα λικνίσματα της φλόγας και να σκέφτομαι. Η πολυτέλεια αυτή όμως δεν υπήρχε την παλιά εποχή. Πληροφορήτρια θυμάται πώς λειτουργούσε το τζάκι ως φωτιστικό μέσο, αλλά κάνει και μια σύγκριση με τη σημερινή εποχή. Ας δούμε τι είπε: «Νύχτουναμαν όξου μέχρι να τιλειώσουν οι δ’λειές… Νύχτα γύρναγαμαν στου σπίτι… Άναβαμαν τ’ φουτιά στ’ γουνιά (τζάκι), ζύμωναμαν ψουμί άμα δεν είχαμαν, μαέριβαμαν…
Πάιναμαν στου λόγκου (δάσος), ιγώ κι οι αδιρφές μ’, κι έφκιαναμαν (μαζεύαμε) καψάλια (ξύλα-δαδιά που απομένουν μετά την ατελή καύση τους, από ελεγχόμενη φωτιά στον λόγκο)… Τά ‘φιρναμαν στου δεμάτι κι η μακαρίτ’σσα η μάνα έβανι τα καψάλια στου τζιάκι, για να πααίνει λαμνός (να δυναμώνει η φωτιά), να φεύγει απάν’ η φλόγα κι να φέγγι, για να γλέπουμι να πλέμι (πλέκουμε, απ’ το πλέω), να γνέθουμι… Δεν κάθουνταν καμία γ΄ναίκα μι τα χέρια σταυρουμένα τού βράδυ, όπους τώρα π’ κάθουντι, π’ρώνουντι (πυρώνονται: ζεσταίνονται) κι τ’ράν’ (τηράνε: παρακολουθούν) τηλιόραση… Δεν είχαμαν αδειά (ευκαιρία) να κάτσουμι ούτι λιπτό».
Κλεφτοφάναρο: παλιά με λάδι… σήμερα με led!
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ορισμένες λέξεις που σήμερα έχουν επιβιώσει χωρίς να υφίσταται το αντικείμενο από το οποίο προήλθαν, πλέον όχι απλώς έχουν αλλάξει σημασία, αλλά δηλώνουν σημασία ακριβώς αντίθετη από την αρχική! Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το κλεφτοφάναρο. Αν ψάξει κανείς στο Διαδίκτυο, θα βρει πληθώρα διαφημίσεων για αυτό το μέσο φωτισμού. Το οξύμωρο είναι ότι το καταναλωτικό κοινό στο οποίο απευθύνονται είναι οι εταιρείες φύλαξης, οι νυχτοφύλακες, αλλά και οι ιδιοκτήτες διαμερισμάτων. Η παρανόηση ασφαλώς οφείλεται στο ότι οι περισσότεροι σήμερα πιστεύουν ότι το φωτιστικό αυτό μέσο βοηθάει… στο να μείνουν οι κλέφτες μακριά. Οι παλιοί μάς διαφωτίζουν, αλλά μας λένε και ιστορίες της εποχής:
«Το ‘λιγαν κλιφτουφάναρου γιατί του ‘χαν οι κλέφτις, για να γλέπουν, να πιρπατούν νύχτα απάν’ τα β’νά… Πού τ’ς ήταν οι κλέφτις… Δεν πιρπάταγαν πουτέ μέρα, νύχτα μαναχά… Όπου γρέκιαζαν (κατέλυαν) τ’ μέρα, κοιμάνταν ικεί ώς του βράδυ… Κι του βράδυ έπιρναν του κλιφτουφάναρου, μι λάδι (ως καύσιμη ύλη) ήταν αυτό, κι κίναγαν (ξεκινούσαν) να πάν’ να κλέψουν… Καλαμπόκια, σιτάρια… Αλλά κι πράματα, γίδις, πρατίνις να τ’ς κλέψουν κι να πάν’ πάλι στα β’νά, να τ’ς σφάξουν κι να τ’ς ψήσουν…
Όσου κι γ’ναίκις έκλιβαν (απήγαν)… Ήταν μία κουπέλα πλούσια, μονάκριβη, ήταν νοικουκύρης ου πατέρας τ’ς κι δεν τ’ν έδουνι σ’ αυτόν… Κι πάει… Τ’ν έκλιψι κι τ’ν πήρι απάνου στα β’νά κι ου πατέρας τ’ς έστειλι γραφή (επιστολή) στουν κλέφτη, να έρ’ς (έρθεις) να κ’βιντιάσουμι για του γάμου, τι προικιό θα πάρ’ς…
Τ΄ν άφ’κι ου κλέφτ’ς τ’ν κουπέλα να πάει στουν πατέρα τ’ς, αλλά τ’ν είχι κανιά βδουμάδα μαζί του στα β΄νά, πλάιασαν μαζί, τ’ χάλασι (διακόρευσε) αυτός… Αλλά ου πατέρας τ’ς είπι στους χουρουφυλάκ’ς να τουν καρτιρούν… Κι πάινι αυτός (ενν. ο απαγωγέας) τραγουδώντα… Το ‘ρ’ξαν ένα σμπάρου (πυροβολισμό), τουν άφ’καν στουν τόπου!».
Λάμπες με γυαλί, αλλά και χωρίς…
Όταν σήμερα λέμε «λάμπα», εννοούμε ασφαλώς την ηλεκτρική. Οι πρόγονοί μας όμως εννοούσαν ένα φωτιστικό μέσο που λειτουργούσε κυρίως με πετρέλαιο. Τα όσα ακολουθούν αναφέρονται στη λάμπα χωρίς γυαλί (λαμπόγυαλο).
«Δεν ήταν λεχτρικό τότι, ούτι είχαμαν φακά (το φακό, τα φακά!) για να ιδούμι του βράδυ… Άναβαμαν του λυχνάρι κι πάνιγαμαν να πάρουμι ξύλα απ’ τ’ μάντρα (αυλή), να πάρουμι κάνα κριμμύδι να φκιάσουμι σαλάτα, αλεύρι για να ζυμώσουμι….
Είχαμαν κι λάμπα για να γλέπουμι… Είνι ψ’λή, έχει κι κουτσιάνι (κοτσάνι: χερούλι). Έβαναμαν πιτρέλαιου κι φ’τίλι κι ήγλιπαμαν… Τ’ν είχαμαν μέσα στ’ γουνιά, για να πααίνει μέσα στου μπουχαρή (καπνοδόχο) η κάπνα… Αλλά κι πάλι καπίν’ζι (κάπνιζε)… Γένουνταν τα ρούχα μας γκαΐλα (κατάμαυρα) απ’ τουν καπνό.
Τ’ς λάμπις τ’ς αγόραζαμαν στα παφ’λάτικα (εργαστήρια λευκοσιδηρουργίας). Τ’ς έφκιαναν οι παφ’λάδις… Άμα είχι πουλλή λαμπάδα (φλόγα) του τζιάκι, τ’ ζήβαγαμαν τ’ λάμπα, για να μην κάψουμι πουλύ πιτρέλαιου… Γιατί δεν είχαμαν λιφτά… Πού να ηύρισκις λιπτά… Σι μπούγλα (μικρός τενεκές) παφιλένια αγόραζαμαν πιτρέλαιου. Χώραγι δυο ουκάδις… Κι έπιρπι (έπερπε: έπρεπε) να πιράσουμι δυο μήνις μ’ αυτό…».
Πιο γνωστή ήταν η γκαζόλαμπα, λάμπα πετρελαίου με γυαλί. Είχε μια γυάλινη βάση για να βάζουν πετρέλαιο, ένα φιτίλι που βυθιζόταν μέσα σ’ αυτό, αλλά και ένα μικρό ρυθμιστή (ροδίτσα) για να αυξομειώνεται το μήκος του φιτιλιού, εξασφαλίζοντας αντίστοιχη φωτεινότητα. Όταν αύξαναν το φιτίλι, ενισχυόταν η λάμψη. Η λάμπα αυτή ήταν απαραίτητη σε κάθε σπίτι μόλις νύχτωνε. «Ιμείς είχαμαν λάμπα, δεν είχαμαν ρεύμα για να γλέπουμι του βράδυ... Άμα ήταν στραβό του φ’τίλι απ' τ' λάμπα, έβγανι πουλύ καπνό κι μαύριζι του λαμπόγυαλου...».
Υπήρχαν διάφορα μεγέθη λαμπόγυαλου: τα πιο μικρά ξεκινούσαν από το 3, 5, ενώ το μεγαλύτερο ήταν το νούμερο 15. «Του λαμπουγυάλι τού καθάρ’ζαμαν κάθι τρεις μέρις, γιατί έπιανι γάνα (κάπνα) κι δεν έφιγγι… Το ’πλιναμαν μι σαπ’νάδα για να φέγγει καλά, να γλέπουν τα πιδιά μας να διαβάζουν του βράδυ...
Έλα να σ’ πού πώς καθάρ’ζαμαν του λαμπουγυάλι… Σ’ ένα αδράχτι έβαναμαν ένα πανάκι, είχαμαν σαπ’νάδα στου πανάκι, κι έτσι καθάρ’ζαμαν τ΄ν κάπνα… Φ’λαχτικά (με προσοχή), για να μη σπάσει του λαμπουγυάλι…».
Ατυχήματα και δυστυχήματα!
Πριν ηλεκτροδοτηθούν τα σπίτια στα χωριά, οι κίνδυνοι για ατύχημα (π.χ. να «αρπάξουν φωτιά» τα κλινοσκεπάσματα) ή και δυστύχημα λόγω των υποτυπωδών φωτιστικών μέσων ήταν πολλοί και καθημερινοί. Ας μοιραστούμε μαζί μια αφήγηση που σχετίζεται με την τραγική κατάληξη που είχε η προσπάθεια ενός μικρού κοριτσιού να γεμίσει με πετρέλαιο τη λάμπα:
«Κάπουτι στου χουριό μας έλα να σ’ πού τι έπαθι μια κουπιλούλα… Ήταν δέκα χρουνών… Οι γουνέοι τ’ς αγόρασαν πιτρέλαιου για τ’ς λάμπις, αλλά του πιτρέλαιου δεν ήταν καθαρό, είχι κι βινζίνα μέσα… Αύγουστου μήνα, στα ξιφλουδίσματα, ξιφλούδαγαν τ’ς ρόκις (καλαμπόκια)… Για να γλέπουν να ξιφλουδάν’ είχαν λάμπα πιτριλαίου…
Όταν σώθ’κι του πιτρέλαιου, πάει η κουπέλα να βάλει… Αλλά η κουπιλούλα δεν τ’ ζήβησι (έσβησε) τ’ λάμπα για να βάλει πιτρέλαιου… Ξιβούλουσι (ξεβίδωσε) τ’ λάμπα για να βάλει πιτρέλαιου… Κι ιπειδή του πιτρέλαιου είχι κι βινζίνα, πήρι φουτιά η κουπέλα κι κόσιβι (έτρεχε)! Αφού πήρι φουτιά η βινζίνα, πήρι φουτιά κι η κουπέλα! Πάει καλιά τ’ς (κάηκε)!
Τ’ν κόσιεψαν (κόσιεψαν: έτρεξαν) στ’ς γιατρούς, αλλά πέθανι η κακότυκη, δεν είχι γλιτουμό… Κι οι γουνέοι τ’ς αυτήνη τ΄ν κουπέλα είχαν μαναχά…».
Πετρόλαδο ή γκάζι: Το γνωστό μας πετρέλαιο!
Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1980, το πετρέλαιο (πετρόλαδο ή γκάζι στην ηπειρώτικη διάλεκτο, ιδίως στα Γιάννενα) πωλούνταν μόνο από το Κρατικό Μονοπώλιο, όπως και τα σπίρτα, τα τραπουλόχαρτα, το πράσινο σαπούνι και το αλάτι. Στα χωριά το μετέφεραν με τενεκέδες στα καφενεία-παντοπωλεία, απ' όπου το αγόραζαν οι ενδιαφερόμενοι με μια μπουκάλα οκάρα ή μισηοκάρα. Σπάνια, οι αγοραστές το έβαζαν σε μια μπούγλα, χωρητικότητας δύο οκάδων.
Πληροφορητές και πληροφορήτριες θυμούνται σαν να ήταν χθες το… ημίφως του παρελθόντος: «Όταν μπήκι του ιλικτρικό, ου πιρ’σσότιρους κόσμους δεν είχι ρεύμα. Αλλά ήταν κι πουλλοί π’ σκιάζουνταν (φοβούνταν) να βάλουν ρεύμα, για να μην τ’ς βαρέσει (να μην πάθουν ηλεκτροπληξία). Έρχουνταν τα βράδια στου μπακάλικου μας, για να γιουμίσουν τ'ς μπουκάλις μι πιτρόλαδου για τ’ς λάμπις...», «Ιγώ κι σήμιρα έχου τ’ λάμπα μι του πιτρόλαδου, ιδώια μπρουστά μ’... Άμα κόβιτι του ρεύμα, έχου τ’ λάμπα...», «Φτουχός κόσμους... Έρχουνταν ν’ αγουράσουν λίγου πιτρόλαδου για φέξη (φωτισμό) κι ένα φ’σέκι (φυσέκι: χωνάκι με φύλλο παλιάς εφημερίδας) ιλιές...», «Βούταγαν φ’τίλια μέσα στου πιτρόλαδου… Άμα δεν είχαν φ’τίλια, τα ΄φκιαναν μόνοι τ’ς μι κουρέλια… Τά ‘στριβαν λίγου κι τα ‘φκιαναν φ’τίλια… Αυτό ήταν του σιαμντάνι (φτωχικό μικρού μεγέθους κηροπήγιο)… Το ‘πιρναν στα χέρια για να πάν’ απού μία μιριά σι άλλη….».
«Φτουχοί άνθρουποι… Μάζιβαν τίπουτι πινταρουδικάρις κι έρθουνταν του βράδυ στου μαγαζί μ' ένα μπουκαλάκι ν’ αγουράσουν λίγου γκάζι για τ’ λάμπα…», «Του βράδυ, τότι πο’ ’κλειναν τα μαγαζιά στα Γιάννινα, έρχουνταν μία φτουχή γ’ναίκα, ν’ αγουράσει πέντι δικάρις (μισή δραχμή) γκάζι! Ίτς (απολύτως) τίπουτα! “Γιατί έρχισι τώρα;”, τ΄ ρώταγι ου μακαρίτ’ς ου μπάρμπας μ', που ’χι του μαγαζί, του μπακάλικου... “Τώρα γύρ'σι ου ν’κουκύρ’ς μ’ (σύζυγος), έλιγι αυτήνη... Ήταν χαμάλ’ς ου άντρας τ’ς, κουβάλαγι πράματα στ’ν πλάτη ου έρμους... Άμα ήφιρνι καμιά δικάρα στου σπίτι τού βράδυ, πήγινι η γ’ναίκα τ’ ν’ αγουράσει λίγου γκάζι... Του γκάζι τού ’χαν για φέξη (για τη λάμπα πετρελαίου), για να ιδούν... Μέχρι να ’ρθει ου άντρας τ’ς, έβανι κάνα παλιόξ’λου στου τζιάκι, για να φέγγει, να διαβάσουν τα πιδιά...».
Ποιος ήταν ο… Σβηστολάμπας στα Γιάννενα;
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η τήρηση της τάξης ήταν έργο των ντζιανταρμάδων, δηλ. στρατοχωροφυλάκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν επιφορτισμένοι επίσης με την είσπραξη των φόρων, αλλά και με την τήρηση του ωραρίου των εμπορικών καταστημάτων. Επειδή οι Ηπειρώτες, αλλά και γενικότερα όλοι οι Έλληνες είναι ιδιαίτερα ευρηματικοί στην επινόηση παρωνυμίων (δηλ. στο να βγάζουν παρατσούκλια), ας δούμε τι όνομα έδωσαν σε έναν τυπολάτρη ντζιανταρμά: «Ου πατέρας μ’ ήταν κληρουτός του ’13 (γεν. 1893) κι μας μουλόγαγι ιστουρίις ιπί Τουρκίας (Τουρκοκρατίας)… Είχι 20 χρόνια μι τ’ς Τούρκ’ς… Ήταν άντρας είκουσι χρουνών όταν πάρθ’καν (απελευθερώθηκαν) τα Γιάννινα…
Ιδώ στα Γιάννινα πέραγαν οι ντζιανταρμάδις... Τήραγαν (προσπαθούσαν) να βάλουν σειρά κι στα μαγαζιά... Έρχουνταν ιδώ στου μαγαζί μας κι έλιγι τ’ πατέρα μ’: “Βάλλαϊ (τουρκ. Vallahi: μα τον Αλλάχ), Κώστα εφέντη, ιδώ είσι ακόμα; Γιατί δεν έκλεισις του μαγαζί;”. Έκανι έτσι, φου, σβηούσι τ’ λάμπα... Τουν έβγαλαν... Σβηστουλάμπα αυτόν! Έλιγι ου πατέρας μ’: “Να κλείσουμι του μαγαζί, γιατί θα έρθει ου Σβηστουλάμπας”... Μας τα μουλόγαγι αυτά π’ σ’ λέου τώρα…».
Τα παιδικά γυαλιά από σύρμα, αλλά και το… πορτοκαλοφάναρο!
Όταν ηλεκτροδοτήθηκε το χωριό μου, ήμουν τριών ετών, άρα δεν θυμάμαι τη… σκοτεινή εποχή. Παρ’ όλα αυτά, όμως, σε απομακρυσμένους και αραιοκατοικημένους οικισμούς η παροχή ρεύματος έγινε αρκετά αργότερα, οπότε μου είναι οικεία η εμπειρία της ζωής χωρίς το φως. Ξέρω τι είναι να νυχτώνει και να προσπαθείς να νικήσεις το πηχτό σκοτάδι με ένα λυχνάρι, ένα κερί ή ένα φακό.
Εκείνο που θυμάμαι πολύ έντονα από την παιδική μου ηλικία ήταν τότε που οι τεχνίτες εργάζονταν για να ηλεκτροδοτηθούν γειτονικοί προς το χωριό μου οικισμοί. Με τα ειδικά «πέδιλα» γαντζώνονταν πάνω στις κολόνες κι ανέβαιναν μέχρι την κορυφή! Στα αθώα μας μάτια, με τις ελάχιστες παραστάσεις από αγαθά του σύγχρονου πολιτισμού, οι πανύψηλες ξύλινες κολόνες φάνταζαν σαν έργο γιγάντων, νομίζω μάλιστα ότι τη μυρωδιά της πίσσας με την οποία ήταν καλυμμένες την οσμίζομαι ακόμα.
Οι εργάτες που δούλευαν στις κολόνες (οι εναερίτες όπως λέγονται, αφού ουσιαστικά εργάζονται… ιπτάμενοι) θυμάμαι με νοσταλγία ότι μας έφτιαχναν γυαλιά από το σύρμα που θα τοποθετούσαν στις κολόνες. Δεν ήταν φυσικά πραγματικά γυαλιά, παρά μόνο απλοϊκά παιδικά παιγνίδια, αφού στην ουσία επρόκειτο για έναν υποτυπώδη σκελετό, χωρίς φακούς.
Ένα άλλο αντικείμενο που μας έδινε μεγάλη χαρά ήταν το… πορτοκαλοφάναρο: Αδειάζαμε την ψίχα του πορτοκαλιού, χαράσσαμε με μαχαίρι στη φλούδα ένα χαμογελαστό πρόσωπο, βάζαμε μέσα ένα χειροποίητο κερί (το έφτιαχναν οι μητέρες ή οι γιαγιάδες μας) και… έτοιμο το φρουτένιο και πρωτότυπο φωτιστικό!
«Ζήβα τ’ φέξη!»
Ο εκ μητρός συνονόματος παππούς πέθανε χωρίς να δει το ηλεκτρικό φως. Αλλά και μετά την ηλεκτροδότηση, γενικά οι παλιοί δεν το χρησιμοποιούσαν πολύ, το θεωρούσαν πολύ ακριβό. Την προτροπή «Ζήβα τ’ φέξη!» (δηλ. σβήσε το φως) την είχα ακούσει πολλές φορές απ’ τους παππούδες όταν ήμουν παιδί.
Φυσικά, το ρεύμα το είχαν μόνο για τις ηλεκτρικές λάμπες, για να φωτίζουν τα δωμάτια. Οι ηλεκτρικές συσκευές (ψυγεία, κουζίνες, πλυντήρια…) ήρθαν αργότερα, έως πολύ αργότερα θα έλεγα.
Αναδρομή στο παρελθόν και πάλι:
«Τότι που ‘ρθι του φως, είδαμαν Θιό! Θ’μάμι ιδώ στου χουριό τού ρεύμα ήρθι σιμά τού Πάσχα κι έλιγαμαν ιμείς “Φέτου ήρθι γληγουρότιρα η Λαμπρή!”, τόσου πουλύ χάρ’καμαν! Μι του λιχτρικό, έγινι κι η νύχτα μέρα! Δεν είχις φόβου μη δε δεις, μη δεν προυπήσεις (προλάβεις) να κάμ’ς τ’ς δ’λειές… Οι παλιοί ήταν μαθημένοι χουρίς λιχτρικό… Κι οι γουνέοι μ’ πέθαναν κι δεν είδαν στα μάτια τ’ς λιχτρικό φως…».
«Του φαΐ πο’ ‘φκιαναμαν τού βράδυ τό ‘τρουγαμαν ούλου! Κανιά φουρά του καλουκαίρι αν πιρίσσιβι φαΐ στ’ν κατσαρόλα, ξίν’ζι μέχρι του προυί κι τό ‘τρουγαν οι κότις, αφού ψυγεία δεν υπήρχαν στου χουριό τα παλιά τα χρόνια… Όταν έβαλαν του ρεύμα, σιγά σιγά, αρχίν’σαν ν’ αγουράζουν κι ψυγεία ου κόσμους…».
Μάθε, παιδί μου, γράμματα… στο σκοτάδι!
Φυσικά η έλλειψη του ηλεκτρικού φωτός δεν αφορούσε μόνο τους ενήλικες, αλλά και τα παιδιά: Ιδού τι μου είπε 79χρονος χρονομάρτυρας όταν θυμήθηκε τα μαθητικά του χρόνια: «Όχι τότι πο’ ‘γιρνι (έγερνε: έδυε) ου ήλιους, αλλά άμα νύχτουνι, άναβι η μάνα μ’ τ’ φέξη (φωτιστικό μέσο με πετρέλαιο) για να γλέπουμι… Ικεί σιμά… Όχι να φιγγουβουλάει του σπίτι… Βάναμαν πιτρέλαιου στα φέξα… Του λέγαμαν κι φέξου… Πού να βρεις λάδι για να βάλ’ς στου φέξου… Ιδώ δεν είχαμαν λάδι για του φαΐ… Κάτι (πάλι) καλά κι πιτρέλαιου… Τότι που ‘μαν μαθητής δεν υπήρχι π’θινά ρεύμα, σι κανένα σπίτι… Ούτι λάμπις (πετρελαίου) δεν είχαμαν, γιατί δεν καλουέβγιναν (δεν ήταν ευρέως διαδεδομένες) αυτές οι λάμπις μι του λαμπόγυαλου… Για να πάου στου σκουλειό, διάβαζα μι τ’ φέξη… Αλλά τότι είχαμαν καλό μάτι, ήμασταν πιδιά κι γλέπαμαν καλά…».
Και η συνομήλικη σύζυγός του συμπληρώνει: «Κάθουμασταν διπλουπόδι γύρα-γύρα στου τζιάκι, για να πυρουθούμι (ζεσταθούμε) κι να ιδούμι να διαβάσουμι… Σκύβαμαν λίγου πλειότιρου για να ιδούμι καλά τα γράμματα, να διαβάσουμι απ’ του βιβλίου… Όλα τα πιδιά ικειόν τουν κιρό έτσι διαβάζαμαν, τ’ φουτιά απ’ του τζιάκι είχαμαν για φως… Έτσι μάθαμαν λίγα γράμματα…
Για να γράψουμι, κάθουμασταν μπρούμ’τα καταή, δίπλα στου τζιάκι… Σάμπους είχαμαν τραπέζι… Γραφεία π’ τα λέν’ τώρα… Μπρούμ’τα καταή για να γράψουμι στ’ν πλάκα πρόχειρα, για να μάθουμι προυπαίδεια, ουρθουγραφία… Τό ‘ζηβ’γαμαν (σβήναμε) αυτό κι γράφαμαν άλλου…
Τι γράμματα να μάθ’ς έτσι… Δεν είχαμαν λιφτά ν’ αγουράσουμι τιτράδια… Κι οι γουνέοι μας δεν ήξιραν γράμματα να μας βουηθήσουν… Ου πατέρας μ’ ήξιρι δυο κλίτσις γράμματα (ελάχιστα), η μάνα μ’ δεν ήξιρι ντιπ…
Κι οι δασκάλοι βάρ’γαν στου σκουλειό! Θ’μάμι ου δάσκαλους να βαρεί μι τ’ λούρα κι μι του χάρακα! Όπου έφτανι, βάρ’γι! Μαύρα τα χέρια κι τα πουδάρια απ’ του ξύλου…».
«Η σφίξη βγάνει το λάδι»!
Αυτή η έλλειψη φωτισμού, αλλά και γενικότερα οι στερήσεις που όλοι ζήσαμε στο χωριό, είχαν και μια θετική διάσταση, αφού χαλύβδωσαν τη θέλησή μας να αγωνιστούμε για ένα καλύτερο μέλλον. Όπως πολύ εύστοχα λέει εν προκειμένω η μητέρα μου, «Η σφίξη βγάνει το λάδι», δηλ. με τη σύνθλιψη παράγεται το ελαιόλαδο!
Ασφαλώς δεν θα γράψω κάτι αυτοαναφορικό, αλλά θα σας κοινοποιήσω την ιστορία ενός φίλου και παλιού συμμαθητή μου, προερχόμενου από πολύτεκνη αγροτική οικογένεια, με πραγματικά ήρωες γονείς. Επειδή ξέρω ότι είναι υποδειγματικά σεμνός και η αναφορά στο ονοματεπώνυμό του θα προσέκρουε στο προτέρημά του αυτό, θα πω μόνο ελάχιστα στοιχεία, αλλά που φωτίζουν την προσωπικότητά του: Ο φίλος μου αυτός τελείωσε κάποια πανεπιστημιακή σχολή, όμως το μεγάλο του όνειρο ήταν να σπουδάσει ιατρική για να βοηθάει τους συνανθρώπους του. Ήταν ήδη εργαζόμενος στα Γιάννενα όταν ξεκίνησε μια τιτάνια προσπάθεια να περάσει με κατατακτήριες εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μάλιστα πολλές φορές, φεύγοντας με το βραδινό δρομολόγιο των ΚΤΕΛ απ’ τα Γιάννενα, διάβαζε μέσα στο λεωφορείο με το ισχνό φως, έτσι ώστε το πρωί να δώσει εξετάσεις στην Αθήνα. Και τα κατάφερε να βγει νικητής και να κατακτήσει το όνειρό του!
Δημήτρη, να είσαι καλά σαν τα ψηλά βουνά! Ως παλιός συμμαθητής σου σε καμαρώνω που κοσμείς με την επιστημοσύνη και τον σπανιότατο ανθρωπισμό και το ήθος σου τον χώρο της Ιατρικής, αλλά και σ’ ευχαριστώ που με τιμάς με την αδελφική φιλία σου!
Φίλες και φίλοι, ολόψυχα σάς εύχομαι καλές γιορτές… πλημμυρισμένες στο φως της αγάπης και της ελπίδας!
*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, φιλόλογος-λαογράφος, είναι ο συντάκτης του υπό έκδοση Ηπειρώτικου Λεξικού
Email: vasilis.malisiovas@gmail.com
LinkedIn: Vasilis Malisiovas
Πηγή: maxitisartas.gr/