ΕΛΛΑΔΑ

Κείμενο - φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας

Παπούτσι απ’ τον τόπο μας… παλιό και μπαλωμένο!

Θα ξεκινήσω με κάτι που σχεδόν όλοι το έχετε ζήσει…

Ένας γνωστός μού έλεγε με παράπονο ότι τα παιδιά του δεν δείχνουν καμία κατανόηση στη δύσκολη οικονομική κατάσταση που αντιμετωπίζει. Έχει τρία τέκνα (μαθητές γυμνασίου και λυκείου), δεν πληρώνεται στην ώρα του, ενώ η γυναίκα του είναι άνεργη εδώ κι ένα χρόνο.

Κι όμως… Τα παιδιά θέλουν πανάκριβα παπούτσια, ίσως βέβαια επειδή δεν αντέχουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των συμμαθητών τους.

«Εγώ και η γυναίκα μου παίρνουμε τα πιο φτηνά παπούτσια, απ’ τη λαϊκή ψωνίζουμε. Τα παιδιά μας τις προάλλες ζητούσαν κάτι σπορτέξ που έχουν 100 ευρώ. Πού να τα βρούμε εμείς τόσα λεφτά… Και ξέρεις κάτι, ρε Βασίλη; Με πήρε το παράπονο, γιατί θυμήθηκα τα δύσκολα παιδικά μας χρόνια, που είχαμε ένα ζευγάρι πάνινα παπούτσια, και μάλιστα μονοφόρι, χειμώνα-καλοκαίρι! Για να μη μιλήσω για το τι τράβηξαν οι γονείς και οι παππούδες μας…».

«Θα γράψουν οι… συνομιλητές μου!», υποσχέθηκα στον φίλο μου.

Ξυπόλητοι στα χιόνια!


Δεν συζητώ για τους παππούδες μας πόσο βασανισμένη ζωή έζησαν. Μόνο στερήσεις, πείνα και κακουχίες κάθε είδους.

Θα μιλήσω όμως για τους γονείς μας, κυρίως όσους εξ αυτών γεννήθηκαν προπολεμικά.

Η εποχή αυτή ήταν πραγματικά πάρα πολύ δύσκολη, όμως το μέλλον ήταν ακόμη πιο ζοφερό, καθώς τα παιδιά αυτά έζησαν και την Κατοχή, αλλά και τον Εμφύλιο.

Τα όσα εμείς σήμερα θεωρούμε απολύτως αυτονόητα, τότε ήταν μια πολυτέλεια που δεν υπήρχε τρόπος να την καλύψουν.

Αναφέρομαι εν προκειμένω στα παπούτσια. Έτοιμα παπούτσια, δηλ. κατασκευασμένα από υποδηματοποιεία, ήταν σπανιότατα, και μόνο στις πόλεις, όχι όμως στα πολύ παλιά χρόνια, δηλ. περίπου μέχρι και τον Εμφύλιο.

Τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά, ο τσαγκάρης ήταν αυτός που έφτιαχνε κατά παραγγελία τα παπούτσια για τον κάθε πελάτη, και με υλικά… κυριολεκτικά ό,τι έβρισκε μπροστά του: από δέρμα χοίρου μέχρι σαμπρέλες και χαρτόνια! Τα πάντα αξιοποιούνταν.

«Αν πιρπάτ’σα ξυπόλητους στα χιόνια; Τι ρουτάς… Πιρπάτ’σα! Τι έχουμι τραβήσει ιμείς… Θα γράψεις πουλλά βιβλία άμα σ’ τα μουλουήσου… Απού τότι π’ βάρισι η καμπάνα για τουν πόλιμου, του ’40 τουν Οκτώμβριου, μέχρι σήμιρα τα θ’μάμι όλα!

Τα πουδάρια κρύουναν πουλύ απ’ του χιόνι, αλλά δεν πάγουναν (λόγω της θερμοκρ. Σωμα)… Αλλά κουκκίν’ζι του χιόνι στ’ς πατ’σιές (πατημασιές)… Γύρα του ’43 ήταν αυτά π’ σ’ μουλουγάου…»

«Τσαρούχια κι φ’στανέλα παλιακιά…»


Τα τσαρούχια οι περισσότεροι τα έχουμε συνδυάσει με τους τσολιάδες, αλλά και με τους χορευτές πολιτιστικών συλλόγων.

Μπορεί για εμάς τα κατεξοχήν παραδοσιακά υποδήματα να είναι συνδεδεμένο με κάτι πολύ μακρινό, όμως υπάρχουν ακόμη –ελάχιστοι, είναι η αλήθεια– μερικοί άνθρωποι που θυμούνται τους πατεράδες τους να τα φορούν με καμάρι!

Πρωινή επίσκεψη στο ζεστό (κυριολεκτικά και μεταφορικά) σπίτι όπου έμενε ο 90χρονος πληροφορητής με τη σύζυγό του.

«Τώρα πο’ ‘φκιασι κι τ’ς τ’γανίτις η γ’ναίκα να φάμι, κάτσι να σ’ μουλουήσου…

Ιγώ θ’μήθ’κα κι τα τσαρούχια, τότι που ‘μαν λιανουπαίδι (μικρό παιδί)… Παπούτσια ήταν κι αυτά, απού πιτσί… Τα φόραγαν μι φ’στανέλα παλιακιά… Κι οι γιρόντοι κι οι νιοι… Αργότιρα βήκαν οι τσιακτσίρις, άσπρου παντιλόνι υφαντό, αργαλίσιου… Κι κουντά βήκαν οι κιλότις (παραδοσιακό ανδρικό ένδυμα), στινό κάτου κι απάνου πλατύ, απ’ του γόνα κι απάνου…

Τι σο ‘λιγα (τι σου έλεγα)… Α! Τα τσαρούχια είχαν πρόγκις απ’κάτου, για να μη γλιστράς… Ήταν πιταλουμένου πρόγκις! Κάργα! Κι οι πρόγκις άμα έφευγαν (ξεκόλλαγαν), έπριπι να πας στουν τσαγκάρη για να σ’ βάλει…

Κι τα τσαρούχια γλίστραγαν πουλύ, είνι η φκιασιά (κατασκευή) τ’ς έτσι… Ένας κι δυο έπισι μι τα τσαρούχια…

Είχαν φούντα μαύρη μπρουστά…

Θ’μάμι κάπουτι είχι κουπεί η φούντα απ’ του τσαρούχι τ’ πατέρα μ’ κι έκουψι μαύρα γνέματα (νήματα), τα ‘κανι τουμπούλα (τούμπα: φούντα).

Άμα πάταγις σι λάσπη… Μαρτύριου! Γιόμ’ζι λάσπη η φούντα! Έπριπι να τ’ν πλύν’ς, γιατί αλίμουνου άμα ξιραίνουνταν η λάσπη…

Ήταν μαθημένοι να φουράν’ τσαρούχια… Κι στου χουρό άμα έμπιναν μι τα τσαρούχια, τ’ς κοίταγι ου κόσμους κι καμάρουναν αυτοίνοι…

Αν έχου φουτουγραφίις απού τότι; Μπα… Ιμείς τήραγαμαν πώς να ζήσουμι… Φουτουγραφίις πού θα τ’ς έβγαναμαν… Σήμιρα; Κιο (μα) δεν κάνιτι κι τίπουτ’ άλλου ισείς…».

Τι νούμερο παπούτσι φοράει η νύφη;


Όταν ήμουν μικρό παιδί στο χωριό μου, θυμάμαι που οι γονείς μάς έβαζαν να πατήσουμε σε μια κόλλα χαρτί και μ’ ένα μολύβι σχημάτιζαν το περίγραμμα του ποδιού. Μ’ αυτό το χαρτί πήγαιναν στην Άρτα για να ψωνίσουν τα παπούτσια μας!

Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις ανθρώπων που αυτό το έκαναν μέχρι να παντρευτούν. Μια παλιά νύφη θυμάται:

«Τότι π’ παντρεύ’κα, για να μ’ πάρουν νυφικά παπούτσια… ιγώ δεν ήξιρα τι νούμιρου φουράου! Αφού δεν είχα φουρέσει πουτέ παπούτσια κινούργια… Κάνα παλιουπάπ’τσου μαναχά… Ό,τι ηύρισκα…

Ήρθι ου κουνιάδους μ’ κι μ’ έβαλι να πατήσου σ’ ένα χαρτί, για να πάρει του νούμιρου κι να πάει να μ’ αγουράσει παπούτσια για του γάμου…

Άφ’ (άσε) το σχέδιου… Ν’ μ’ αγουράσει παπούτσια, να βάλου τα πουδάρια μ’ μέσα!

Αλλά κι ου άντρας μ’ τότι π’ παντρεύ’καμαν φόραγι ένα παπούτσι μι… τέτοια φόλα (τόσο μεγάλο μπάλωμα)».

Ένα ζευγάρι παπούτσια… ανά κατεύθυνση!


Η συζήτηση με τον συνομιλητή μου είχε τεράστιο ενδιαφέρον, αλλά η ώρα κόντευε 8 το βράδυ, οπότε σηκώθηκα να φύγω. Όμως υπολόγιζα… χωρίς τον οικοδεσπότη:

«Δεν κοιμάμι ιγώ δώθι (πριν) απ’ τ’ς 12… Κάτσι να σ’ που κ’βέντις απ’ τα παλιά… Έχουμι κι ζέστα καλή στου τζιάκι… Κάτσι παραδώθι να π’ρώνισι (πυρώνεσαι: ζεσταίνεσαι)…

Τα γουρουνουτσάρουχα ή σγαρόνια π’ τα λέμι δεν άντεχαν πουλύ, γιατί είνι ψανό (λεπτό και ευαίσθητο) του τουμάρι (δέρμα)… Έβαναμαν στάχτη για να στιγνώνουν… Τ’ς πέταγαν (τους έριχναν) κι αλάτι, για να μη βρουμάν’…

Πάταγις απάν’ στου τουμάρι, το σημάδευε αυτός π’ θα το φκιανε, το ‘κοβι μπάλουμα μι του ψαλίδι, του γύρναγι μπρουστά κι το ‘ραβι μια σακουράφα, μι λίγου γνέμα… Αλλά μπόρ’γι να του ράψει κι μου ίδιου του τουμάρι (δηλ. έκανε κορδόνια απ’ το ίδιο το δέρμα)… Έκουβι λουρ’δούλις, έκανι τρύπις μ’ ένα σ’γιά, έβανι απού πάνω σαν κορδονάκια κι γένουνταν σαν παπούτσι… Του σουλούπουνις, για να γένει καλό…

Αλλά άμα ξηραίνουνταν τα γουρουνουτσάρουχα, δεν έμπιναν στα πουδάρια, αφού μάζευαν (συρρικνώνονταν). Τι έκαναμαν κι ιμείς; Τά ‘βαναμαν στου νιρό για να μ’σκέψουν κι να απουλύσουν (να μαλακώσουν), να ξιζαρώσουν…

Δεν άντιχαν πουλύ τα σγαρόνια! Θ’μάμι όποιους πάινι στ’ν Άρτα (από Άνω Καλεντίνη 30 χλμ.) είχι δυο ζευγάρια! Ένα για να πάει κι ένα για να γυρίσει! Κι αν τουν έβγαναν! Του ένα του φόραγι κι τ’ άλλου του ‘χι για να γυρίσει! Άμα τρύπαγι του ένα, φόραγι τ’ άλλου!

Κι πού να ηύρισκις γουρ’νοπέτσι (δέρμα χοίρου). Απού Χριστούγιννα σι Χριστούγιννα έσφαζαν γ’ρούνια! Κι δεν είχαν όλοι! Άμα έσφαζι ου γείτονας, θα σο’ ‘δουνι κι ισένα μίνια ουκά κριάσι κι άμα πιρίσσιβι, σο’ δουνι κι ένα κουμμάτι γουρ’νουπέτσι για να φκιάσεις σγαρόνια…

Αλλά ιμείς έφκιαναμαν κι απού γιλαδουτόμαρου, αλλά πού να του ‘βρισκις απού γιλάδι… Γιατί τότι δεν έσφαζαν γιλάδια, τά ‘χαν για να ουργώνουν… Αλλά κι τ’ ασκαίνουνταν (σιχαίνονταν) του κριάσι… Κάπουτι ένας γείτουνας δε μαρτύρ’σι τ’ς μάνα ότι είχι πάρει κριάσι απού ένα γιλάδι γκριμ’σμένου (έπεσε σε γκρεμό) κι τ’ς είπι ότι είναι απού τραΐ… Αφού έφαγαν κι τ’ς είπι, αυτήνη έβαλι τα δάχ’λα κι έκαμι μιτό…».

«Έβρεχε συντελεία!»


Μια άκρως συγκινητική ιστορία ακολουθεί στη συνέχεια. Ο αγώνας μάνας και κόρης να φέρουν τον βαριά άρρωστο γιο/αδελφό στα Γιάννενα. Όμως αυτό ήταν πολύ άκρως επικίνδυνο, για πολλούς λόγους, όπως θα μας αφηγηθεί η οκτάχρονη τότε αδελφή:

«Ου αδιρφός μ’ ήταν αντάρτ’ς κι ήταν στα Ζαγουρουχώρια… Δεκαεφτά χρονών ήταν το ’43…

Νηστ’κοί, δεν είχαν τι να φάν’… Για μήνις έτρουγαν ένα σάπιου τυρί, σαν κεφαλουτύρι ήταν… Ποιος ξέρει πού του ‘βραν… Σε παλιές απουθήκις…

Κι έπαθι κάτι σαν ηπατίτιδα… Ήταν κίτιρνους σα λιμόνι… Πήγαινι για ίκτιρου… Ήρθι στα Γιάννενα, για να τ’ κάνουμι θεραπεία…

Για να τουν φέρουμε, τι τραβήξαμαν…

Ήρθαν κάτι αγουγιάτες, επί τούτου, κι μας είπαν ότι ο αδερφός μ’ ήταν τ’ πιθαμού… Να πάμε να τον πάρουμι…

Πήγαμαν ιγώ κι η μαμά μ’ στα Ζαγόρια ποδαρόδρομο (45 χιλιόμετρα), μια μέρα δρόμο κάναμαν…

Φθινόπουρο ήταν… Το ποτάμι τ’ς Μπάγιας (παραπόταμος Βοϊδομάτη) ήταν κινημένου… Είχε νερό πολύ…

Πήραμαν τον αδερφό μ’ απ’ το Καπέσοβο, είχε γυρίσει στ’ γιαγιά μας, για να έρθουμι στα Γιάννινα όλοι…

Ο αδερφός μ’ είχε κάτι παλιά άρβυλα, χιλιοτρύπια, ελεεινά…

Για παπούτσια ιγώ κι η μάνα μ’ είχαμαν προπόδια, σαν κάλτσες μάλλινες, χουντρές, από τραγόμαλλο, κι από κάτω λάστιχο από σαμπρέλις…

Έβρεχε συντελεία (γινόταν η συντέλεια του κόσμου)! Κι έπρεπε να περπατάμε γρήγορα για να φτάκουμε στα Γιάννενα μέρα, να μην κλείσει ο φόρος (διόδια, σημείο καταβολής φόρου για όσους εισέρχονταν με εμπορεύματα στην πόλη), το posto blocco (σημείο ελέγχου), πο’ ‘λεγαν οι Ιταλοί…

Έβρεχε συνέχεια και πλατσουρίζαμαν! Στα σιάδια (επίπεδα εδάφη) ήταν πλημμύρα το νιρό! Χαλασμός! Κι άστραφτι… Δεν είχες πού να βάλεις το κιφάλι… Ούτε αδιάβροχο είχαμαν, ούτε ομπρέλα, τίποτα! Μούσκεμα μέχρι το μεδούλι! Ρούφ’ξε το κορμί μας νιρό!

Μόλις ανεβήκαμαν στο β’νό, στο Ροντοβάνι, άλλαξε κάπως ο καιρός… Σταμάτ’σε λίγο η βροχή κι πήραμαν τ’ δημοσιά για λίγο (δημόσιο δρόμο), αλλά όχι κι πολύ, γιατί στ’ δημοσιά ήταν γερμανικά αυτοκίνητα… Κι πολλές φορές άρπαζαν χωριάτες απ’ το δρόμο κι τ’ς πήγαιναν ιργάτες στ’ Γερμανία…

Κι αν θέλεις το π’στεύεις, τα προπόδια δε χάλαγαν, ήταν αντοχής πράγματα, γιατί είχαν σαμπρέλα από κάτω…

Έτσι τον φέραμαν στα Γιάννενα τον αδερφό μ’, για να τον σώσουμε…

Ο αδερφός μ’ τότε πήγαινε στο γυμνάσιο αλλά έγινε αντάρτης, πολέμησε τ’ς Γερμανούς… Ήταν κι στο σαμποτάζ της Καλλιθέας, έξω απ’ τ’ν Κόνιτσα…

Είχε βγει και τραγούδι τότε (νεοδημοτικό, της Κατοχής):

“Μια Κυριακή πουρνό, ταχιά ταχιά (γρήγορα),

Δέκα παιδιά ντυμένα βλάχικα (οι αντάρτες ντύθηκαν βλάχοι)

Στην Καλλιθέα πάνουν (πάνε),

Όπλα κι όλμους για να πάρουν

Στο posto blocco μόλις φτάσανε

Άλες παπίαρ (γερμ.: όλα τα χαρτιά σας) τούς φωνάξανε!

Για, για (“ναι” στα γερμανικά) ένας φωνάζει (ενν. αντάρτης)

Και τον πρώτο (πλησιάζει) πλησιάζει…

“Άλες Γιαννίνα, Ερυθρό Σταυρό” (δηλ. όλοι πάμε στα Γιάννενα, στον Ερυθρό Σταυρό)

Και το πιστόλι βγάζει

Τρεις σφαιρούλες τού αδειάζει

Κι αφού όλα ετελειώσανε (ενν. το σαμποτάζ)

Όπλα και όλμους τα φορτώσανε

Για το χωριό κινάνε (ξεκινάνε)

Μα το Λάζο δεν ξεχνάνε» (η μόνη απώλεια των ανταρτών, ενώ οι Γερμανοί εξοντώθηκαν όλοι).

Σόλα από λάστιχο τηλεφώνου!


Αλλά οι σόλες από πλαστικό είχαν πραγματικά μια ολόκληρη ιστορία πίσω τους… Συνεχίζει η ίδια ηρωίδα πληροφορήτρια:

«Τα προπόδια ήταν τσιρέπια μαλλίσια (μάλλινα τσουρέπια), μπαλουμένα μι λάστιχου απού σαμπρέλις απού αμάξια…

Στ΄ν Κατουχή, στουν πόλιμου, του ’44 το Φλιβάρη, που ‘ταν ου αδιρφός μ’ αντάρτ’ς, 17 χρουνών, κατ’φουρνούσαν κάθι βράδυ του Ροντοβάνι (βουνό στα Ζαγοροχώρια), ήταν λόχος ανταρτών στο Κουκούλι…

Κι κατέβαιναν στον κεντρικό δρόμο κι έκουβαν τα καλώδια τ’ τηλεφώνου που ‘χαν οι Γιρμανοί… Κι αυτά τα καλώδια ήταν χουντρά, για να μην παθαίνουν τίπουτα (είχαν επικάλυψη από χοντρό λάστιχο)…

Του λάστιχου, αφού το ‘κοβαν, το ‘καναν κουλούρις κι του μοίραζαν στουν κόσμου, στα χουριά…

Αυτό τού λάστιχου οι αντάρτις το τύλιγαν κι του κουβαλούσαν δυο-δυο σι ξύλο, το ‘βαναν στ’ς ώμους κι του ανέβαζαν κουλούρες…

Μ’ αυτό του λάστιχου έφκιαχναν πατούσες για τα προπόδια… Είχι πάχους ένα δάχτ’λου αντρίκειο (ανδρικό δάχτυλο). Το ‘πλικαν κουτσίδα τού λάστιχου κι το ‘ραβαν στα προυπόδια κι γένουνταν σόλα απέθαντη (πολύ ανθεκτικό).

Μας είχαν σώσει αυτά τα λάστιχα απ’ τα καλώδια… Γιατί δεν υπήρχαν παπούτσια… Ούτι στ’ν αγορά τουν Γιαννίνων…

Ούτι λιπτά υπήρχαν… Τα λιπτά ήταν άχρηστα γιατί ήταν τα μεσογειακά, τα μεντιτεράνεα (πληθωριστικό χρήμα που «έκοψαν» αρχικά οι Ιταλοί και στη συνέχεια οι Γερμανοί)…

Οι λίρις ήταν π’ άξιζαν μοναχά… Κι είδος μ’ είδος (ανταλλακτικό εμπόριο)…

Κι ποιος να κατέβαινε στα Γιάννινα… Ήταν κι ου φόβους…

Τα Ζαγόρια ήταν ανταρτοκρατούμινα… Τά ‘λιγαν οι αντάρτες “Ελεύθερη Ελλάδα”… Ιμείς γιορτάζαμαν τ’ν 25η Μαρτίου κι λέγαμαν ποιήματα κι τραγούδια… Αυτή τ’ μέρα τ’ θ’μάμαι, γιατί τότε (25 Μαρτίου 1944) πήραν τ’ς Οβριούς απ’ τα Γιάννινα κι τ’ς πήγαν για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης…

Κι είχαν μάθει οι Γιρμανοί ότι οι αντάρτις θα έρχουνταν να χτ’πήσουν τα φουρτηγά κι να λευτερώσουν τ’ς Οβριούς… Κι γι’ αυτό βγήκαν οι Γιρμανοί στα χουριά, για να φοβηθούν οι αντάρτις κι να μην κατιβούν στα Γιάννινα, να μη χτυπήσουν του δρόμου, εκεί π’ θα πέρναγαν τα φουρτηγά μι τ’ς Οβριούς…».

Καλία, τα χειροποίητα τσόκαρα


Ογδοντατετράχρονη πληροφορήτρια θυμάται τα παιδικά της χρόνια:

«Τα καλία ήταν ξύλινα, σαν παντόφλις, σαν τσόκαρα… Τά ‘φκιανι ου πατέρας μ’, ου μακαρίτ’ς… Ήταν πιλικάνους (ξυλογλύπτης) καλός…

‘Επιρνι ένα ξύλου, πλάτανου, του πιλέκαγι καλά, το ‘φκιανι ήδ’σμα (ήδυσμα: εξαιρετικό πράγμα)!

Κι στα καλία κάρφουνι ένα λουρ’δάκι αχπάνου, ή απού μ’σιαμά (μουσαμά) παλιό ή κάνα πιτσάκι (δέρμα) απού τίπουτι παλιουπάπ’τσα… Άμα δεν είχι τίπουτ’ άλλου, έβανι ένα πανί γιρό, για να κρατιότι του πουδάρι…

Κι αυτόν τουν μ’σιαμά ή του πανί του κάρφουνι μι βιλονούλις στ’ς άκρις…

Τα καλία ήταν βασταερά (ανθεκτικά)… Σώνιτι (φθείρεται) του ξύλου απ’κάτου; Αλλά δε μπόρ’γις να κουσιέψεις (δεν μπορούσες να τρέξεις)… Κράκα κρούκα… Πιδικλώνουσαν (σκόνταφτες)…

Τα καλία ήταν για να ‘χουμι τάχα πουδεσιά (υπόδηση) στα πουδάρια μας…».

Ένα παιδί… μετράει τ’ αγκάθια!


Την παροιμιώδη φράση «Πού πας ξυπόλητος στ’ αγκάθια» όλοι τη γνωρίζουμε. Τη χρησιμοποιούμε όταν απευθυνόμαστε σε κάποιον που θέλει να κάνει κάτι χωρίς να προετοιμαστεί, χωρίς να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες. Όπως ξέρουμε, ο θυμόσοφος λαός χρησιμοποιεί με μεταφορική σημασία κάτι που προέρχεται από την πραγματική ζωή.

Έτσι συμβαίνει και με το θέμα μας. Τα παλιά χρόνια, οι φτωχοί κάτοικοι των χωριών περπατούσαν κάθε μέρα ξυπόλητοι. Και βέβαια δεν περπατούσαν στην άμμο, στο τσιμέντο ή στην άσφαλτο, αλλά σε χωράφια με αγκάθια, με πέτρες, με κολλητσίδες (δηλ. μικρά αγκάθια που φύτρωναν παντού). Λόγω ανέχειας αλλά και αμάθειας, πολλά παιδιά (ιδίως τα κορίτσια) δεν πήγαιναν στο σχολείο, επειδή εκτελούσαν χρέη βοσκού. Ακόμη κι από δέκα χρονών πολλά παιδιά ήταν υποχρεωμένα να ξυπνήσουν πολύ νωρίς το πρωί, για να πάνε να βοσκήσουν το κοπάδι με τα γιδοπρόβατα.

Ηλικιωμένη θυμάται με θλίψη:

«Όταν ήμαν μ’κρή, δεν είχαμαν παπούτσια, ούτι ιγώ ούτι οι αδιρφάδις μ’… Κι αφού δεν πήγαμαν σκουλειό (δεν πήγαν καν στο δημοτικό), πάιναμαν στα γίδια απού 9 χρουνών…

Να ‘σι κι νηστ’κιά, κι να μη φουράς κι παπούτσια! Ιούνιο μήνα! Ήταν τρυφιρά τα πουδαράκια μας κι αγκέλωναν (αγκύλωναν: τρυπούσαν) οι κουλλητσίδις σα βιλόνια! Αφού δεν έβριχι, ξιράθ’καν τα χουρτάρια κι έμ’ναν οι κουλλητσίδις! Θ’μάμι ένα χουράφι μας έβγαζι όλο κολλητσίδις, ήταν λάκκις τότι χέρσις… Ήταν μπηχτιά η κουλλητσίδα… Μπήχνουνταν στα πουδάρια κι μάτουναν…

Τήραγα να βρου κανιά πλακούλα (πετρούλα) να πατήσου… Αλλού πάταγα μι τα δάχ’λα, αλλού μι τ’ φτέρνα, για να πιράσου απ’ τ’ς κουλλητσίδις…

Κι άμα πάταγαμαν κάναν πάλιουρα (μεγάλο παλιούρι, αγκάθι) ή απού γκουρτσιά (άγρια αχλαδιά), μάζουνι όμπυου (συγκέντρωνε πύον) του πουδάρι μας… Τό ‘σπαγαμαν, κι τό ‘βαναμαν ριτσίνι για να τραβήσει του όμπυου απ’ τ’ν πληγή, να γερέψει… Δεν είχαμαν αλοιφές τότι… Πάλευαμαν μι τα πραχτικά… Κανιά κηραλοιφή μαναχά αν είχαμαν…

Ένα δειλινό σκάρ’σα (σκάρισα: έδιωξα) τα γίδια κι τα ‘καμα πέρα τα πλάια… Ήταν του καλουκαίρι, βραδάκι… Τα γίδια πήραν τα πλάια, πέρα, πέρα, κι βόσκαγαν…

Ήμαν πουλύ απουσταμένη (κουρασμένη). Ακούμπ’σα (ξάπλωσα) καταή κι μι πήρι ου ύπνους! Κάποια ώρα π’ ξύπνησα, έγειρι (έδυσε) ου ήλιους!

Κάνου πέρα, βαρώντα, μαυλώντα (καλώντας τα ζώα)… Τρόμαξα να τα μάσου τα γίδια, να τα πάου κάτου στου μαντρί…

Ξυπόλητη ήμαν! Τι… Πουδεμένη (φορώντας παπούτσια)…».

Τη σκυτάλη της αφήγησης παίρνει 95χρονη χρονομάρτυρας:

«Ιμάς τα πουδάρια μας είνι σαν τ’ς χιλώνα (τόσο σκληρά!), η πατούνα μας είνι σκληρή… Ισάς είνι μαλακά τα πουδάρια γιατί δεν πιρπάτ’σαταν ξυπόλητοι…

Ιγώ πιρπατάου απόδετη (ξυπόλητη) κι στα χαλίκια κι στου χώμα, δεν ξιτάζου (δεν μ’ ενδιαφέρει) πού πατάου…

Τότι που ‘μαν μ’κρή, δε θ’μάμαν πουτέ να φουράου παπούτσια…

Τα πουδάρια μας ήταν γιουμάτα αγκάθια…

Όταν ήμασταν πιδιά, μέτραγαμαν πόσα αγκάθια έβγαλι ου καθένας μι του βιλόνι…

Πού να ηύρισκα παπούτσια…

Καρτέρ’γα τ’ θειάκω (περίμενα τη θεία) μ’, να μ’ δώκει τα παπούτσια, γα να πάου στ’ν ικκλησιά… Πού να ηύρισκα ιγώ παπούτσια…

Λάστιχα (λαστιχένια) παπούτσια φόρισα όταν πήγα στου σκουλειό…

Α! Φόρισα κι τότι π’ μι φώτ’σι η νούνα μου (με “φώτισε” η νονά μου: μου έκανε δώρο καινούργια ρούχα και παπούτσια, αυτό γινόταν περίπου στα 7-8 χρόνια).

Φόρισα νάιλα (πλαστικά παπούτσια) στ’ν αρχή κι φουρδάκλιασαν (φουσκάλιασαν) τα πουδάρια μ’… Πλή’ασαν… σαν ψώρα! Τρόχαγα (έτριβα) τα πουδάρια μ’ στου σάισμα (στρωσίδι από μαλλί κατσίκας), στου γουνουλίθι (στην πέτρα του τζακιού) κι άν’γαν… Πέταγαν δρώπ’κα (πύον)!

Ντρουπή είνι π’ σ’ τα μουλουγάου, αλλά τα πέρασα αυτά…».

Παπούτσια από σαμπρέλα!


Η σαμπρέλα σήμερα έχει μόνο μία χρησιμότητα, παλιά όμως ήταν ένα βασικό υλικό στην υποδηματοποιία:

«Τότι π’ βήκαν (άρχισαν να διατίθενται) οι σαμπρέλις, μιτά του ’50, όταν ζουντάνιψι η αγουρά (το εμπόριο), έφκιαναμαν κι παπούτσια μ’ αυτές…

Αυτήνη η σαμπρέλα ήταν μακριά σα φύλλου, β’λάρι (βηλάρι: κομμάτι υφάσματος) π’ του λέμε… Ήταν ειδικό για παπούτσια… Να τα πούμι παπούτσια… Δεν ήταν παπούτσια κανουνικά…

Έπιρνις τ’ σαμπρέλα κι τ’ν έδουνις στουν τσαγκάρη. Κι ου τσαγκάρ’ς το ‘ραβι κι το ‘φκιανι σαν παπούτσια…

Όταν βήκαν τα λάστιχα (λαστιχένια παπούτσια), ποδέθ’κι (ποδέθηκε: φόρεσε παπούτσια) ου κόσμους! Γιατί λάστιχα μπόρ’γις (μπορούσες) να αγουράσεις, ήταν φτηνά… Άντιχαν κι κάμπουσου τα παπούτσια απού λάστιχου…».

Μεγάλη χαρά… επειδή θα πήγαιναν στον στρατό!

Μπορεί να ακούγεται εξωπραγματικό, όμως οι νέοι της παλιάς εποχής περίμεναν πώς και πώς τη στιγμή που θα φορούσαν το χακί! Ο λόγος στον συνομιλητή μου…

«Του ’32 είμι γινουμένους, μας έπιρναν στα 21 φαντάρους, πήγα του ’53. Πήγα στου Μιγάλου Πεύκου… Ικεί ήταν πεδινό πυροβολικό (κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων).

Ιγώ τότι που 'μαν πιδί, δε θ'μάμι κανέναν πουδιμένου (να φοράει παπούτσια)… Πού να ηύρισκαμαν παπούτσια τότι…

Όταν παρουσιάστ’κα στου στρατό, τότι για πρώτη φουρά έβαλα κινούργια παπούτσια στα πουδάρια μ’! Πέταξα στ’ θάλασσα κάτι τρύπια παλιουπάπ’τσα π’ φόραγα κι φόρισα τ’ς αρβύλις! Τι χαρά έκαμα π’ φόρισα κινούργια παπούτσια…

Πουλλά πιδιά συνομόλικα (συνομήλικα) φόρισαν στου στρατό πρώτη φουρά κινούργια παπούτσια! Αρβύλα πρώτη! Αλλά μας τάραζαν στα καψώνια… Θα σ’ τα πού άλλη βολά (φορά) αυτά…».

«Ό,τι ήθιλι έφκιανι ου τσαγκάρ’ς…»


Σήμερα ο τσαγκάρης είναι γνωστός ως τεχνίτης που επιδιορθώνει παπούτσια, ενώ τα παλιά χρόνια ήταν επιπλέον και υποδηματοποιός, σύμφωνα με την αφήγηση συνομιλήτριάς μου:

«Μαγαζιά για παπούτσια δεν υπήρχαν τα παλιά τα χρόνια… Δε θ’μάμι ιγώ μαγαζί να π’λάει παπούτσια…

Τσαγκάρ’δις ήταν μαναχά… Ου τσαγκάρ’ς ου τρανός (μεγάλος) είχι κι καλφούδια (μαθητευόμενους), πιδιά… Άμα μάθαιναν τ’ν τέχνη, άν’γαν κι αυτά μαγαζί…

Βάρδια δ’λειά (πολλή δουλειά) δεν είχαν οι τσαγκάρ’δις… Αλλά κάπου κι πού (αραιά) έφκιαναν παπούτσια… Γιατί ου κόσμους δε μπόρ’γι να κάτσει ξυπόλητους… Κάπου πούληγι κανιά παλιουπράτ’να (πουλούσε καμιά γέρικη προβατίνα) κι έφκιανι ένα ζευγάρι παπούτσια… Ό,τι να ‘ταν… Αρκεί να έβανε παπούτσια στα πουδάρια του…

Πάιναμαν στουν τσαγκάρη… Έβανι ένα χουντρό χαρτί καταή, σα χαρτόνι, κι πάταγαμαν ψ’λά (πάνω) μι του ένα τού πουδάρι… Αυτός σημάδευε με του μουλύβι γύρα γύρα (έκανε το περίγραμμα), για να βγει του μέτρου για του παπούτσι…

Έφευγαμαν ιμείς κι αυτός τά ‘φκιανι τα παπούτσια σι κανιά δικαριά μέρις κι πάιναμαν ιμείς για να τα πάρουμι…

Έπιρναν δέρματα οι τσαγκάρ’δις, τουμάρια απού σφάγια κι τ’ άργαζαν (επεξεργάζονταν) για να γένουν δέρμα, να φκιάσουν τα παπούτσια… Ήταν ένα δέρμα, σεβρό το ’λιγαν… Όχι ευρώ… που ‘νι τα λιπτά, σεβρό το ‘λιγαν. Ήταν καλύτιρου αυτό του πιτσί, καλή ποιότητα…

Σχέδια δεν τήραγαμαν για τα παπούτσια… Δεν κοίταγαμαν μόδις ιμείς… Ό,τι ήθιλι έφκιανι ου τσαγκάρ’ς… Να μην είμαστι ξυπόλητις…

Τότι που ‘μαν κουπέλα, κάπουτι έφκιασα ένα ζευγάρι παπούτσια, ιγώ κι η αδιρφή μ’ η Σταθούλα, πράσινα παπούτσια…

Κι όταν πιρπάταγα, έτριζαν (έκαναν τον χαρακτηριστικό ήχου του καινούργιου παπουτσιού)».

Ξιφάρια και φόλες


Κυριολεκτικά με νύχια και με δόντια, με χίλιες δυο πατέντες προσπαθούσαν να διατηρήσουν ένα παπούτσι όσο πιο πολύ μπορούσαν. Οι ηλικιωμένοι θυμούνται αυτές τις δύσκολες εποχές σαν να ήταν χθες:

«Άμα πάλιουναν τα παπούτσια, δεν τα πέταγαμαν… Τα φόραγαμαν μέχρι να λιώσουν ντιπ (εντελώς)… Κι πάλι θα κράταγαμαν κάνα κουμμάτι πιτσί, για να του βάλουμι σ’ άλλα παπούτσια, που ‘ταν τρύπια…

Τότι που ‘μασταν πιδιά κι μιγάλουνι γλήγουρα του πουδάρι μας, ικεί να δεις τι γένουνταν μι τα παπούτσια… Έβαναν ξιφάρια (κομμάτια δέρματος) απόξου απ’ του παπούτσι, απού ’δώ, απού ’κεί, μπρουστά, πίσου…

Άμα μιγάλουνι του πουδάρι απ’ τα πιδιά, έπιρναν του παπούτσι κι το’ ΄κουβαν μπρουστά, για να βγουν τα δάχ’λα όξου κι να μπουρούν να πιρπατάν’…

Κι μι τ’ς σόλις να δεις τι γένουνταν… Έβαναν πουλλές πρόγκις, για να βαστάει (αντέχει) του παπούτσι… Πιρπάταγαν ου κόσμους κι ακούγουνταν σα να ‘ταν… μ’λάρια πιταλουμένα! Κρακ κρουκ…».

«Καλύτιρα να ’μασταν ξυπόλητοι, παρά να φουράμι παπούτσια μι φόλις (μπαλώματα παπουτσιού), γιατί μας πιλέκαγαν (τραυμάτιζαν) τα πουδάρια... Ξυπόλητα τάγματα ήμασταν ιμείς τα πιδιά ούλου τού καλουκαίρι...», «Άμα χάλαγαν τα παπούτσια, κόλλαγαν (έβαζαν) φόλα… Αυτήνη η φόλα ήταν απού γουρ’νουπέτσι (δέρμα χοίρου) κι το ’βαναν απού πάνου, για ν’ αντέξουν ακόμα… Πού να είχαν λιπτά οι γουνέοι μας, για να μας πάρουν κινούργια παπούτσια...».

Πλεχτά καλτσάκια… για το τελευταίο ταξίδι!


Εννοείται πως η παντελής έλλειψη παπουτσιών δεν αφορούσε μόνο αυτούς που βρίσκονταν εν ζωή, αλλά και όσους έφευγαν για τον άλλο κόσμο… με κάλτσες!

Σοκαριστική πραγματικά η αφήγηση: «Του 1943 πέθανι ένα κουπιλάκι, γύρα τα 10-12… Απού κοιλιακό τύφου, θ’μάμι… Κάσις (φέρετρα) απού σανίδια έφκιανι ένας μαραγκός ιδώ στου χουριό μας, ου μπαρμπα-Κώστας… Τ’ς έφκιασι μ’κρή κάσα, τόσηγια κούτσικη… Φτώχεια οι γουνέοι τ’ς κουπέλα… Δεν είχαν ν’ αγουράσουν παπούτσια, ούτι για να του κρύψουν (κηδέψουν)… Πού να ηύρισκαν παπούτσια… Τ’ς έπλιξαν τσουρέπια άσπρα, πλιχτά... Κι έτσι τ’ν κηδίεψαν… Θ’μάμι ρέκαζαν (ούρλιαζαν) οι γουνέοι τ’ς: ‘Νύφη μου!!!’. Τέτοιου κουπιλάκι να του γλέπ’ς πιθαμένου μι τ’ άσπρα τα τσιουριπάκια… Του θ’μάμι σαν τώραϊα…».

**
Ο επίλογος ανήκει σ’ αυτούς που έζησαν δεκαετίες ξυπόλητοι ή με τρύπια παπούτσια, οπότε δικαιωματικά μπορούν να κρίνουν αυτό που συμβαίνει σήμερα:

«Κι πιταμένου να τού ‘βρισκις τού παπούτσι, το ‘πιρνις κι του φόραγις. Ό,τι παπούτσια να ‘ταν… Ποιος κοίταγι μόδις τότι…

Όχι όπους κάνει ου κόσμους σήμιρα… Π’ λέει ου λόγους, του κουρδόνι να κουπεί, του διαβάζεις στ’ λαγκάδα (πετάς το παπούτσι στο ρέμα)! Ένα κουμπί να κουπεί απ’ του π’κάμ’σου, του πιτάς κι αυτό! Δε ράβει καμία σήμιρα…

Άμα μπεις σ’ ένα σπίτι, θα βρεις πίσου απ’ τ’ν πόρτα δέκα ζευγάρια παπούτσια! Το κάθι σπίτι είνι γιουμάτου ρούχα, παπούτσια, ό,τι θέλ’ς… Κι άκρη δε βρίσκ’ς… Τι θα φουρέσεις… Ικεί μένουν κι τα πιτάμι… Είνι σπάταλους ου κόσμους σήμιρα! Χαλαστήδις! Κούτσικοι (μικροί), τρανοί (μεγάλοι), γ’ναίκις, άντρις…

Ιμείς τά ‘χαμαν όλα μονοφόρι κι πάλι φχαριστ’μένοι ήμασταν…».

*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, φιλόλογος-λαογράφος, είναι ο συντάκτης του υπό έκδοση Ηπειρώτικου Λεξικού. Το άρθρο αφιερώνεται στους βασανισμένους προγόνους μας, αλλά και στους ξυπόλητους όλου του πλανήτη.

Email: [email protected]

LinkedIn: Vasilis Malisiovas

Πηγή: maxitisartas.gr/

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.