ΕΛΛΑΔΑ

 «...διαμαρτυρόμεθα κατά του σημερινού πλουτοκρατικού αθλίου συστήματος και ζητούμεν την επί του παρόντος βελτίωσιν της θέσεως των εργατών και μισθωτών»

Εργατική Πρωτομαγιά: Ο πρώτος εορτασμός στην Ελλάδα

Η 1η Μαΐου του 1886 στο Σικάγο, όπου οι διεκδικήσεις για οκτάωρη εργασία συνοδεύτηκαν από τη βίαιη καταστολή των κινητοποιήσεων και τον απαγχονισμό των πρωταγωνιστών του εργατικού ξεσηκωμού, είχε σημαντικό αντίκτυπο στις διεθνείς οργανώσεις του σοσιαλιστικού και εργατικού κινήματος.

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα αρχίζουν να ιδρύονται τα πρώτα συνδικάτα και να εκδίδονται οι πρώτες εργατικές εφημερίδες. Σε μια σειρά πόλεις όπως η Πάτρα, ο Βόλος, ο Πειραιάς, η Αθήνα κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες σοσιαλιστικές οργανώσεις.

Το πρώτο Εργατικό Κέντρο ιδρύεται στη Ζάκυνθο το 1892. Το πρώτο σωματείο στην Αθήνα ήταν αυτό των εργατών στα τυπογραφεία. Τον ίδιο καιρό, ξεσπούν και οι πρώτες απεργίες που είναι συνήθως αυθόρμητα ξεσπάσματα.

Η σημαντικότερη σοσιαλιστική οργάνωση στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν ο «Κεντρικός Σοσιαλιστικός Σύλλογος» στον οποίο ηγούνταν ο Σταύρος Καλλέργης.

Είχε περίπου 200 μέλη και ως βιτρίνα είχε τον Μουσικό Σύλλογο «Ορφεύς». Η ιδεολογία του Καλλέργη ήταν μια σύνθεση «πλατωνισμού» και «ουτοπικού σοσιαλισμού»

Το 1891 ο Πλάτων Δρακούλης, με ιδέες αντίστοιχες του Καλλέργη, ιδρύει τον «Κοινωνικό Σύνδεσμο» που αποτελούνταν από νεαρούς διανοούμενους και εκδίδει την εφημερίδα «Η Κοινωνία».

Ο Σύλλογος ιδρύθηκε την 1η Μαΐου του 1890 (14 με το νέο ημερολόγιο) και εξέδιδε την εφημερίδα «Ο Σοσιαλιστής» η οποία τυπωνόταν σε 2.000 αντίτυπα.

«Εκτός του εργάτου, ο οποίος βεβαίως υποφέρει πλειότερον, υποφέρουσιν όλοι, από του μικροκεφαλαιούχου μέχρι του τραπεζίτου, από του κυβερνήτου μέχρι του μικροϋπαλλήλου», έγραφε μεταξύ άλλων «Η Κοινωνία» τον Απριλίου 1891.

Η πρώτη Πρωτομαγιά στην Ελλάδα

«(...) Η πρώτη διακριτή εμφάνιση των σοσιαλιστών στον δημόσιο χώρο, με τη συγκέντρωσή τους για τον εορτασμό της διεθνούς ημέρας των εργατών τον Μάιο του 1893, επιβεβαιώνει αυτήν την αίσθηση. Έως τότε, ο εργατικός χαρακτήρας της ημέρας αφορούσε πολύ λίγους - το 1891 ομάδα σοσιαλιστών με επικεφαλής τον Καλλέργη φωτογραφήθηκε ομαδικά, το 1892 οι συγκεντρωμένοι δεν ήταν παραπάνω από τριάντα. Στις 2 Μαΐου του 1893 ο έως τότε αδιάφορος αθηναϊκός τύπος έστρεψε τη ματιά του προς το Στάδιο, εκεί όπου εκατοντάδες -δύο χιλιάδες κατά τον Σοσιαλιστή- «υπό μισθόν πάσχοντες» άκουσαν τον Σταύρο Καλλέργη να διαβεβαιώνει ότι «η πρόοδος βαδίζει τον δρόμον της» και οι εργατικές διεκδικήσεις «του παρόντος» θα οδηγήσουν «εν τω μέλλοντι» στην «κατάργησιν του κληρονομικού δικαιώματος και της ιδιοκτησίας». Οι εργατικές διεκδικήσεις του παρόντος κωδικοποιούνταν στην κατοχύρωση της οκτάωρης εργασίας με ανάπαυση την Κυριακή και την παροχή επιδομάτων στους «εκ της εργασίας παθόντας». Η επικοινωνία με τα κοινά αιτήματα και τις πρακτικές του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος επεκτεινόταν σε εμφατικές λεπτομέρειες, όπως οι ερυθρές κονκάρδες «επί της κομβιοδόχης» των συγκεντρωμένων.

Η συγκέντρωση πραγματοποιήθηκε κάτω από το βλέμμα της έφιππης Χωροφυλακής. Οι συγκεντρωμένοι φορούσαν κόκκινες κονκάρδες και σύμφωνα με τον «Σοσιαλιστή» ξεπερνούσαν τους 2.000.

Ο Στ. Καλλέργης, μιλώντας στους συγκεντρωμένους, ανέπτυξε τη δράση και τους στόχους των σοσιαλιστών και διάβασε ψήφισμα, το οποίο κάλεσε να υπογράψουν για να κατατεθεί στη Βουλή.

Στο ψήφισμα σημειώνεται: «...διαμαρτυρόμεθα κατά του σημερινού πλουτοκρατικού αθλίου συστήματος και ζητούμεν την επί του παρόντος βελτίωσιν της θέσεως των εργατών και μισθωτών και την διάδοσιν των σοσιαλιστικών αρχών, με σκοπόν την κατάργησιν του κληρονομικού δικαιώματος και της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής διά νομίμων και ειρηνικών μέσων, εάν δε ταύτα αποδειχθώσιν ανεπαρκή τότε διά παντός μέσου να διαδώσωμεν, να επιβάλλωμεν και να εφαρμόσωμεν τας ιδέας μας (...)

α) Την Κυριακή να κλείωσι τα καταστήματα και τα εργοστάσια καθ' όλην την ημέραν και οι πολίται να αναπαύονται.

β) Οι εργάται και οι μισθωτοί να εργάζονται 8 ώρες την ημέραν.

γ) Να απονέμεται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς συντήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.

δ) Να καταργηθώσιν αι θανατικαί εκτελέσεις.

ε) Να καταργηθεί η διά χρέη προσωπική κράτησις και

στ) Το Διοικητικό Συμβούλιον του Κεντρικού Συλλόγου να επιδώσει το Ψήφισμα τούτο εις την Βουλήν».

Το Ψήφισμα υπέγραψαν 500 άτομα. Όμως καθώς η επίδοσή του στη Βουλή καθυστέρησε περίπου επτά μήνες, τα μέλη του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου συνέχισαν να μαζεύουν υπογραφές.

Στις 2 Δεκέμβρη 1893 όταν τα μέλη του ΔΣ του Συλλόγου, με επικεφαλής τον Στ. Καλλέργη πήγαν στην Παλαιά Βουλή να επιδώσουν το Ψήφισμα, είχαν μαζευτεί 2.000 υπογραφές.

Ο πρόεδρος της Βουλής παρέλαβε το ψήφισμα. Ο Καλλέργης ανέβηκε στο θεωρείο των δημοσιογράφων, περιμένοντας να ακούσει τον πρόεδρο να το διαβάζει, κάτι που δεν έγινε. Το γεγονός αυτό προκάλεσε την αντίδρασή του, αρχίζοντας να διαβάζει δυνατά το περιεχόμενο.

Επενέβησαν αστυνομικοί, ενώ ο Στ. Καλλέργης φώναζε συνθήματα υπέρ του σοσιαλισμού. Τελικά δικάστηκε σε 12 μέρες φυλακή.

Μάλιστα, το θέμα έγινε αντικείμενο συζήτησης στη Βουλή

«(...) Την πρώτη Μαΐου του 1894, στο Στάδιο, ο αριθμός των συγκεντρωμένων ήταν μεγαλύτερος από κάθε άλλη φορά, επιβεβαιώνοντας το ενδιαφέρον, ανάμικτο με περιέργεια, για τις σοσιαλιστικές ιδέες και τα δημόσια πρόσωπα του κινήματος, τον Πλάτωνα Δρακούλη και τον Σταύρο Καλλέργη, που ήταν οι κύριοι ομιλητές. Οι παρέες και οι οικογένειες -«αι εργατικαί τάξεις [που] εποίκιλλον το πολύ αυτό πλήθος»- στα καφενεία και στην ύπαιθρο, όπως και οι εκατοντάδες περιπατητές πέριξ του Σταδίου, προσέδωσαν επιπλέον όγκο στη σοσιαλιστική συγκέντρωση. Διανομή φυλλαδίων, ερυθρά σήματα «επί της κομβιοδόχης», το ψήφισμα της συγκέντρωσης, οι λόγοι των Δρακούλη, Καλλέργη και Μαρκαντωνάτου επιβεβαίωσαν την τυπολογία της εργατικής Πρωτομαγιάς. Η πυκνότητα των αναφορών στην «ευταξία» της δημόσιας συνάθροισης υπογραμμίζει τον απόηχο της ορμητικής εμφάνισης των σοσιαλιστών τον Δεκέμβριο του 1893 και των ευρωπαϊκών ειδήσεων για τον συγκρουσιακό χαρακτήρα της ημέρας: «η αστυνομία [...] έλαβε τα κατάλληλα μέτρα προς «ήμερον διεξαγωγήν της συγκεντρώσεως», «γραφικόν ήτο το θέαμα των διασχιζόντων το πλήθος απείρων αστυφυλάκων, των εφίππων χωροφυλάκων, των ιππέων και των αξιωματικών», «εθεάθησαν αστυφύλακες τινές, εκ των διαταχθέντων όπως επιβλέπωσιν την τάξιν, διανέμοντες κρυφίως προ- κηρύξεις εις το πλήθος των θεατών». Δικαιολογώντας την άρνησή του να παραστεί ως ομιλητής, ο αρχισυντάκτης του Μεταρρυθμιστή Δημήτριος Ζαλούχος επικαλέστηκε τον κίνδυνο να «διαβληθώμεν (...) ότι εμείς εξηγείρομεν και ερεθίζομεν τους εργάτας».

Η πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση του 1894 υπήρξε η τελευταία του 19ου αιώνα. Το 1895, η επιτροπή του σοσιαλιστικού συλλόγου «Άρδην» γνωστοποίησε «ότι σήμερον 1ην Μαΐου ημέραν εορτής των σοσιαλιστών δεν θα προβώμεν εις ουδεμίαν εκδήλωσιν των φρονημάτων μας», ενώ τα επόμενα χρόνια οι ειδήσεις αφορούσαν αποκλειστικά την -«μελαγχολικωτέρα» το 1897- «εορτή των ανθέων» και των ρομαντικών περιπατητών. Η ανησυχία του Ζαλούχου έμελε να επιβεβαιωθεί: από τον Μάιο του 1894 οι σοσιαλιστές γνώρισαν ποικίλες διώξεις, οι διαβρωτικές επιπτώσεις των οποίων άφησαν ορατά ίχνη στη διαμόρφωση του σοσιαλιστικού κινήματος. Οι εξελίξεις είχαν ως αφετηρία τη σύλληψη στις 27 Μαΐου του Ευάγγελου Μαρκαντωνάτου, που ήταν ομιλητής στην πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση και ηγετική μορφή του Σοσιαλιστικού Συλλόγου. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Μαρκαντωνάτος είχε εκβιάσει για τις ανάγκες του κινήματος τον Ανδρέα Συγγρό, απαιτώντας 25.000 δραχμές προς «εξιλασμόν» του βίου του. Άλλοι έντεκα σοσιαλιστές (μεταξύ αυτών οι Αλέξανδρος Ματιάτος, και Διονύσιος Μάργαρης) συνελήφθησαν ύστερα από τρεις μέρες (...)»

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.