ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ
ΚΩΣΤΟΥΛΑ
ΤΩΜΑΔΑΚΗ
Η σιωπή των καλών ανθρώπων
Η κυρία προπορευόταν έξω από το φούρνο ωστόσο ανυπομονούσε. Ντυμένη με ένα κομψό ταγιέρ σαν να πήγαινε σε απογευματινή παράσταση. Μιλούσε καλά τα Ελληνικά, συνταξιούχος φιλόλογος, πήγε μικρή στο Σικάγο και επέστρεψε μόλις πήρε τη σύνταξη. Μέσα σε δέκα λεπτά έμαθα για τους δυο γιούς που πήραν την επιχείρηση, για την κόρη που έκανε πανεπιστημιακή καριέρα ,την ανησυχία της για όλα όσα συμβαίνουν στην Αμερική. ``Δεν πίστευα στα μάτια μου``, θα μου πει, σφίγγοντας την τσάντα πάνω της, σαν να ήθελε να ξορκίσει το κακό. Άνθρωπος με κουλτούρα, πολυταξιδεμένος, αποφάσισε να μείνει στην Αμερική γιατί αγαπούσε την ελευθερία, τα πολιτικά δικαιώματα, το σύστημα δικαιοσύνης, τις δυνατότητες που της έδινε η νέα χώρα. Κόρη μεταναστών ,πρωτότοκο παιδί μιας μητέρας που δεν ήξερε τη γλώσσα και δούλευε από το πρωί ως το βράδυ, έβαλε από μικρή ως στόχο να μορφωθεί, να πετύχει, να αποκτήσει έναν καλύτερο τρόπο ζωής. Το όραμα του αμερικανικού ονείρου ήταν μπροστά στα μάτια της σαν μια διαφήμιση που σου υπόσχεται την γη της επαγγελίας. Θυμόταν το ανήλιο δωμάτιο της παλιάς εργατικής πολυκατοικίας που την διαπερνούσε η υγρασία και ο μόχθος των γονιών της που δούλευαν από το πρωί ως το βράδυ για να της εξασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον. Μεγαλώνοντας όταν άρχισε να σπουδάζει έμαθε την αιματοβαμμένη ιστορία της νέας πατρίδας, τον εμφύλιο, την δουλεία, τις θρησκευτικές, τις φυλετικές διαφορές, τις πολιτικές δολοφονίες, τις τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Ταξιδεύοντας στο εσωτερικό της χώρας γνώρισε και την άλλη Αμερική με τις μειονότητες, τις εκκλησίες, τους συλλόγους των πολιτών, τους καιροσκόπους, τις ομάδες πίεσης και τις ομάδες συμφερόντων. Από την μια τα προάστια με το γκαράζ, τον κήπο και τα χαριτωμένα παιδιά, τα φώτα του Λος Άντζελες, οι μεγάλες πόλεις με τους ουρανοξύστες, σημείο αναφοράς της οικονομικής ανάπτυξης και από την άλλη οι βρώμικες πολυκατοικίες , οι σκονισμένοι αυτοκινητόδρομοι , η ζέστη της ερήμου, οι ρατσιστικές δολοφονίες στον Αμερικανικό νότο. Το 1964 έμεινε στην ιστορία της Αμερικής ως το `Καλοκαίρι της Ελευθερίας ``. Ένα χρόνο πριν έχει προηγηθεί η δολοφονία του Τζον Κένεντι και την προεδρία έχει αναλάβει ο Λίντον Τζόνσον. Ο νότος ``βράζει``, η μαύρη κοινότητα ζει κάτω από άθλιες συνθήκες. Η αμερικανική κοινωνία διχάζεται. Υπάρχουν οι ρατσιστές, οι ελάχιστοι που αντιδρούν ,και οι περισσότεροι που αδιαφορούν ή απλά φοβούνται.
Ο Λίντον Τζόνσον θα ρίξει όλη την πολιτική του δύναμη για να περάσει το νομοσχέδιο για την κατάργηση του ρατσιστικού φυλετικού διαχωρισμού, που είχε θεσμοθετήσει στις αρχές του 20ου αιώνα, ο νότος για τους δημόσιους χώρους. Ανατριχιάζεις βλέποντας τις φωτογραφίες με τους μαύρους και τους λευκούς να κάθονται χωριστά στα λεωφορεία , στα καφενεία, στα γήπεδα και στα σχολεία. Τον Ιούνιο του 1964, τρεις ακτιβιστές, ο Μάικλ Βέρνερ, ο Άντριου Γκούντμαν και ο Τζέιμς Τσένι, που γνωρίστηκαν στο πανεπιστήμιο, άρχισαν να επισκέπτονται τις πολιτείες , να μιλάνε για τα ατομικά δικαιώματα και να προσπαθούν να πείσουν τους Αφροαμερικανούς να εγγραφούν στους εκλογικούς καταλόγους. Ο δρόμος τους έφερε στο Μισισιπή. Εκεί, έπεσαν σε ενέδρα που τους είχαν στήσει τα μέλη της Κου Κλουξ Κλαν. Αφού λιντσαρίστηκαν βάρβαρα, εκτελέστηκαν με σφαίρες. Τα πτώματά τους βρέθηκαν 44 μέρες μέσα σε ένα αγρόκτημα. Οκτώ άτομα καταδικάστηκαν το 1967 σε ποινές φυλάκισης και κάθειρξης που δεν ξεπερνούσαν τα έξι χρόνια. Η πρώτη και μοναδική καταδίκη επιβλήθηκε το 2005. Η ιστορία ενέπνευσε τον Άλαν Πάρκερ , ο οποίος δεν περιορίστηκε στην ιστορία αλλά κατέγραψε και το κλίμα της εποχής, τον φόβο, το μίσος που γεννά τη βία και τον διχασμό. Η πρεμιέρα της ταινίας έγινε στις 2 Δεκεμβρίου του 1998 στην Ουάσινγκτον. Κάποιοι θεατές όπως ο Τέντ Κένεντι πρότειναν να διδάσκεται στα σχολεία. Άλλοι αντέδρασαν φεύγοντας από την αίθουσα. Πολλοί κάτοικοι στον Μισισιπή αρνούνται ακόμα και σήμερα τα γεγονότα. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ μιλούσε για τον φόβο και το μίσος που έγινε εφιάλτης. ``Η γενιά μας θα πρέπει να απολογηθεί όχι τόσο για τις σκληρές και άδικες πράξεις των κακών ανθρώπων, όσο για την απαράδεκτη σιωπή των καλών ανθρώπων``.