ΕΛΛΑΔΑ

Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*

Κακοποίηση ζώων: Ο Μεσαίωνας συνεχίζεται…

Στις 4 Απριλίου ήταν η Παγκόσμια Ημέρα Αδέσποτων Ζώων, μια γιορτή άγνωστη για τους περισσότερους, καθώς αφορά κάποια πλάσματα που πολλοί θεωρούν εξ ορισμού αντικείμενα, τα οποία μπορούν να τα μεταχειρίζονται κατά βούληση, χωρίς να ενδιαφέρονται στοιχειωδώς για το ότι είναι κι αυτά ζωντανές υπάρξεις.

Είχα δυο δυσάρεστες αφορμές για να γράψω το συγκεκριμένο άρθρο…

Το παιδικό τραύμα επανήλθε…


Πριν από καιρό έλαβα ένα μήνυμα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο από έναν καλό μου φίλο. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε χωριό, όμως πλέον ζει και εργάζεται στο εξωτερικό.

Μεταξύ πολλών άλλων, μου έγραψε και για την απόφασή του να μην ξαναπάει στον τόπο καταγωγής του, όπου ζουν οι γονείς του, ο αδερφός του, όπως βέβαια και άλλοι συγγενείς του. Ποια ήταν η αιτία; Η κακοποίηση των ζώων! Θα απορήσετε… όπως έκανα κι εγώ το ίδιο.

Όσοι γεννηθήκαμε σε αγροτικό περιβάλλον η ζωή μας είναι συνυφασμένη με τα ζώα, είτε παραγωγικά είτε συντροφιάς. Δυστυχώς όμως, τα μάτια μας έχουν δει πολλά και σε ό,τι αφορά την κακοποίηση των ζώων.

Ο αδερφικός μου φίλος έζησε τέτοιες δυσάρεστες καταστάσεις τόσο ως παιδί όσο και στο πρόσφατο παρελθόν…

Όπως μου έγραψε λοιπόν, εκείνο που τον σημάδεψε ανεξίτηλα και χάραξε σαν γυαλί την παιδική ψυχή του ήταν όταν σε ηλικία 9 χρονών οι αγράμματοι γονείς του τον προέτρεψαν να κάνει κάτι φρικτό: να σκοτώσει τρία νεογέννητα γατάκια!

«Οι γονείς μου δεν έμαθαν γράμματα, δεν τους κατηγορώ φυσικά για το τι τραύμα θα μπορούσε να μείνει στην ψυχή μου με αυτό που μ’ έβαλαν να κάνω. Η γάτα μας είχε γεννήσει πριν από λίγες μέρες. Μόλις οι γονείς μου ανακάλυψαν πού ήταν τα γατάκια, πήγαν, τα έβαλαν σε μια πλαστική σακούλα, την έδεσαν και μου είπαν να πάω μ’ έναν ξάδερφό μου, να τα πετάξουμε σ’ ένα ρέμα, λίγο μακριά απ’ το σπίτι.

Εμείς πήγαμε, χωρίς να πολυσκεφτούμε τι κάναμε. Ο ξάδερφός μου ήταν μεγαλύτερος και πήρε αυτός την τσάντα με τα γατάκια για να την πετάξει. Αλλά, παιδιά ήμασταν, δεν είχαμε φυσικά δύναμη να την εκσφενδονίσουμε στο ρέμα που έχασκε μπροστά μας. Το αποτέλεσμα; Η τσάντα πιάστηκε στο κλαδί ενός δέντρου! Αμέσως μας κυρίεψε πανικός! Τα γατάκια άρχισαν να νιαουρίζουν σπαρακτικά! Ήταν όχι απλώς μέσα στην τσάντα, αλλά και κρεμασμένα πάνω στο δέντρο! Χωρίς να χάσουμε λεπτό, ανέβηκε ο ξάδερφός μου για να ξεκρεμάσει την τσάντα με τα γατάκια κι εγώ καθόμουν αποκάτω για να μου την πετάξει στα χέρια! Έτσι κι έγινε. Κατέβηκε κι ανοίξαμε την τσάντα. Ευτυχώς ζούσαν! Τα σώσαμε μεν από φρικτό θάνατο, όμως έπρεπε και να τα ταΐσουμε. Τότε καταστρώσαμε ολόκληρο σχέδιο: Τη μια μέρα θα τους έφερνε ο ξάδερφός μου λίγο γάλα, κρυφά βέβαια, και την άλλη εγώ. Στους γονείς μας βέβαια είπαμε ότι τα πετάξαμε στο ρέμα, αλλά μόνο εμείς οι δυο ξέραμε το μυστικό μας».

Τα χρόνια πέρασαν, ο φίλος μου έφυγε από το χωριό, σπούδασε, όμως σχεδόν κάθε καλοκαίρι ερχόταν στον γενέθλιο τόπο. Και πάλι όμως ζούσε τον παιδικό του εφιάλτη… αλλά με άλλο τρόπο:

«Κάθε φορά που πήγαινα στο πατρικό μου, χαιρόμουν φυσικά πάρα πολύ έβλεπα τους δικούς μου, όμως υπήρχε ένα αγκάθι… Ειδικά ο πατέρας και ο αδερφός μου, που μένει κι αυτός μόνιμα στο χωριό, κακοποιούσαν τα ζώα. Χωρίς κανένα λόγο χτυπούσαν τις γάτες και τα σκυλιά που πήγαιναν για να βρουν κανένα αποφάγι στην αυλή. Αλλά και στον δρόμο να περνούσε κάποιο τετράποδο θα το χτυπούσαν με πέτρες, μάλιστα γελούσαν με άγρια χαρά γι’ αυτό το… κατόρθωμά τους!

Τους είπα με ευγενικό τρόπο ότι με ενοχλούσε πολύ αυτό που έβλεπα. Τόσο ο πατέρας μου όμως όσο, και κυρίως, ο αδερφός μου εξακολουθούσαν να βασανίζουν τα ζώα.

Ο αδερφός μου όμως έκανε και κάτι άλλο. Ασχολούνταν με το κυνήγι, πολλές φορές εκτός κυνηγετικής περιόδου, και σκότωνε αγριογούρουνα, ακόμη και το καλοκαίρι.

Έχει στενές σχέσεις με κάτι ξαδέρφια μου που, όχι μόνο κυνηγούν παράνομα, αλλά σκοτώνουν μέχρι και ζαρκάδια. Και μάλιστα, πουλάνε τα θηράματα, αφού πλέον… έχουν σκάσει απ’ το κρέας! Παίρνουν χάπια για χοληστερίνη και υπέρταση, αλλά το κρέας δεν λείπει απ’ το καθημερινό τους τραπέζι! Τρεις καταψύκτες μονίμως γεμάτοι από άγρια ζώα και πουλιά!

Έπαθα κυριολεκτικά σοκ όταν μια μέρα ήρθαν αυτά τα ξαδέρφια μου και μας έφεραν για δώρο… κρέας από ζαρκάδι, το κυνήγι του οποίου απαγορεύεται ρητά και κατηγορηματικά!

Τους είπα σε έντονο ύφος ότι κάτι τέτοιο με βρίσκει κατηγορηματικά αντίθετο. Παρεξηγήθηκαν, αλλά δεν μ’ ενδιαφέρει.

Το πιο φρικτό όμως που έζησα ήταν όταν διαπίστωσα ότι ο αδερφός μου πυροβολούσε με το κυνηγετικό του όπλο τις γάτες!

Μια μέρα λοιπόν που καθόμασταν έξω απ’ την αυλή και ήρθαν δυο κουτσές γάτες, ο πατέρας μου είπε γελώντας στον αδερφό μου:

-Δεν τις πέτυχες καλά τις γάτες! Άλλη φορά να σημαδεύεις καλύτερα!

Από την άλλη μεριά, τόσο ο πατέρας μου όσο και ο αδερφός μου με θεωρούσαν ιδιόρρυθμο επειδή αγαπούσα τις γάτες και τους αγόραζα καμιά κονσέρβα για να φάνε, καθώς ήταν σκελετωμένες. Με κατηγορούσαν ότι, αντί να δίνω τα λεφτά σε κάποιο φτωχό, τα σπαταλούσα για τις γάτες. Φυσικά ξέρουν πολύ καλά πόσο ευαισθητοποιημένος είμαι σε όποιον συνάνθρωπό μας έχει ανάγκη.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά μια μέρα πέρυσι που μιλούσα σε ένα γατάκι, οπότε ο πατέρας μού είπε με άκρως υποτιμητικό τρόπο, αλλά και μ’ ένα υποτιμητικό βλέμμα που με τσάκισε:

-Τι να σου πω, παιδί μου… Τόσο μυαλό έχεις… Σπουδασμένος άνθρωπος και να μιλάς με την παλιόγατα!

Είχαν συσσωρευτεί πολλά μέσα μου. Μπορεί να με θεωρήσεις υπερβολικό, αλλά πήρα μια σκληρή απόφαση: να μην ξαναπάω στο χωριό μου!

Όσο κι αν οι δικοί μου με παρακαλάνε, εμμένω στην άποψή μου. Κάθε επίσκεψη στο χωριό μού ξυπνούσε παλιούς εφιάλτες. Τους αγαπώ και τους εκτιμώ τους δικούς μου, αλλά πλέον ζούμε σε διαφορετικούς κόσμους…».

Αυτό το ηλεκτρονικό μήνυμα με είχε προβληματίσει. Προσπάθησα να μεταπείσω τον φίλο μου να ρίξει νερό στο κρασί του, όμως ήταν ανένδοτος. Φυσικά, σεβάστηκα την άποψή του. Τουλάχιστον, όπως μου είπε, διατηρεί τακτική τηλεφωνική επικοινωνία κυρίως με τη μητέρα του.

Δεν ευκαιρούσε… να σκοτώσει τα γατιά!


Σε μια επίσκεψη σε χωριό της Ηπείρου είχα βρεθεί να πίνω καφέ με κάποιους συγγενείς πληροφορητών. Ένας απ’ αυτούς, 35-40 χρονών, είχε έρθει μαζί με τον γιο του, γύρω στα 12. Αυτός ο πατέρας, λοιπόν, το μόνο που έλεγε ήταν… τα κατορθώματά του στο κυνήγι. Πόσα αγριογούρουνα και φάσες σκότωσε με την καραμπίνα, αλλά και… πόσους λαγούς χτύπησε με το αυτοκίνητό του, θαμπώνοντάς τους με τους προβολείς το βράδυ, όταν τα άτυχα ζώα βγαίνουν για βοσκή.

Είπε επίσης για ένα μικρό αγριογούρουνο που βρήκε στο δάσος – προφανώς χάθηκε απ’ την αγέλη.

-Αυτό του γ’ρουνάκι του ’φιρα στου σπίτι κι το ’χου σα μανάρι (οικόσιτο). Ξέρ’ς τι όμουρφου είνι; Σαν κατσικάκι είνι. Παίζει μι του πιδί μ’. Καλά… σι κανα-δυο χρόνια, άμα μιγαλώσει… θα του σφάξου!

Επειδή αγαπώ τα ζώα, αλλά και καθώς δεν έπιασα ποτέ κυνηγετικό όπλο για να σκοτώσω, τα όσα έλεγε ο άνθρωπος αυτός μού προκαλούσαν αποστροφή και μια οργή που με δυσκολία μπορούσα να συγκρατήσω.

Κάποια στιγμή τον ρώτησε η θεία του γιατί έχει καιρό να την ξαναεπισκεφτεί.

-Θεια, έχου πουλλές δ’λειές… Πότι στα χουράφια, πότι για κυνήγι… Για να καταλάβ’ς, δεν ξαδειάζου (ευκαιρώ) να σκουτώσου κάτι γατιά τ’ς μάνας μου! Μι παρακαλάει κάθι μέρα. Πόσου θα έκανα να πάου να τα τ’φικήσου; Ούτι ένα λιπτό…

Δεν έχασα την ευκαιρία! Όταν τον «ξεμονάχιασα», του επισήμανα με διακριτικό αλλά σαφή τρόπο ότι τέτοιες κουβέντες δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να λέγονται με τόσο κυνικό τρόπο μπροστά σε ένα παιδί, ο ψυχικός κόσμος του οποίου είναι ευαίσθητος σ’ αυτή την ηλικία. Του είπα επίσης ότι, αν έκαναν το ίδιο όλοι οι άνθρωποι, θα εξολοθρεύονταν όλα τα άγρια ζώα, με αποτέλεσμα ο γιος του να τα βλέπει μόνο στα βιβλία ή στο Διαδίκτυο.

Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Θύμωσε μεν, ταυτόχρονα όμως ντροπιάστηκε κιόλας, επειδή δεν περίμενε ότι θα βρεθεί κάποιος να τον φέρει αντιμέτωπο με τις πράξεις του. Προβληματισμένος σκεφτόμουν ότι, δυστυχώς, κι ο γιος του σε καμιά εικοσαριά χρόνια, προφανώς θα κάνει τα ίδια. «-Από πού είσαι, κλωναράκι μου; -Από ’κείνο το δεντράκι», όπως λέμε στην Ήπειρο για το… μήλο που πέφτει κάτω απ’ τη μηλιά.

Οι συζητήσεις που περιγράφω παραπάνω με έκαναν να ανακαλέσω κι εγώ στη μνήμη μου πολύ σκληρές εικόνες απ’ την παιδική μου ηλικία, χωρίς βέβαια να κρίνω με τα σημερινά μέτρα το τι γινόταν σε μια εποχή αδυσώπητα σκληρή, όπου ένα πιάτο φαγητό δεν ήταν καθόλου αυτονόητο…

Οι αρκουδιαραίοι


Από τις αφηγήσεις της αείμνηστης πατροπλευρικής γιαγιάς μου, Θεοδώρας, θυμάμαι που μου έλεγε ότι όταν ήταν μικρή (γύρω στο 1920) αυτό που εντυπώθηκε στη μνήμη της ως αξιοπερίεργο θέαμα στο παζάρι της Άρτας ήταν… ένα γουρούνι με τρία πόδια (προφανώς λόγω τερατογένεσης). Μου είχε πει ότι το είχαν σε ένα σημείο του παζαριού και οι ιδιοκτήτες του μάζευαν χρήματα από αυτούς που το έβλεπαν από κοντά.

Οι αρκούδες και οι μαϊμούδες είχαν ακόμη πιο σκληρή τύχη: «Στ’ν Άρτα οι αρκουδιαραίοι έρθονταν τ’ς Αποκριές. Γύφτοι ήταν, αρκουδόυφτοι κι είχαν αυτό του πράμα (ζώο). Όταν βάραγαν το νταϊρέ (ντέφι), ου ένας κούναγι του ράβδου, κι το ‘γλιπι, σηκώνουνταν η αρκούδα στα δυο τα πίσω τα πουδάρια, κούναγι του κιφάλι κι τα ποδάρια τα μπροστ’νά κι πιρπάταγι μι τα δυο του πουδάρια, αφού ήταν δαρμένη! Τότι π’ άφηνε καταή το ράβδο κι τουν ακούμπαγι καταή όπους τ’ν αγκλίτσα, καταλάβαινε η αρκούδα ότι έπριπι να ξαποστάσει (το ραβδί ήταν το… μέσο εκπαίδευσης του άτυχου ζώου). Πιρπάταγι κανιά εικουσαριά μέτρα, όπου ήταν πλατέα ή όξου απού μαγαζιά, για να μαζώνεται ο κόσμος, κι πέραγι άλλους ένας μι τουν… έρανου (για να μαζέψει λεφτά), χόρευε κι κάνα γυφτόπ’λου μέσα-μέσα, κάνα τσιγγανόπ’λου γράψ’ του ισύ (πολιτική ορθότητα!). Σηκώνονταν ορθή η αρκούδα γιατί καταλάβαινε ότι άμα δε χόρευε, τ’ν περίμενε το… μαστίχωμα μι του ξύλου! Είχι κι τ’ν κρικέλα στ’ μύτη ή στ’ αχείλι, τ’ν πάναιγε με το μαλακό, δεν ήταν πληγιασμένη, για να τ’ πααίνει ου αρκουδιάρ’ς ικεί π’ τ’ς έλιγι αυτός. Ήφιρναν κι μαϊμάκια (μαϊμουδάκια). Κόλλαγαν (ανέβαιναν) απάνου σ’ ένα ξύλου τα μαϊμάκια. Ένας είχι δυο μαϊμάκια. Κόλλαγι πρώτα του μιγάλου κι από κουντά του μ’κρό. Απ’ τ’ γέφυρα τ’ς Άρτας το’παιρναν (περπατούσαν) μέχρι απάνου, στ’ν κορφή (ενν. κυκλικός κόμβος, πρώην στρατόπεδο). Αυτοί έζηγαν μι τέτοιες κατεργαριές».

«Όταν πάαιναμαν στο Μ’χούστι (Μουχούστι: εμποροπανήγυρη που γίνεται τον Σεπτέμβριο στην Άρτα) ήταν κι ζωοπανήγυρη. Πούλαγαν βόιδια, άλουγα, μ’λάρια, γίδες, πρατίνες, παν’κά (πανικά): τραπεζομάντηλα, κουβέρτις, πάντες (επιτοίχια καλύμματα πέριξ του τζακιού), παπούτσια, ό,τι ήθιλις ηύρισκις. Ικεί ψώναγαμαν.

Θ’μάμαι ήταν κι κάτι αρκουδιαραίοι που ’χαν νια (μια) αρκούδα διμένη μι λουρί κι τ’ σεργιάναγαν στα σοκάκια κι μάζωναν λιπτά. Είχαν κι ένα τιψί κι του βάρ’γαν κι χόρευε η αρκούδα. Γι’ αυτό λέν’, χουρεύει η αρκούδα στου τιψί (δηλ. όταν κάποιος κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του).

Τ’ν ήγλιπαν ου κόσμους αυτή τ’ν αρκούδα, έκαναν γούστου (απολάμβαναν το θέαμα), γιατί δε ματάχαν δει τέτοιου ζ’λάπι.

Τ’ς φόραγαν κι καπίστρι, πώς αλλιώς θα τ’ν όρ’ζαν (έλεγχαν); Απ’ του λαιμό πώς να τ’ν έκαναν καλά (έλεγχαν);

Αυτά είχαν τότι ου κόσμους. Ούτι τηλιουράσεις είχι ου κόσμους για να ιδεί, τίπουτα, μαναχά αυτά…».

«Αυτός γκιζεράει το λύκο»


Τα παλιά χρόνια, περιέφεραν το δέρμα του (τότε θεωρούμενου) επιβλαβούς θηράματος (κυρίως λύκου ή και αλεπούς), για να αμειφθούν. Μάλιστα πολλές φορές το σκότωναν σ’ ένα χωριό και το περιέφεραν και σε άλλα, σαν ευεργέτες! Και για να τα πούμε στη γλώσσα μας:

«Τα χρόνια ικείνα, ου κόσμους είχι μιγάλη στινουχώρια απ’ τα ζ’λάπια. Έμπαιναν στου κουπάδι κι έκαναν χαλασμό! Αρκούδις, λύκοι! Κι αλεπές κι κ’νάβια έκοβαν (έπνιγαν) όλις τ’ς κότις. Παπ! Τ’ς έκουβαν του λαιμό κι δεν τ’ς έτρουγαν όλις. Σηκώνουνταν οι καψον’κοκυραίοι του προυί κι ζουρλαίνουνταν απ’ του κακό που ’γλεπαν! Όλις τ’ς κότις κουμμένις (νεκρές)!

Έπιρναν τα τ’φέκια οι άντρις κι έβγαιναν παγάνα (για κυνήγι, ενέδρα). Μαζώνουνταν οι κυνηγοί κι έβαναν φουνές για να σκιαχτούν τα ζ’λάπια. Έστηναν καρτέρι άλλοι κυνηγοί. Κι σκιαγμένα τα ζ’λάπια απ’ αυτούς π’ φώναζαν, πήγαιναν στου καρτέρι κι τα βάρ’γαν (πυροβολούσαν).

Κι άμα σκότουναν ζ’λάπι, ήταν μιγάλου καλό για του χουριό. Έπαιρναν του λυκοτόμαρου κι γκιζέραγαν στα χουριά, στου θ’κό τ’ς κι σι άλλα διπλανά, για να μάσουν παράδις για το καλό πο’ ’καμαν. Γι’ αυτό έμ’νι η κ’βέντα (παροιμιώδης φράση) “αυτός γκιζεράει του λύκου”, άμα φέρει κανένας γύρα για διακονιό (δηλ. αν περιφέρεται ζητιανεύοντας, γενικά αν ζει με μικροαπατεωνιές)».

Άλλη μαρτυρία: «Του λύκου τουν έπιαναν σι λικουσίδιρου (δόκανο, παγίδα με δαγκάνες), ειδικό για λύκου, ήταν πουλύ δυνατό, γιατί είνι δυνατός κι ου λύκους.

Έβγαναν το τομάρι (δέρμα), το γιόμ’ζαν άχυρα κι γένουνταν σα να ’ταν ζουντανός ου λύκους! Σαν κι να τα ’ταν… ταχιρευμένος! Αυτό ήταν αλαφρό (δηλ. το παραγεμισμένο με άχυρα δέρμα). Πέραγαν ένα ξύλου κι το ’παιρναν στ’ν πλάτη το λυκοτόμαρο. Κι ιπειδή του λύκου τουν μάχουνταν όλοι, δεν τουν ήθιλαν, τουν σεργιάναγαν στα σπίτια για να μάσουν καλαμπόκι, λιπτά, ό,τι έδωνε ου καθένας. Έρχουνταν κι ιδώ στου χουριό μας. Σεργιάναγαν κι τ’ν αλιπού, αλλά όχι ξετομαριασμένη».

Ο μανιωμένος σκύλος ορμάει στο λυκοτόμαρο!


Το περιφερόμενο δέρμα του επικηρυγμένου λύκου, παραγεμισμένο με άχυρο, προκαλούσε το ενδιαφέρον μικρών και μεγάλων, αλλά και την… επιθετικότητα των σκυλιών:

«Άμα ένας έπιανε του λύκου στο δόκανου, τουν έγδιρνι κι το ’βανι (του έβαζε) μέσα στέγη από βρίζα (άχυρο καλαμιάς από σίκαλη). Ήταν σκλείδες δεμένες. Το ’βαναν τέσσερις σκλείδες μέσα στο τομάρι, το γιόμωζαν κι φαίνουνταν ότι είνι ου λύκους σωστός (ζωντανός), τεντωμένος. Πέραγαν για να πάρουν το χαρτζηλίκι π’ τ’ς γλίτουσι τα πράματα (αιγοπρόβατα).

Κάπουτι ου πατέρας μ’ κι ου αδιρφός του πήραν ένα λυκουτόμαρου κρεμασμένου στ’ν τέμπλα. Κι πάαιναν τα παιδούρια από κοντά κι φώναζαν στα σπίτια: “Μάνα, φέρουν του λύκου απ’ τ’ Μαρκινιάδα!”. Απ’ του χουριό μας πήγαν στου Λιβίτσικου (Ζυγό), έφτασαν μέχρι τ’ν Άνω Πέτρα. Όταν γύρ’σαν, ικεί που ’ναι η Νεραϊδόλακκα, έκατσαν να ξαποστάσουν, να φκιάσουν απού μία τσιγάρα να καπνίσουν. Κι κοντά θα πάαιναν σ’ ένα μεγαλοτσέλιγκα, να τ’ς δώκει 35 δραχμές, τουν είχι επικηρυγμένου του λύκου. Του 1912-13 ήταν αυτό, μ’ τα μολόγαγε ο πατέρας μ’. Τουν πάαιναν κι σ’ άλλα χουριά του λύκου, δεν κάθουνταν σι μία μεριά.

Εκεί στο Λιβίτσικο ήταν ένας κι είχι ένα σκ’λί καλό, ήταν μανιωμένο, έπαιρνε μυρωδιά το λύκο κι σφίχ’κι (σφίχτηκε: έτρεξε), κι πάει κι ηύρι του λυκοτόμαρου στ’ν τέμπλα! Άρπαξε το τομάρι, μαζί με τ’ν τέμπλα, το σβάρναγι, αφού ήταν μανιωμένο. Αλλά του πήραν πάλι του τουμάρι απ’ του σκ’λί κι βάρεσαν (κατευθύνθηκαν) για να πάν’ στουν τσέλιγκα, να πάρουν τα λιπτά».

Νύχια αλεπούς… πληρωτέα επί τη εμφανίσει!


Τα τεκμήρια της θανάτωσης του ζώου έπρεπε να προσκομιστούν στο Δασαρχείο, το οποίο κατέβαλλε την ανάλογη αμοιβή:

«Αν θ’μάμαι λογαριάζεις (ρωτάς); Πώς κι δε θ’μάμαι… Έστεναν σίδερο απόξου απ’ τον κουτέτσου. Άμα σκότουνι κάποιους αλιπού ή τ’ν έπιανι στου σίδερου (δόκανου), ’ν’ είχε δεμένη απ’ του λαιμό μ’ ένα σύρμα κι τ’ν πέραγι (περιέφερε) στα σπίτια κι μάζωνε αυγά απ’ τουν κόσμου. Κι κοντά τ’ν απέταγι. Τα τομάρια απ’ τ’ς αλεπές δεν τα πούλαγαν, δεν είχαν τίπουτα. Τα ’χε επικηρυγμένα του Δασαρχείου αυτά τα ζ’λάπια. Έκουβαν τα νύχια απ’ τ’ς αλεπές μι μία τσικούρα, στουν πάτου απ’ τα ποδάρια, κι τα πάναιγαν στου Δασαρχείου για να πάρουν λιφτά οι κυνηγοί.

Τότι τ’ς ήταν απολυτές (ελεύθερες) οι κότις, δεν τ’ς είχαμαν φρασμένις (κλεισμένες). Δικαιούνταν ου κυνηγός αυγά ή λιπτά, αφού σκότουσι του ζ’λάπι, τ’ν αλιπού. Παραδέ (ιδίως) αυγά έδωναν ου κόσμους, γιατί λιφτά δεν είχαν. Αυτό μι τ’ς αλιπές τ’ς σκουτουμένις γένουνταν όλου του χρόνου, αλλά πελισσότερο ’ν’ άνοιξη.

Του ίδιου γένουνταν κι με τουν έσβου (ασβό), γιατί έτρουγι τ’ς ρόκις (καλαμπόκια). Άμα τον έπιαναν στο σίδερου ή τον τ’φέκαγαν, τον σεργιάναγαν στα σπίτια κι ο κόσμους έδωνε λιπτά. Άμα δεν είχι λιπτά, μπουρεί ου άλλους να έδωνι 5 ουκάδις καλαμπόκι, αφού γλίτωσι τ’ς ρόκες».

«Τα ποδάρια τ’ς αλεπού έπρεπε να μην τα θίξεις (καταστρέψεις). Έπρεπε να τα κόψεις εκεί π’ λυγάει το ποδάρι, να βάλ’ς αλάτι, για να μη μυρίσουν, κι να πας στου Δασαρχείου. Αυτό γένουνταν στ’ μέρα μας, τότι ξεπατώθ’καν (εξοντώθηκαν) κι τα τσιακάλια. Ου πατέρας μ’ είχι μια φίστα (παλιάς τεχνολογίας όπλο) για να τα διώχνει. Τα τσιακάλια, ξέρ’ς, είναι σα σκ’λιά, αγριόσκ’λα».

Τραγική κατάληξη…


Τα δόκανα, οι παγίδες που έπιαναν σαν δαγκάνες τα πόδια των ζώων, πολύ συχνά προκαλούσαν ατυχήματα ή και δυστυχήματα μεταξύ των ανθρώπων…

«Στο σίδιρου έπιαναν ό,τι ήθιλις, ότι πέραγι κι πάταγι απάνου, το ‘πιανε: ασβός, αλεπού, κουνάβι, μέχρι κι λαγός! Κι άνθρουπους μπόρ’γι να πατήσει! Θ’μάμι κάπουτι πάτ’σι η κουνιάδα μ’ κι ρεκομάν’σε (ούρλιαξε απ’ τον πόνο)! Άκ’σε τ’ς φωνές αυτός που ’χε στήσει του σίδιρου κι πήγι κι τ’ν έβγαλι (απελευθέρωσε). Κι τ’ μάλουσι κιόλα! “Τι χάλευες (ζητούσες) ιδώ;”, τ’ς είπε».

«Ου κόσμους τότι έστεναν σίδερα, δόκανα, για να πιάσουν τα ζ’λάπια: αλιπούδις, τσιακάλια, λύκους. Αλλά μπορεί να ’πιαναν κι σκ’λί, άμα… ήταν το τυχερό του να περάσει απού ’κεί!

Ιδώ στου χουριό μας ήταν ένας που ‘χε ένα μποστάνι, είχι καρπούζια κι πιπόνια, χυμων’κά κι μπακίρια π’ τα ’λεγαν οι παλιοί.

Αυτός ήταν τσιαφούτ’ς, δεν έδωνε ούτε στον άγγελό του νερό! Σταυρωτής! Τσιγκούν’ς!

Αφού είδι το ’λειπαν καρπούζια, έστ’σε σίδερο στ’ν πωριά (είσοδο), ικεί πο’ ’μπαιναν μέσα. Του ’χε φρασμένου του μπουστάνι κι είχι ξ’λόπορτα πο’ ’μπαινε μέσα.

Αυτός νόμ’σε ότι πααίνει κάποιου ζ’λάπι κι τα τρώει τα καρπούζια. Αλλά ήταν κάποιου πιδάκι! Δεν είχαν τι να φάν’ τα πιδιά τότι, πού να ηύρισκαν φρούτου… Κι αυτό του λιανοπαίδι πήγι να πάρει (ενν. κλέψει) ένα χυμων’κό κι πιάσ’κι στου σίδερου! Έπαθι γάγγραινα, γιατί μολεύτ’κι του πουδάρι του, κι πάει καλιά τ’ του πιδί! Γιατί τότι δεν ήταν ούτι γιατροί, ούτι φάρμακα, ούτι τίπουτα».

Ασφυξία από καπνό στη φωλιά!


Όταν μια αλεπού έτρωγε τις κότες της οικογένειας, η πείνα θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη απ’ ό,τι συνήθως. Η σκληρότητα των ανθρώπων ήταν αντίστοιχη της φρικαλέας ευρηματικότητάς τους, εν προκειμένω παρακολουθώντας τη φωλιά όπου βρισκόταν η αλεπού με τα αλεπουδάκια της:

«Οι αλεπές φκιάνουν τρύπα μέσα στ’ γης κι ικεί πααίνουν κι γεννάν’, στ’ν αλεπότρυπα π’ τ’ λέν’. Οι αλεπές πιάνουν κότες κι τ’ς πααίνουν στ’ αλεπόπ’λα, για να τα ταΐσουν στ’ φουλιά.

Τα παλιά τα χρόνια, φύλαγαν κυνηγοί για να ιδούν πού πααίνει η αλιπού. Τότι σεργιάναγαν μι τα τ’φέκια στ’ν πλάτη οι κυνηγοί. Αφού ήγλεπαν πού έμπαινι η αλιπού, καταλάβαιναν ότι ικεί έχει τ’ αλεπόπ’λα.

Πάαιναν στ’ν πόρτα απ’ τ’ν τρύπα (στην είσοδο του λαγουμιού) κι άναφαν φωτιά. Έβαναν ξύλα πουλλά κι αμπούριαζι (γέμιζε) ου καπνός! Ψόφαγαν τ’ αλιπόπ’λα κι η αλιπού μαζί, άμα τ’ν ήταν μέσα, ξεπατώνονταν!

Αυτό π’ σ’ λέου του θ’μήθ’κα στ’ μέρα μας. Το ‘καναν για τα επιζήμια τα ζ’λάπια».

Έδεναν θορυβώδη αντικείμενα στην ουρά σκύλων!


Πολύ συχνά η κακοποίηση των ζώων είχε εθιμικό χαρακτήρα (π.χ. η «σκυλοκ’νιά», η «σκυλοκούνια», που γινόταν την Καθαρά Δευτέρα σε ορισμένα χωριά του κάμπου της Άρτας), είτε την είχαν για καθημερινή διασκέδαση! Ανατριχιαστικά ενδιαφέρουσα η ακόλουθη αφήγηση:

«Τότι που ’μαν κούτσικο, θ’μάμι σκ’λιά να τρέχουν σκιαγμένα απ’ τα ντινικέδια π’ γκραγκάν’ζαν (βροντούσαν) στ’ς ουρές τ’ς.

Τι έκαναν κάποιοι; Έπαιρναν κι έδεναν στ’ν ουρά απ’ του σκ’λί ή απ’ τ’ γάτα τινικέδια ή κουνσιρβοκούτια! Κι όπους βρόνταγαν τα ντινικέδια, λαχταρούσι του σκ’λί κι κόσευε σα ζουρλό! Τα έρμα τα ζουντανά κόσευαν μι τ’ γλώσσα απόξου!

Κι ου κόσμους κάθουνταν κι γέλαγαν σα χαζοί…».

Γάτες στα ξεροπήγαδα!


Τις δραματικές επιπτώσεις που έχει η έλλειψη αγωγής στις παιδικές ψυχές τη δείχνει και η σκληρότητα και γενικά τα πρωτόγονα αισθήματα και συμπεριφορές που αναπτύσσονταν προς τα ζώα:

«Άκου, Βασίλη μ’… Ήταν κάτι παλιόπιδα, κακουμαθ’μένα, κι ξέρ’ς τι έκαναν; Δεν πάαιναν κι σκουλειό, δεν ήταν υποχρεωτικό του σκουλειό τότι. Σεργιάναγαν όλη μέρα κι έκαναν ζ’λούμια (ζημιές). Κι οι γονέοι δεν έδουναν σημασία τι κάνουν τα πιδιά τ’ς.

Αυτά τα παλιόπαιδα άμα ηύρισκαν κάνα γατσιούλι, γιατί η μιγάλη η γάτα γρατσ’νάει, τα σκαπέταγαν (πετούσαν) μέσα σι κάνα ξεροπήγαδο κι του κακότυκου του γατσιούλι νιαούρ’ζι, αλλά δε μπόρ’γι να βγει όξου. Κι τα πιδιά αυτά έκαναν γούστο μι τ’ν ανημπόρια τ’ ζωντανού (δηλ. διασκέδαζαν).

Αφού δεν πήγαιναν στο σκολειό, δεν είχαν κι παιγνίδια να παίξουν… Ήταν άγρια τα παιδιά τότε! Κι ποιος να τα ορμηνέψει… Άμα πήγαιναν σκολειό, θα μάθαιναν κι ποιήματα για τα ζωντανά, να τ’ αγαπάν’. Έλα να σ’ πω ένα π’ θ’μήθ’κα απ’ τ’ αναγνωστικό τ’ δημοτικού (σημ.: η πληροφορήτρια γεννήθηκε το 1935):

Τι τα ζώα βασανίζεις

και χτυπάς και αφανίζεις;

Ένα πουλάκι μες στο χιόνι

το δύστυχο πεινά, κρυώνει

και να πετάξει δεν μπορεί.

Παιδιά που αγράμματα τ’ αφήσαν

Κι είναι άσπλαχνα και φθονερά

Τέτοιο πουλί σα συναντήσαν

Νιώσαν μεγάλη τους χαρά.

Κι άλλο ένα θ’μάμαι:

Έχω ακούσει χίλια λόγια,

Χαρωπά, λυπητερά,

Μα ποτέ καμιά φορά

δε μιλήσανε τα λόγια

σαν του σκύλου την ουρά.

Και σε φίλους και σε ξένους

Έχω δώσει τη χαρά

Με ξεχάσαν μια φορά

Μα πιστός μού μένει ο σκύλος

και σαλεύει την ουρά».

Οι χωροφύλακες έβαζαν τις φόλες!


Όσο κι αν σήμερα φαίνεται απίστευτο, πριν από δεκαετίες η θανάτωση των αδέσποτων ζώων δεν γινόταν μόνο από πολίτες αλλά και… από τις Αρχές:

«Στα Γιάννινα θ’μάμι, άμα έγλεπαν πουλλά σκ’λιά, έλιγαν “Να βγουν οι χωροφυλάκοι μι τ’ς φόλες, να γλιτώσουμι απ’ τα σκ’λιά”. Θ’μάμι, μας έλιγαν “Κλείστι τα σκ’κλιά μέσα, θα βγουν οι χωροφυλάκοι μι τ’ς φόλις. Το θ’μάμι σαν τώραϊα, ήταν 1947, είχι αρρουστήσει η αδιρφή μ’ τότι.

Μόλις είχαμαν τελειώσει απ’ τουν πόλιμου, αγριεμένους ου κόσμους. Δε μπουρείς να π’στέψεις πώς είχαμαν γένει όλοι τότι.

Στ’ν Αστυνομία έφκιαναν τ’ς φόλις.

Ήταν ένα παλιό σινεμά, “Έσπερο” τον έλιγαν. Θερινό σινεμά. Είχε κάτι παλιοψάθινις καρέκλις. Εκεί πάαιναμαν.

Παίρναμαν κι του σκύλου μαζί μας, το Ντικ, ένα όμουρφου κοκκώνι (μικρόσωμο σκυλί). Το ’χε μάθει ου αδιρφός μ’, έρ’χνι ένα λιθάρι στ’ λίμνη κι έμπαινε μέσα στ’ λίμνη ο Ντικ κι το ’βγαζε το λιθάρι. Τι Ντικ ήταν αυτός… Κάθουνταν κι αυτός σι μία καρέκλα στο σινεμά.

Κι αυτόν τουν σκύλου το ’δουσαν φόλα κι πάει καλιά του. Κι τουν άκ’σα π’ δεν μπόρ’γι ν’ ανεβεί τ’ς σκάλις. Τ’ δώσαμαν λάδι μι ξίδι για να ξεράσει τ’ φόλα, αλλά δεν τουν γλιτώσαμαν. Δεν είχαν βγει τα φάρμακα τότι. Τότι πέθαινι κι ου κόσμους απ’ του τίπουτα! Μόλις είχι βγει κι η πενικιλλίνη, σώθ’κι η αδιρφή μ’ από πλεμονία».

Νεκρική σιγή παντού…


Υπήρχαν, όμως, και οι φωτεινές εξαιρέσεις των ανθρώπων που αγαπούσαν και φρόντιζαν τα ζώα, ακόμη και στο απόλυτο σκοτάδι του πολέμου…

«Το θ’μάμαι σαν τώραγια. Μι τ’ Κατουχή ιδώ στα Γιάννινα τού βράδυ ερήμωναν οι δρόμοι σα στοιχειωμένοι. Ήταν τζιαν τζιουν, τότι π’ βγαίνουν οι λάμιες, ούτι φώτα, ούτι τίπουτα!

Καρσί (απέναντι) απ’ του σπίτι μας είχαν φυλάκιου οι Ιταλοί, είχαν σκουπιά. Κάτι ακούστ’κι κι σκιάχτ’καν οι Ιταλοί, είνι φουβιτσιάρ’δις, ξέρ’ς. Είχαν δει ένα μπ’λούκι, κινιόνταν στο δρόμο:

-Τσι βαλά; Κάπους έτσι είπαν οι Ιταλιάνοι. Τις ει; (ενν. προφανώς το chi è là?, που σημαίνει “Ποιος είναι εκεί;”) .

Λαχτάρ’σαν αυτοί. Ετοίμασαν τ’ς σκαντάλις! Δεν απαντούσαν αυτοί απ’ το μπ’λούκι. Κι έρ’ξαν (πυροβόλησαν) στο μπ’λούκι! Τότι ακούστ’καν ουρλιαχτά! Τι είχι γένει; Ήταν σκ’λιά π’ ζευγάρουναν!

Άκ’σι η μάνα μ’ π’ βάρεσαν το σκ’λί κι βήκι όξου μ’ ένα σιαμντάνι χαλκουματένιου (χάλκινο λυχνάρι) στα χέρια κι σύμμασι του σκ’λί.

-Σκουζάτι μι, είπι ου Ιταλός.

Γιατί νόμ’σι ότι είνι θ’κό μας του σκ’λί π’ τ’φέκ’σι.

Του σύμμασι η μάνα μ’ του σκ’λί, τό ’βαλαμαν μες στου μαγειρειό κι του γιατροπορεύαμαν όλο το βράδυ! Η μάνα μ’ έβαλι κεράλειμα (πρακτικό γιατροσόφι με λάδι, κερί και ελάχιστο μέλι) για να γερέψει του σκ’λί.

Του σκ’λάκι γλίτουσι. Κι όταν γέρεψε, έφ’γι, πάει σπίτι του. Αλλά του γλέπαμαν χρόνια π’ περνούσι, είχι ένα σημάδι στ’ μύτη. Τουν είχαμαν βγάλει “Κουμπρούτς”».

***

Μετά τα όσα διαβάσατε, προφανώς θα αναρωτιέστε: Καλά, τόσο αγριάνθρωποι ήταν οι Ηπειρώτες; Όχι. Δεν είναι θέμα τόπου, ούτε εποχής. Και σήμερα οι θύτες είναι απ’ όλα τα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας (πολλές φορές και πτυχιούχοι πανεπιστημίου). Και όχι μόνο… Πολλοί θα θυμάστε ότι πριν από μερικούς μήνες, με αφορμή κρούσματα κορωνοϊού σε μια φάρμα στη Δανία, θανατώθηκαν εκατομμύρια βιζόν, ζωάκια που ούτως ή άλλως έχουν προδιαγεγραμμένο τέλος, αφού η εκτροφή τους έχει αποκλειστικό σκοπό τη γούνα τους, που θα τη φορέσουν… άνθρωποι!

Τα ζώα είναι υπάρξεις κατά τεκμήριο απροστάτευτες. Ὀχι μόνο αξίζουν την αγάπη μας, αλλά την ανταποδίδουν στο πολλαπλάσιο. Πολύ συχνά μάλιστα, η συναισθηματική νοημοσύνη τους είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη πολλών ανθρώπων. Όποιος λοιπόν τα βασανίζει, όποιος εξαντλεί την ευρηματικότητά του για να τα κακοποιεί, όποιος αρέσκεται να προκαλεί πόνο σε τέτοια ανυπεράσπιστα πλάσματα, είναι βέβαιο ότι έχει άρρωστο ψυχισμό, αλλά και ότι μπορεί να κάνει το ίδιο και σε ανθρώπους. Η συμπεριφορά μας απέναντι στα ζώα είναι δείκτης πολιτισμού. Είναι βαρόμετρο και για τον δικό μας ανθρωπισμό.

*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, κλασικός φιλόλογος, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια). Υπό έκδοση είναι το Ηπειρώτικο Λεξικό που έχει συντάξει.

Email: [email protected]

LinkedIn: Vasilis Malisiovas

Πηγή: maxitisartas.gr/

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.