ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Ντιέγκο ζεις, την Μόστρα οδηγείς!

Παραφράζοντας τον Μισέλ Ουελμπέκ, το σινεμά (όπως κι ο κόσμος) μετά την πανδημία θα είναι ακριβώς το ίδιο, λίγο χειρότερο. Όμως, το πρώτο κιόλας τριήμερο της φετινής Μόστρα τον διαψεύδει κατηγορηματικά. Ευτυχώς, γιατί το φιάσκο των Καννών προ διμήνου, δεν άφηνε περιθώρια αισιοδοξίας. Με τις μάσκες, τους αυστηρούς ελέγχους και την ψηφιακή τεχνολογία πανταχού παρούσα, όλοι αισθανόμαστε, μέσα κι έξω από τις προβολές, ότι συμμετέχουμε σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, αλλ’ η επιστροφή στις σκοτεινές αίθουσες μοιάζει μ’ επιστροφή σε παλιά, ζεστή αγκαλιά. Το αρχαιότερο φεστιβάλ του κόσμου είν’ εδώ, πολύχρωμο κι ολοζώντανο, ενώ η μεσοπολεμική γοητεία του Λίντο, απ’ το θρυλικό EXCELSIOR ως την SALA GRANDE και το CASINO, εγγυάται θαρρείς την μετάβαση απ’ την λαμπρή παράδοση στο άδηλο μέλλον. Η Μόστρα, μόνη μεταξύ των ανταγωνιστών της, έμεινε πέρυσι όρθια και τώρα κάνει Ταμείο.

Ας μην κέρδισε η Σκουάντρα Ατζούρα στην πρώτη της εμφάνιση μετά από την κατάκτηση του EURO. Ας δείχνει φτωχότερο το Καμπιονάτο, με την φυγή των Ρονάλντο, Λουκάκου και Ντοναρούμα (Dollaruma, για τους φανατικούς). Ο μοναδικός, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, ημίθεος του ποδοσφαίρου επιβεβαιώνει την αθανασία του, ως ο αληθινός πρωταγωνιστής του Παόλο Σορεντίνο που, με το αυτοβιογραφικό του, ειλικρινές, πολυδιάστατο, γενναιόδωρο, πληθωρικό και συγκινητικό «φρέσκο» (τοιχογραφία αναμνήσεων, εποχών, προσώπων, συναισθημάτων, ιδεών, πραγματικών ιστοριών και φανταστικών) υπό τον τίτλο «È Stata La Mano di Dio», προβάλλει ήδη ως το μεγάλο φαβορί για την κατάκτηση του Χρυσού Λέοντα. Ύστερα από το βραβείο όσκαρ για την «GRANDE BELEZZA», ο σπουδαιότερος σύγχρονος Ιταλός δημιουργός, μ’ επίκεντρο την γενέτειρά του, ανασυνθέτει τα χρόνια της εφηβείας του. Η Νάπολι – πόλη, με τις οικογένειες και τα μυστικά τους, το έγκλημα και την χαρά της ζωής, όλα όσα την κάνουν ξεχωριστή, από τη μια. Κι η Νάπολι – ομάδα ως σύμβολο, απ’ την άλλη, διεκδικώντας τον Μαραντόνα από την Μπαρτσελόνα. Το όνειρο εκπληρώνεται, η άφιξη του ειδώλου ενώνει την καθημερινότητα με την φαντασία, ο νεαρός ήρωας μαγεύεται, ανακαλύπτει τον έρωτα μα χάνει τους γονείς του. Πώς και δεν τους ακολούθησε στο ορεινό θέρετρο; Για να δει ξανά τον ημίθεο της μπάλας. Οφείλει την σωτηρία του στο περίφημο «Χέρι του Θεού», τρεις λέξεις για την σχέση μας με την πίστη, την μεταφυσική και το ανθρώπινο πεπρωμένο.

Τον ρόλο του πατέρα του, ο Σορεντίνο τον επιφυλάσσει, εννοείται, στον μόνιμο συνεργάτη του. Αν ο Μαστρογιάνι υπήρξε το alter ego του Φελίνι, ο Τόνι Σερβίλο είναι το ίδιο για τον Σορεντίνο που, χωρίς περιστροφές, ύστερα από τις «Συνέπειες του έρωτα» και το «IL DIVO», αγγίζει το μέγεθος του αριστουργήματος, Σε μιαν βάρκα, τριάντα μάτια εστιάζουν στη γυμνή, ξαπλωμένη καλλονή. Το κωμικό σμίγει με το τραγικό. Η φαντασμαγορία φλερτάρει με το ανείπωτο ή με την εξομολόγηση, όπως ο ίδιος ο Σορεντίνο φλερτάρει με την κληρονομιά του άλλου μεγάλου του ειδώλου, τον Φεντερίκο Φελίνι. Δεν έγινε ποδοσφαιριστής, έγινε σκηνοθέτης. Ώστε, για να λύσει τους λογαριασμούς του με το εφηβικό τραύμα, να μας προσφέρει αυτό το καύχημα του σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά. Θέλει κουράγιο να «κοιτάξεις» τον Φελίνι.

Όσο για τον σπουδαιότερο σύγχρονο Ισπανό δημιουργό, λοξοκοιτάζει τον εαυτό του, την ορμή της πρώτης του νιότης, προσθέτοντας λίγη πολιτική στον γνωστό και πετυχημένο συνδυασμό, φάρσα – μελόδραμα – πρόκληση. Χρειάστηκαν χρόνια και τίτλοι αρκετοί για να φτάσει στο ύψος των «Ραγισμένων αγκαλιών» αλλ’ η καλή φόρμα δεν δέχεται παραγγελίες.

Όπως και ο τίτλος «MADRES PARALLELAS» δηλώνει, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ διηγείται δυο ιστορίες με ισάριθμες ηρωίδες, ώσπου να συναντηθούν στο μαιευτήριο. Κι αν της μιας το νεογέννητο δεν είναι το δικό της; Το ιατρικό λάθος, το φάντασμα του ισπανικού εμφυλίου, η λεσβιακή έλξη, ο ρόλος της τύχης και της μοίρας, η ανάμιξη του σασπένς και του έρωτα, οι έρευνες DNA και οι βαθύτερες επιθυμίες των χαρακτήρων, συγκροτούν το πλούσιο υλικό αυτού του δεύτερου ευρωπαϊκού φαβορί στο ξεκίνημα της διοργάνωσης, μ’ επικεφαλής τις δυο πρωταγωνίστριες, την πιο ώριμη από ποτέ Πενέλοπε Κρουζ και την πολλά υποσχόμενη Μιλένα Σμιτ.

Η πρώτη κι ο Αλμοδόβαρ ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις επαγγελματικές, που μοιάζουν με όρκους αιώνιας αγάπης, πριν παρελάσουν στο κόκκινο χαλί της πρεμιέρας, ντυμένοι στα ολόμαυρα. Η λέξη που ταιριάζει είναι ασορτί. Αν όλα πάνε κατ’ ευχήν, ίσως μετατραπεί σε ..αμορτί. Έτσι κι αλλιώς, αν ο Σορεντίνο μιλάει για την ευαισθησία κι ο Αλμοδόβαρ (δήθεν) για την μητρότητα, ο κοινός παρονομαστής δεν είναι άλλος από τον χρόνο. Στα 50 του ο ένας, στα 70 ο άλλος, κάνουν το σινεμά της γηραιάς ηπείρου να νιώθει καλύτερα στους δύσκολους καιρούς μας. Άξιο το παρατεταμένο χειροκρότημα.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.