ΕΛΛΑΔΑ

Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*

Τσιγάρα με καπνό και… ό,τι άλλο έβρισκαν μπροστά τους!

Συνομιλούσα πριν από κάποια χρόνια με έναν ηλικιωμένο. «Και τα δυο τ’ αγγόνια μ’… πίνουν τσιγάρες. Λαθραίο καπνό στ’ σακούλα! Αλλά… τον αγοράζουν στα μαγαζιά! Εκεί π’ πουλάν’ και φυλλάδια…», είπε. Αν τον άκουγε κάποιος άλλος, δεν θα έβγαζε άκρη από τα λεγόμενά του.

Οι λέξεις που χρησιμοποίησε ήταν σωστές για την εποχή του. Τότε, το στριφτό τσιγάρο θεωρούνταν γενικά λαθραίο (ενώ τώρα πωλείται νομίμως χύμα καπνός), ενώ τα φυλλάδια δεν είχαν καμία σχέση με διαφήμιση, αλλά ήταν τα τσιγαρόχαρτα.

Και δεν είναι μόνο οι λέξεις που έχουν ενδιαφέρον, αλλά και οι ιστορίες…

Ταμπάκος: ρούφηγμα απ’ τη μύτη!


Ο ταμπάκος (και νταμπάκος, με ηχηροποίηση) ήταν κάτι που προκαλούσε ευχαρίστηση στους άνδρες, αλλά αποστροφή στις γυναίκες, μία εκ των οποίων καταθέτει την άποψή της:

«Το νταμπάκο τον έβαναν στ’ς μύτες. Έπρεπε να μεγαλώσει, ν’ αντρέψει το παιδί, για να πάρει νταμπάκο. Ο νταμπάκος ήταν για τ’ς μεγάλους.

Τον είχαν σε κάτι κουτάκια σιδερένια (μεταλλικά). Ήταν σα σκόνη πηχτή, σαν αλοιφή. Ήταν μαγαζιά π’ τον πούλαγαν. Είχε ολούθε τέτοια μαγαζιά, στ’ς πόλεις, είχε κι εδώ στα Γιάννενα.

“Θα πάω να πάρω νταμπάκο”, έλεγαν οι άντρες. Αγόραζαν νταμπάκο και τον έβαναν με τα δάχ’λα στ’ν άκρη απ’ τη μύτη και τον ρούφαγαν (εισέπνεαν). Τι φχαρίστηση είχαν, δεν ξέρω… Και πασαλείφονταν στα μούτρα, γιατί ξέφευγε απ’ τ’ μύτη ο νταμπάκος.

Αλλά είχαν μαντήλια οι άντρες. Οι γ’ναίκες είχαν μαντήλια σιδερωμένα στον κομό, για να τα πάρει ο άντρας. Στ’ν προίκα οι γ’ναίκες τά ’παιρναν 12άδες τα μαντήλια.

Με τον νταμπάκο λερώνονταν τα μαντήλια. “Ούι! Γκλόμπα (μεγάλη βρόμα)! Αυτός είναι γκλομπιάρ’ς. Τα μαντήλια τα φέρει μαύρα απ’ το νταμπάκο”, έλεγαν!

Δεν τ’ς πείραζε τ’ς άντρες π’ βρόμαγαν από νταμπάκο… όπως δεν π’ράζει κι αυτ’νούς π’ καπνίζουν τσιγάρα.

Ε, έμ’νε κι η ονομασία απ’ τον νταμπάκο νταμπακιέρα, εκεί π’ βάνουν τα τσιγάρα. Γιατί τα καπνά ήρθαν αργότερα (επεκτάθηκε η καλλιέργειά τους), γιόμ’σε ο τόπος καπνά».

 

Τσιάμικος ταμπάκος


Ένα ειδικό καπνικό προϊόν σήμερα «επιβιώνει» αποκλειστικά στη φράση «Μου έγινες τσάμικος ταμπάκος», δηλ. «μου μπαίνεις στη μύτη, είσαι αφόρητα ενοχλητικός». Ο συνομιλητής μου θυμάται παλιούς συγχωριανούς του…

«Α, μην τα ρωτάς… Με τον ταμπάκο έσιαζαν τα πλεμόνια (ειρωνικά)!

Αγρίκ’σα (θυμάμαι) ανθρώπους π’ τράβαγαν (εισέπνεαν) ταμπάκο. Άμα ήταν αγριεμένο (πολύ ξερό) το καπνό, τό ’τριβαν (έκοβαν) μαναχοί τ’ς ψιλούτσικο, με τα δάχ’λα το ’τριβαν, σκονούλα, και τράβαγαν (εισέπνεαν) απ’ τ’ μύτη. Τα κάθοντα (καθιστοί) έβαναν λίγο στα δάχ’λα και το τράβαγαν. Το τράβαγαν ντιπ μέσα! Στα πλεμόνια πάαινε αυτήνη η σκόνη! Απ’ τ’ μύτη… διάβαινε στα πλεμόνια! Κανιά φορά φτερνιόνταν κιόλα απ’ τον ταμπάκο!

Προπολεμικά αυτά π’ σ’ λέω, αλλά ένας γέροντας θ’μάμαι τράβαγε κι αργότερα… τώρα… τώρα… το ’60! Εγώ ήμαν τριγιάντα χρονών τότε!

Κι ήταν γέροντας! Ντιπ κούσιαλο!

Οι γερόντοι τράβαγαν ταμπάκο απ’ τ’ς μύτες, αλλά καπίν’ζαν και τσιγάρες (η τσιγάρα!).

Άμα ήταν ένας π’ πείραζε τον άλλον (ήταν ενοχλητικός), τον έλεγαν… τσιαμ ταμπάκο! “Μ’ γίν’κες τσιαμ ταμπάκος!”.

Τα παιδιά κι οι γ’ναίκες δεν καπίν’ζαν προτού τον Πόλεμο. Παιδί να καπνίσει εδώ στα χωριά; Ποτέ! Μπροστά στ’ς γερόντους τ’ς έρχονταν ντροπή να καπνίσουν, ντρέπονταν (σέβονταν) τότε ο κόσμος, υπήρχε ντροπή. Είχαν σέβαση».

 

«Δεν τσάκαγαμαν δεκάρα…»


Από τα χρόνια της νιότης της, η μητέρα μου θυμάται την καπνοκαλλιέργεια, ώστε να συμπληρωθεί το πενιχρό εισόδημα της οικογένειας:

«Όταν ήμασταν νέοι, φύτευαμαν καπνά. Δεν τσάκαγαμαν (εξοικονομούσαμε) δεκάρα, δεν έβγαναμαν από π’θενά λεπτά. Έβαναμαν καπνό, να το π’λήσουμε, να πάρουμε κατιντίς.

Σε κάτι σιαδάκια (μικρά σιάδια, δηλ. επίπεδα χωράφια) έβαναμαν καπνά. Προτού βάλουμε καπνό, έρ’χναμαν φ’σκί (φουσκί: κοπριά), ό,τι φ’σκί, πρατοφούσκι, αλογοφούσκι…

Πρώτα ’τοίμαζαμαν τ’ς φυτίστρες (φυτώρια). Είχαμαν καπνόσπορο και τον έσπερναμαν καταή, όπως φ’τεύουμε τ’ς αβραϊές (βραγιές, σειρές) τα κρεμμύδια. Έβαναμαν και στάχτη μαζί με το σπόρο, για να γλέπουμε πού πέφτει ο σπόρος, μη μείνει αλλού χερσωμάδα (χέρσο, χωρίς σπόρο) κι άλλού φ’τρώνει δασύ (πυκνό).

Το Μάρτη έσπερναμαν τον καπνό για να γένουν οι φ’τίστρες και το Μάη φύτευαμαν τα καπνά στα χωράφια.

Όταν ήταν να φ’τέψουμε τα καπνά, πρώτα πότ’ζαμαν τ’ φ’τίστρα, να μαλακώσει το χώμα, να βγουν τα φοντάνια (φυντάνια, μικρά φυτά καπνού), μ’ όλο ρίζα. Ξεκώλωναμαν (ξεριζώναμε) τον καπνό, τον λάσπωναμαν για να πιάσει (ριζώσει) και τον φύτευαμαν στα χωράφια. Έφκιαναμαν αυλάκια και τον έβαναμαν μ’ ένα σ’φλί (σουφλί: σουβλί), φκιασμένο, ρείκινο. Σούφλαγαμαν, άνοιγαμαν τρυπούλα, έβαναμαν το κλωνί (μικρό φυτό) και, τακ, με το σουφλί τό ’χωναμαν στο χώμα.

Άμα ήταν μεγάλη ξηρασία, τα πότ’ζαμαν. Αλλά έβρεχε πολύ εκειά τα χρόνια, δεν είναι σαν τώρα π’ βρέχει μαναχά το χειμώνα. Τότε έβρεχε και το καλοκαίρι.

Ψήλωναν τα καπνά κι έπρεπε να τα σκαλίσουμε όπως τ’ς ρόκες (καλαμπόκια), για να αφρατέψουμε το χώμα, ν’ αριέψουμε τα καπνά και ν’ αξαίνουν (μεγαλώνουν). Πρώτα με το σκαλιστήρι και κοντά (έπειτα), άμα μεγάλωναν, με το τσαπί.

Τα καπνά γένονται τον Αλωνάρη (Ιούλιο). Μάζωναμαν πρώτα το πατόφυλλο, κιτίριζε αυτό λίγο, κιτεροφύλλιαζε (γίνονταν κίτρινα τα φύλλα). Και κοντά μάζωναμαν (έπειτα μαζεύαμε), δεύτερο χέρι, μεσιόφ’λλο. Κι άλλο χέρι μεσιόφ’λλο πάλι. Έπαιρναμαν 2-3 χέρια μεσιόφ’λλο.

Έπρεπε πρωί να τα μάσουμε τα καπνά, νυχτούλια, στα χαράματα, γιατί δε βαστάς να μάσεις καπνά με τον ήλιο, σε βαρεί η σπιρτάδα (σε χτυπάει η μυρωδιά του καπνού και σε ζαλίζει).

Μάζωναμαν πρώτα τον καπνό στα χέρια μας, κι όταν γιόμωζε η αγκαλιά μας, έβαναμαν τα φύλλα σε μία κόφα (μεγάλο καλάθι).

Τα πάαιναμαν στο σπίτι, κάθομασταν καταή κι αρμάθιαζαμαν στ’ς βελόνες και σε σπάγκο κι έφκιαναμαν αρμάθες.

Απλωτές οι αρμάθες. Τ’ς άπλωναμαν σε λιάστρες (χώρους αποξήρανσης), έβαναμαν κλίτσες στ’ς άκρες για να πιάνονται στα ξύλα που ’χαμαν στ’ς λιάστρες.

Τ’ς άφ’ναμαν κατά ηλιού όσο να λιαστούν, τον Αλωνάρη πέρα, π’ καίει ο ήλιος.

Κι αφού λιάζονταν τα καπνά, τα μάζωναμαν από 7 αρμάθες, τ’ς έφκιαναμαν ένα βαντάκι (σύνολο). Κρέμαγαμαν το βαντάκι στ’ς λιάστρες και τ’ άφ’ναμαν όσο να ρίξει δροσιά (τη νύχτα), να μαλακώσει, να τ’ απλώσουμε καταή, να το φκιάσουμε μπάλες (δέματα) με σειρά, με λιαπάνα (ελαιόπανο) από ‘δώ κι από ‘κεί (δηλ. το συσκεύαζαν σαν ένα μπόγο), έρθονταν ο έμπορας και τα ‘παιρνε τα καπνά τα χινοπώρια (το φθινόπωρο)».

 

Χαβάνι: κόψιμο καπνού… με την ανάσα!


Ο καπνός έχει λιαστεί, άρα πρέπει να κοπεί. Επειδή οι καπνιστές ήθελαν μεγάλες ποσότητες, δεν προλάβαιναν να κόψουν τον καπνό με το μαχαίρι, οπότε η λύση ήταν το χαβάνι, ένα υποτυπώδες μηχάνημα κοπής καπνού που αποτελούνταν από ένα ξύλο μέσα στο οποίο τοποθετούνταν ο καπνός, ενώ στο μπροστινό μέρος ήταν το χαβανομάχαιρο. Στο πίσω μέρος είχε ένα άλλο ξύλο για να «βαστάει κόντρα» το πόδι του τεχνίτη που με το γόνατό του θα έσπρωχνε τον καπνό για να κοπεί. Πρόθυμος συνομιλητής μού μίλησε πριν από χρόνια γι’ αυτή την παλιά τέχνη:

«Απογορεύονταν τότε τα λαθραία τα καπνά! Άμα σ’ έπιαναν, αλίμονό σου! Πέραγες δικαστήριο…

Το χαβάνι ήταν απογορεμένο! Άμα σ’ έπιανε ο χωροφύλακας να ’χ’ς τέτοιο πράμα, αλιά και τρισαλιά!

Άμα είχες θ’κά σου καπνά, μπόρ’γες να κρατάς και λίγα για να καπνίζεις. Αλλά όχι να τα π’λάς κιόλα.

Κυνήγαγαν πολύ οι χωροφυλάκοι… Θ’μάμαι, το ’48 πρέπει να ’ταν, ακαταστασία ήταν τότε (εννοεί τον Εμφύλιο), ο μακαρίτ’ς ο πατέρας μ’ είχε πάει να κόψει καπνό κι ήρθε ένας χωροφύλακας στο σπίτι… Ο πατέρας μ’ έρ’ξε το σακάκι ψ’λά στο χαβάνι κι απήδ’σε απ’ το παραθύρι (απ’ τον πρώτο όροφο)!

Ο χωροφύλακας είχε έρθει για επίταξη για το μ’λάρι, δεν είχε έρθει για το χαβάνι.

Ο χωροφύλακας ήξερε ότι ο πατέρας μ’ έκανε αυτήνη τ’ δ’λειά, αλλά δε θα τον πείραζε, γιατί είχε έρθει για να πάρει το μ’λάρι το επιταγμένο.

Φώναξε τ’ πατέρα μ’:

-Γιώργο! Γιώργο! Γύρνα πίσω! Δεν ήρθα για τ’ εσένα! Για το μ’λάρι ήρθα!

Αλλά πού να γυρίσει ο πατέρας μ’… Σκιάχ’κε (σκιάχτηκε: φοβήθηκε)! Έκατσε μέσα στα πουρνάρια όσο να φύβγει ο χωροφύλακας!

Τ’ δ’λειά με το χαβάνι τ’ν έκανε ένας μπάρμπας μ’, αλλά κι ο πατέρας μ’.

Το χαβάνι το ξεκίν’σα γλήγορα, προτού το ’50, 15 χρονών ήμαν, πάαινα από κοντά τον πατέρα μ’, στο χωριό μας.

Στ’ν αρχή τήραγα μαναχά (μόνο κοιτούσα), αλλά επειδή μ’ άρεγε, έμπαινε λίγο ψ’λά, έκοβα λίγο, κι έτσι έμαθα, γιατί είχα υπομονή.

Στα 17 μ’ χρόνια έμαθα να κόβω μαναχός μ’ καπνό με το χαβάνι. Τον είχε π’ράξει το στομάχι τον πατέρα μ’ και δε μπόρ’γε να κόψει, έπρεπε να είσαι σκυμμένος όλη τη λημέρα ψ’λά στο χαβάνι, και στο κ’τσό, στο ένα το ποδάρι, το ένα το ποδάρι να το ‘χ’ς μέσα στο χαβάνι και να σπρώχν’ς τον καπνό με το ποδάρι, με τ’ν ανάσα, στο χιλιοστό, για να τον κόψεις πολύ ψ’λό τον καπνό.

Η πρώτη φορά ήταν σ’ ένα χωριανό μ’, το συχωρεμένο το μπαρμπα-Στράτο, που ‘χε καπνό κι ήθελε να τον π’λήσει το Δεκαπενταύγουστο, στο παν’γύρι.

Ήταν αγριεμένο (πολύ ξερό, εύθρυπτο) το καπνό, μπαρούτη, άμα έπιανες τ’ς αρμάθες, τρίβονταν.

Τού ’πα εγώ, “δεν κόβεται”. Μ’ λέει αυτός, “κάτσε κοιμήσου λίγο και θα το σιάσω εγώ τον καπνό”. Μο’ ’φκιασε και δυο αυγά τ’γαν’σμένα η Στράταινα και κοιμήθ’κα λίγο. Μεσημέρι ήταν, προτού τ’ς Παναΐα (Δεκαπενταύγουστος).

Και τι έκαμε αυτός… Αυτός είχε βρέξει με ζεστό νερό τον καπνό, για να μαλακώσει. Αλλά ο καπνός απ’ τ’ μουτσίλα, απ’ το βρέξιμο, χάλασε. Δεν πάει να τον π’λήσει.

Δυο σάκκινες καπνό, έκοβα με το χαβάνι δυο μέρες και στον πάτο (τέλος) δε μο’ ’δωκε λεπτά, αλλά ούτε κι αυτός πήρε, αφού χάλασε το καπνό.

Ήθελε τέχνη το χαβάνι, για να κόψεις τον καπνό. Άμα ήταν εύκολο, θα έφκιαναν όλοι από ένα χαβάνι για να κόβουν τα καπνά τα θ’κά τ’ς. Θα έσκαβαν μία σκαφίδα ή θα έβαναν τρεις σανίδες, θα έβαναν και το μαχαίρι και θα έκοβαν. Αλλά δεν είναι εύκολο να κόψεις…

Το χαβάνι δεν είναι και κάνα σπουδαίο πράμα (ως κατασκευή). Ένα ξύλο σκαμμένο είναι απ’ τ’ς τρεις μεριές. Μέσα έχει πάφιλα (επένδυση), για να ξαγκλιστράει το καπνό, να φεύγει με την ανάσα (δηλ. να το σέρνεις με το πόδι, με το γόνατο, αλλά με ανεπαίσθητη κίνηση), να ξανασαίνει ένα χιλιοστό για να βγαίνει ψ’λό το καπνό. Αποσταμάρα (κούραση) μεγάλη να κόβ’ς καπνό με το χαβάνι. Εγώ μία χρονιά είχα κόψει χίλιες οκάδες καπνό!

Μπροστά έχει μαχαίρι για να κόβ’ς τον καπνό. Αυτά τά ‘φκιαναν οι γύφτοι (εννοεί σιδηρουργό, όχι Ρομά), είχαμαν και στο χωριό μας γύφτο, που ‘χε σιδεράτικο.

Ατσαλένιο το μαχαίρι, όχι ό,τι σίδερο να ’ταν. Έπρεπε να ’χει λάμα από σιούστα από αμάξι. Άμα έσπαγαν οι σιούστες απ’ τα φορτηγά απ’ το βάρος, αυτές τ’ς σιούστες δεν τ’ς πέταγαν, αυτά γένονταν τα καλύτερα χαβανομάχαιρα!

Οι γύφτοι έφκιαναν και καπνομάχαιρα. Αναλόγως τ’ βαψιά (εμβαπτισμός σε νερό) π’ θα τό ‘δωναν οι γύφτοι. Το σίδερο θέλει καλή βαψιά. Αυτού ήταν η μαστοριά στο σιδηρουργό. Να τ’ δώκει καλή βαψιά στο σίδερο.

Το μαχαίρι πρώτα τό ‘πλαθε (σχηματοποιούσε, διαμόρφωνε) και κοντά τό ’δωνε το νερό (το εμβάπτιζε στο νερό), αλλά όχι απότομα. Τό ‘βανε λίγο με τ’ν τσιμπίδα μέσα στο νερό, γιατί αυτό έκαιγε σαν κάρ’νο, το ‘βγανε, τό δοκίμαζε με τ’ λίμα να ’ναι όπως τού ’θελε.

Γιατί άμα ήταν πολύ αψύ στο νερό, δεν το ’πιανε το πριάκονο (δεν μπορούσε να λειανθεί με τη λίμα).

Άμα ήταν καλό καπνομάχαιρο, έκοβε καλά. Έκοβαν μ’ αυτό λίγο καπνό, μια τσιαραντάνα (δερμάτινη καπνοσακούλα). Όταν έβρεχε, ο καθένας π’ καπίνιζε, έκοβε καπνό με το καπνομάχαιρο.

Κάθονταν σταυροπόδι στο τζιάκι κι έκοβε για πολλές μέρες. Έφκιανε και τηγανίτες η γριά… Καλύτερα πέραγε ο κόσμος τότε. Κοιμάμασταν 12 άτομα ψαθαρίκι καταή. Γιατί τώρα με τ΄ν εξέλιξη, καθένας έχει και το δωμάτιό μου, αλλά ούτε πάλι δεν έχει φχαριστημό! Τάχα ότι βρόντησε (έκανε θόρυβο) άλλος απ’ τ’ άλλο δωμάτιο…».

Η φιλία… συγκρούστηκε με το καθήκον!


Αφού ο χύμα καπνός θεωρούνταν λαθραίος (εκτός από μικροποσότητες που δίνονταν νομίμως στους καλλιεργητές του εν λόγω φυτού), ήταν αυτονόητο ότι σε περίπτωση εντοπισμού παράνομης εμπορίας ή απλώς και χρήσης, επιβάλλονταν τα ανάλογα πρόστιμα. Απολαυστική η ακόλουθη αφήγηση:

«Προπολεμικά γίν’κε αυτό… Ο μπαρμπα-Γιώργος είχε ένα βλάμη (αδελφοποιτό), φίλο ξεχωρ’στό. Αυτός ήταν χωροφύλακας. Ένα Σαββάτο βράδυ ήρθε στο σπίτι τ’ μπάρμπα. Με το ποδάρι έρθονταν στο χωριό, δεν ήταν αμάξια τότε. Οι δρόμοι που ’ναι τώρα για τ’ αμάξια… τότε ήταν μυρμηγκόστρατες!

Πού να κοιμηθεί ο χωροφύλακας; Στο βλάμη πήγε, πρόσφιλα (φιλοξενούμενος). Έφαγε καλά ο χωροφύλακας κι ο μπάρμπας τον έβαλε να κοιμηθεί στο θ’κό του το κρεβάτι κι αυτός κοιμήθ’κε καταή.

Τ’ν άλλη μέρα, τ’ν Κυριακή, θα γένονταν γάμος εκεί στ’ γειτονιά κι ο κόσμος που ’χαν μαζωχτεί καπίν’ζαν λαθραίο. Άλλος χόρευε, άλλος καπίν’ζε…. Ο κόσμος τότε μερακλώνονταν, δεν ήταν… ακριβά τα λεπτά! Με λίγα λεπτά χόρευες 2-3 τραγούδια.

Τότε π’ χάραξε, σηκώθ’καν όλοι. Αλλά ο χωροφύλακας είχε δει απ’ το βράδυ ότι ο μπαρμπα-Γιώργος είχε ταμπακέλα και καπίνιζε λαθραίο. Όλοι καπίνιζαν τέτοιο, πού να ηύρισκαν τσιγάρο… Δεν ύπαρχε τίποτα σε χωριό.

Ο χωροφύλακας είπε:

-Παιδιά, δε μπορώ να σας γλέπω να καπνίζετε κι εγώ να κάνω τα στραβά μάτια!

Έπρεπε να κόψει πρόστιμο, αυτήνη ήταν η δ’λειά του. Ή να λακκίσουν ο κόσμος, να μην καπνίζουν μπροστά του λαθραίο.

Απ’ το πρόστιμο έπαιρνε κι αυτός… πεδοκόπι (ποσοστό), μπροστάντζα, και τ’ άλλα λεπτά πάαιναν στο κράτος.

Τότε είπε ο μπαρμπα-Γιώργος:

-Βλάμη, σε προσκάλεσαμαν να κοιμηθείς στο κονάκι μας… Ήρθες, έφαγες, κοιμήθ’κες… τώρα θα κόψεις και πρόστιμο; Είναι ντροπή αυτό! Άφ’ (άφησε) τον κόσμο να καπνίσει, να κάμει τ’ δ’λειά του! Γάμο έχουμε. Να χορέψουμε, να καπνίσουμε κανιά τσιγαριά…

Μαλάκωσε ο βλάμ’ς ο χωροφύλακας. Έκατσε στο τραπέζι, έφαγε, έπιε και… τό ’μασε με τα ποδάρια του (έφυγε περπατώντας), πάει καλιά του, στο Σταθμό του (αστυνομικό τμήμα)».

 

Το παιδάκι κάπνιζε μέχρι που λιποθύμησε!


Μπορεί άλλος συνομιλητής μου να υποστηρίζει ότι δεν κάπνιζαν τα παιδιά, όμως κάτι τέτοιο φυσικά δεν είχε γενική ισχύ. Επί τη ευκαιρία, τολμώ να πω ότι ως παιδί δοκίμασα τσιγάρο, ευτυχώς όμως δεν μου άρεσε, οπότε δεν έγινα καπνιστής.

Γεννηθείς το 1943, μέλος υπερπολύτεκνης οικογένειας, εξιστορεί:

«Ο μακαρίτ’ς ο πατέρας μ’ καπίνιζε πολύ, και τ’ νύχτα ακόμα!

Φως δεν είχαμαν στο σπίτι, μια λάμπα με πετρέλαιο είχαμαν. Ο πατέρας μ’ κάθονταν δίπλα στ’ γωνιά, για να πετάει τ’ς τσιγάρες μέσα και να πααίνει κι ο καπνός στο μπουχαρή (καπνοδόχο)! Καπίν’ζε και το βράδυ 15-20 τσιγάρες. Και να μην ήγλεπε καλά, ‘ν’ έφκιανε τ’ν τσιγάρα, πάαιναν μαναχά τ’ς τα χέρια. Αυτήνη ήταν… η πρώτη η τέχνη!

Δεν τον έγνοιαζε αν τον πείραζε τον άλλον ο καπνός, ή εμάς τα παιδιά. Ήμασταν δέκα παιδιά μέσα στο σπίτι, αλλά ο πατέρας μ’ καπίν’ζε σαν αράπ’ς!

Ε, δεν ήμασταν όλοι στο ένα το δωμάτιο που ’χαμαν το τζιάκι. Εμείς τα μ’κρά κάθομασταν με τον πατέρα και με τ’ μάνα σ’ αυτό το δωμάτιο, τα μεγάλα τ’ αδέρφια μ’ τά ‘ταν στ’ άλλα τα δωμάτια.

Έφκιανε μαναχός τ’ τσιγάρα, με ροκόφ’λλα (καλαμποκόφυλλα), τα ‘χ’ς ιδεί κι εσύ πώς είναι.

Έπαιρναν και μία κόλλα ειδικιά, ‘ν’ έκοβαν κομμάτια, να φκιάσουν κανιά κοσαριά τσιγάρες…

Κι εγώ καπίν’ζα από μ’κρός, κρυφά απ’ τον πατέρα. Είχε μία σακούλα δερμάτινη πο’ ’βανε τον καπνό. Εγώ έκλεφτα από ένα πλοχέρι (μισή χούφτα) τ’ φορά. Πού θα καταλάβαινε ο πατέρας… Αφού ήταν πολύ… το καπνό. Άμα με καταλάβαινε, θα με τσάκιγε, θα με τέντωνε στο ξύλο! Είχε λωρίδα στρα’ωτικιά και μ’ έδερνε!

Δεν τ’ πάαινε στο νου ότι καπνίζαμαν εμείς τα παιδιά. Ούτε μας μύριζε, γιατί δε ζύγωνε. Δεν έρχονταν να μας αγκαλιάσει. Τον πατέρα μ’ δεν τον θ’μάμαι ποτέ ν’ αγκαλιάσει το παιδί, όπως αγκαλιάζουμε εμείς τα παιδιά μας. Δεν έκαναν τέτοια οι παλιοί… Όλο με μαλώματα και με φοβέρητες ήταν οι γονέοι. Εμένα μ’ έδερνε ο πατέρας μ’, γιατί ήμαν κι ανάποτος (άτακτος) εδώ π’ τα λέμε. Ε, η μάνα μάς αγκάλιαζε και μας ορμήνευε. Ορμήνειες έδωνε κι ο πατέρας…

Κάποτε, θ’μάμαι, παιδάκι ήμαν, κανιά δεκαριά χρονών, δώδεκα… Είχα πάρει τα πράματα, τα γιαλάδια, τα μ’λάρια και πήγα να τα βοσκήσω… Καλοκαίρι ήταν.

Έδεσα τα πράματα. Τσακώνω ένα κ’τί σπίρτα που ’χα πάρει απ’ το σπίτι. Τον καπνό και το χαρτί (τσιγαρόχαρτο) πήρα απ’ τον πατέρα μ’. Τα σπίρτα τά ’ταν ψ’λά στο μπουχαρή (εννοεί τζάκι) και τα πήρα.

Και πααίνω στα γιαλάδια. Έφκιασα μια τσιγάρα, αλλά μο’ ’σβησε το σπίρτο. Μ’ ζήβ΄σε και τ’ άλλο το σπίρτο. Δεν ήξερα ν’ ανάψω… Έμ’να μ’ ένα σπίρτο, το τελευταίο! Μ’ αυτό άναψα…

Τι έκαμα κοντά… Από μία τσιγάρα άναφτα τ’ν άλλη, γιατί αλλιώς πώς θ’ άναφτα; Μέχρι να τελειώσω το καπνό! Να μην τον φέρω πίσω στο σπίτι, γιατί θα… μ’ άργαζε το τομάρι (θα με ξυλοκοπούσε) ο πατέρας μ’ άμα με καταλάβαινε ότι κάπνιζα! Τόσο μυαλό είχα…

Κι έκανα τα τσιγάρα το ένα κοντά τ’ άλλο, με μία φωτιά! Λιγοθύμ’σα! Παιδάκι ήμαν! Κι αν δεν έκανα ’μετό, θα έσκαγα, θα δηλητηριάζομαν! Θα έμνησκα εκεί (θα πέθαινε)! Απ’ το πρωί που ’χα πάει και ξεκίνησα να καπνίζω, έκανα μία ζαλατίνα (πλαστική σακουλίτσα) καπνό. Πόσα τσιγάρα; Σάμα (μήπως) θ’μάμαι;

Οι θ’κοί μ’ άκ’σαν τα γιαλάδια π’ μούγκριζαν! Νύχτωσε, έπρεπε να ‘ρθουν πίσω οι γιαλάδες, να β’ζάξουν τα μόσκια (μοσχάρια).

Έκανε κάτω (κατηφόρισε) ένας αδερφός μ’ και μ’ ηύρε. Θ’μάμαι ήρθε και με κούν’σε! Ντιπ εγώ, ήμαν ψόφιος! Και δεν τον άκ’σα κιόλα, γιατί ήταν αμμουδερά τα χωράφια, δεν ήταν λιθάρια και ξεροχόρταρα, για να τον ακούσω τότε που ’ρθε.

Αλλά ήταν καλός αυτός ο αδερφός μ’. Άμα έρθονταν ο άλλος ο αδερφός μ’, θα μαρτύραγε στον πατέρα μ’, αλλά αυτός δεν είπε τίποτε.

Τόσο μυαλό είχαμαν, Βασίλη… Τσιγάρο από παιδάκι, γι’ αυτό τώρα είμαι καρδιακός (καρδιοπαθής)».

«Εννιά χρονών κάπνιζα πριονίδι…»


Μπορεί να φαίνεται απίστευτο, όμως ο συνομιλητής μου κάθε άλλο παρά μυθομανής είναι…

«Γεννήθ’κα το ’42. Καπνίζω από 9 χρονών.

Εγώ πάαινα στο σκολειό, φόραγα μάλλινη φανέλα κατάσαρκα, κι από μέσα είχε ένα τσεπάκι. Πλεχτή φανέλα, ‘ν’ έπλεε (την έπλεκε) η μάνα μ’. Εγώ έμαθα να καπνίζω από ένα παιδί μεγαλύτερο, γειτονόπ’λο, τον είχα και ξάδερφο, ήταν το ’41 γενν’μένος αυτός.

Σ’ αυτήνη τ’ν τσεπούλα έβαναμαν ό,τι είχαμαν για τσιγάρο: καπνό άμα έκλεφαμαν απ’ τ’ς γονέους μας, τον πρυόβολο και τ’ν ίσκνα (για άναμμα φωτιάς). Αλλά καπνό πού να βρεις… Καπίν’ζαμαν και μ’στάκια από καλαμπόκια… μέχρι και πριονίδια από ξύλο! Όποτε έκοβε σανίδες με το πριόνι ένας χωριανός μ’, πάαινα κι έπαιρνα τα πριονίδια. Θηρία πλατάνια έκοβαν για να φκιάσουν σανίδες για πατώματα, νταβάνια, πόρτες…

Πολύ πριονίδι! Ψιλό. Άλλο π’ δεν ήθελαμαν εμείς! Μάζωναμαν ένα τσιουβάλι και το κρύπωναμαν στ’ αχούρι που ’χαμαν τα ζωντανά (στον στάβλο των ζώων). Σκεπασμένο με άχυρα το τσιουβάλι με τα πριονίδια. Κι έπαιρνα από λίγο κάθε μέρα, να μη φαίνεται και με καταλάβει ο πατέρας μ’ ή η μάνα μ’.

Στο σκολειό πάαινα με τα ποδάρια, μαζί με άλλο ένα παιδί απ’ το μαχαλά. Με το ποδάρι χειμώνα-καλοκαίρι! Ε, άμα έβρεχε, δεν πάαιναμαν γιατί δεν είχαμαν ομπρέλες.

Φυλλάδια (λεπτά τσιγαρόχαρτα) δεν είχαμαν. Αλλά είχαμαν κόλλες απ’ τα τετράδια ή ροκόφ’λλα!

Έμαθα να στρίβω τσιγάρο από 9 χρονών. Τα τσιγάρα τά ‘στριφαμαν κρυφά απ’ τους γονέους και τά ‘βαναμαν σε μια πάνινη μπακούλα (σακούλα), δεν ήταν νάιλα (πλαστικές τσάντες) τότε. Τρία-τέσσερα τσιγάρα τ’ μέρα… δεν καπίν’ζαμαν και πολλά!

Ούτε ο δάσκαλος ούτε οι γονέοι μας καταλάβαιναν αν καπνίζουμε, γιατί ούτε τα μ’στάκια απ’ τ’ς ρόκες ούτε το πριονίδι δεν έχουν μυρωδιά από καπνό!

Καπίν’ζαν κι άλλα παιδιά, δεν ήμασταν μαναχά εμείς. Μετά τον Πόλεμο πολλά παιδιά ήταν 15-16 χρονών και πάαιναν ακόμα στο δημοτικό! Ήταν και κάτι βλαχόπουλα απ’ τ’ Καπρό (παιδιά μετακινούμενων κτηνοτρόφων απ’ την Κορυφή Τρικάλων) πο’ ’ρθονταν στο σχολειό μας.

Εγώ με τον ξάδερφό μ’ δεν είπαμαν ποτέ σε κανένα παιδί ότι καπνίζουμε, γιατί θα μας πρόδωνε ή στ’ς γονέους ή στο δάσκαλο! Θα μας έδερναν κι οι γονέοι κι ο δάσκαλος! Θά ’τρωγαμαν από δυο μεριές ξύλο!

Ή αν καταλάβαινε ο δάσκαλος ότι καπνίζουμε, θα μας τσάκαγε στο ξύλο! Τότε έπεφτε πολύ ξύλο! Οι δάσκαλοι τότε δε λυπάνταν, βάρ’γαν… όπως βαρείς το φίδι!».

 

Μέχρι και… πλατανόφυλλα κάπνιζαν!


Καπνό και τσιγαρόχαρτα όμως ήταν πολύ δύσκολο για πολλούς να εξασφαλίσουν, αλλά ούτε και μπορούσαν να μείνουν χωρίς τσιγάρο. Τι έκαναν; Όπως το κάποτε μικρό παιδί είπε για το πριονίδι, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν οτιδήποτε υποκατάστατο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να φτιάξουν ένα υποτυπώδες τσιγάρο! Ογδονταεπτάχρονη θυμάται τον καπνιστή πατέρα της:

«Καπνό κάπνιζαν λαθραίο (αφορολόγητο). Οι φτωχοί κάπνιζαν ό,τι ηύρισκαν μπροστά τ’ς! Από μουστάκια καλαμποκιού μέχρι μούσκρα (βρύα) από δέντρα, πλατάνια… Σα να βγάζουν γένια τα δέντρα! Αυτά τα μούσκρα τά ’χαν αντίς για καπνό.

Ο πατέρας μ’ στ’ν Κατοχή, επειδή ήταν βαρύς καπνιστής και δεν ηύρισκε καπνό για τσιγάρο τι έκανε; Μάζωνε ασφακίδι (ασφάκα, αρωματικό φυτό), τό ’κοβε ψιλό με το μαχαίρι και τό ’λιαζε (αποξήραινε). Κι όταν ξεραίνονταν, έφκιανε τσιγάρα μ’ αυτό!

Και τσιγαρόχαρτα δεν ήταν τότε. Έπαιρνε φημερίδες και τύλιγε τσιγάρα, βιβλία δεν ήθελε να τα χαλάει.

Αλλά αφού δεν ηύρισκαν τσιγαρόχαρτο, τό ‘χαν ρίξει στ’ν πίπα. Στο τσιμπούκι δηλαδή. Δεν ήθελε τσιγαρόχαρτο αυτό. Έβαναν ό,τι είχαν (υποκατάστατο καπνού) μέσα στ’ν πίπα, ‘ν’ άναβαν και… τράβαγαν! Φούμαραν τ’ν πίπα!».

 

Η λεηλασία απ’ τους αντάρτες


«Αφού έκοβαν τον καπνό, κάπου έπρεπε να το βάλουν… Έφκιαναν καπνοσάκουλα. Κι από πανί (ύφασμα) κι από πετσί έφκιαναν. Όχι καπνοσακούλα… καπνοσάκουλα!

Τ’ν έβαναν ή στ’ν τσέπη ή στο σελιάχι (δερμάτινη τσάντα μέσης). Ήταν μπροστά η σακούλα και πίσω τ’ν έδεναν. Τέτοια σελιάχια είχαν οι πιο πολλοί, οι ηλικιωμένοι, όχι οι νεότεροι.

Είχε κι ο πατέρας μ’ σελιάχι, αλλά τ’ το πήραν οι αντάρτες με το ζόρι! Πλιατσικολόγαγαν (λεηλατούσαν) αυτοίνοι. Ό,τι τ’ς άρεγε! Πήγαν κι ηύραν τ’ν κρυφοκάλυβα που ’χαμαν μέσα στο λόγκο.

Είχαμαν κρυφοκάλυβα για να φ’λάμε (κρύβουμε) τα πράματα απ’ τ’ς Γερμανούς. Έτσι έκανε τότε ο κόσμος με τον Πόλεμο. Άδειαζαν τα σπίτια, ό,τι μπόρ’γαν το τρύπωναν στ’ς κρυφοκάλυβες.

Αλλά οι αντάρτες ήξεραν που ’ταν άδεια τα σπίτια, τά ‘γλεπαν, και καταλάβαιναν ότι ήταν τρυπωμένα (κρυμμένα) τα πράματα.

Τού ‘παν τ’ πατέρα μ’ να τ’ς πάει στ’ν κρυφοκάλυβα. Αν δεν τ’ς πάαινε, δεν τού ‘χαν σε τίποτα να τον σκοτώσουν…

Τ’ς πήγε εκεί και τα γιαούμ’σαν (διαγούμισαν, λεηλάτησαν) όλα! Όχι μαναχά το σελιάχι, αλλά και ρούχα! Κάτι πουκάμ’σα, κάλτσες, μαντύο (μανδύας), σα σακάκι π’ το ‘ντεναν οι άντρες με τ’ φ’στανέλα, κι ήταν με κουμπιά γύρα-γύρα, με μανίκια… Μέχρι και μία φλοκωτή πήραν! Πού στο Διάτανο τα πάαιναν ζαλίγκα ούλα (τα πήγαιναν όλα φορτωμένοι)… Ξέρω ‘γώ σιαπού (προς τα πού) ήταν οι άλλοι οι αντάρτες…

Είχαμαν κι ένα μπαουλάκι κι είχαμαν μέσα βιβλία και τετράδια. Τα πήραν κι αυτά οι αντάρτες… να τα ‘χουν για τσιγαρόχαρτα!».

Το τσιακμάκι


Τη λέξη τσιακμάκι, όσοι τη γνωρίζουν, τη χρησιμοποιούν κυρίως με μεταφορική σημασία, για να δηλώσουν τον έξυπνο άνθρωπο. Ως παιδί θυμάμαι πολύ καλά αυτόν τον παλαιάς τεχνολογίας αναπτήρα, με τον οποίο παραγόταν σπινθήρας από την τριβή πυρόλιθου πάνω σε χάλυβα, ο οποίος μεταδιδόταν σε φιτίλι με πετρέλαιο κι έτσι άναβε, επιτέλους, η φωτιά. Η πρόσχαρη συνομιλήτριά μου, νιόπαντρη το 1959, δεν είχε ούτε καν αυτή την πολυτέλεια…

«Όταν παντρεύ’καμαν κι ήρθαμαν στο σπίτι, δεν είχαμαν τσιακμάκι, γιατί ήμασταν φτωχοί. Χάλευαμαν (ζητούσαμε) το τσιακμάκι από μια θείτσα, γειτόν’σσα, τό ‘παιρναμαν, άναφαμαν τ’ φωτούλα και το πάαιναμαν πάλι.

Το τσιακμάκι είναι όπως είναι… η αναπτήρα! Είχε πέτρες, τσιακμακόπετρες (μικροσκοπικός πυρόλιθος), είχε και φ’τίλι, πο’ ’βαναμαν πετρέλαιο.

Απ’ τ’ν τσιακμακόπετρα πετάονταν τσίκα (σπίθα) κι άναφαμαν τ’ φωτιά. Και τ’ φωτιά τ’ βάσταγαμαν ώς το πρωί, κρατιόνταν κάρ’να (κάρβουνα) και προσάναφαμαν το πρωί. Άμα έβαναμαν τσιούμες (ξυλώδεις ρίζες δέντρων) στο τζιάκι το βράδυ, βαστιόνταν ώς το πρωί.

Τσιακμάκια είχαν οι άντρες για ν’ ανάφτουν και τα τσιγάρα. Αλλά άναφαν τα τσιγάρα κι απ’ τα κάρ’να, άμα δεν είχαν τσιακμάκι.

Αφού κάθονταν στ’ ατζιάκι, πυροκοπά (εκατέρωθεν του τζακιού), ζούπαγαν (άγγιζαν, πίεζαν ελαφρώς) το τσιγάρο στο κάρ’νο και ρούφαγαν. Άμα είχαν μ’σαφίρη, έπαιρναν μια μάσια (μασιά, πυράγρα), έβαναν ένα κάρ’νο απάνω και τό ’δωναν στο μ’σαφίρη για ν’ ανάψει κι αυτός το τσιγάρο».

«Οι βλάχοι στα β’νά είχαν τσιμπούκια!»


Τσακμάκι δεν υπήρχε σε κάθε σπίτι, όμως ο κάθε καπνιστής έπρεπε να έχει μια άμεση πρόσβαση σε φωτιά για ν’ ανάψει τα τσιγάρα του. Ο τρόπος με τον οποίο άναβαν φωτιά οι παλιοί καπνιστές… θυμίζει τον μυθικό Προμηθέα! Χρησιμοποιούσαν τρία υλικά για το άναμμα της φωτιάς: αποξηραμένη και επεξεργασμένη ίσκνα (φυτομύκητα), πρυόβολο (ατσάλινο αντικείμενο) και στουρνάρι. Αφού χτυπούσαν επιδέξια τον πρυόβολο με το στουρνάρι, δημιουργούνταν η πολυπόθητη σπίθα, άναβαν την ίσκνα και στη συνέχεια το τσιγάρο… Ογδονταοχτάχρονος μετακινούμενος κτηνοτρόφος εξηγεί:

«Εμείς στα β’νά καπίν’ζαμαν. Τ’λιούμαν (τυλίγαμε) τον καπνό με κόλλες από τετράδια, π’ μάθαιναταν γράμματα εσείς τα παιδιά.

Είχαμαν και τσιγαρόκολλες ειδικές για καπίνισμα. Μεγάλες τσιγαρόκολλες, διπλώναμαν τ’ν κόλλα κι έβγαναμαν χαρτί για 20 τσιγάρα η κάθε κόλλα.

Οι βλάχοι στα β’νά είχαν και τσιμπούκια. Έβαναν τον καπνό μέσα, βάρ’γαν το στουρνάρι, τ’ν ίσκνα και τον πρυόβολο κι άναβαν φωτιά!

Πρώτα γιόμ’ζαν το τσιμπούκι καπνό απ’ τ’ν τσιαραντάνα…

Όχι… Κάτσε να τα πάρουμε απ’ αρχή…

Η τσιαραντάνα ήταν πετσένια (δερμάτινη), για να κρατάει το καπνό ξερό, να μη νοτάει (τραβάει υγρασία). Είχε δυο θήκες, μία για τα ροκόφ’λλα και μία για το καπνό. Στα ροκόφ’λλα έβαναν και τα πρυοβολικά.

Έβγαζε από μία τσιαραντάνα τα πρυοβολικά. Τον πρυόβολο, το στουρνάρι και τ’ν ίσκνα. Τ’ν ίσκνα τ’ν ηύρισκαν στα δέντρα, στα κλαριά, τ’ν έβγαναν απ’ το δέντρο, τ’ λιάν’ζαν, όπως είναι… το κοκορέτσι τα μεζέδια! Τ’ν έβραζαν με αλισίβα. Τ’ν έβγαναν απ’ τ’ αγγειό, τ’ στέγνωναν, τ’ν άργαζαν (επεξεργάζονταν)…. Άμα τ’ν αργάσεις, δε χαλάει ποτέ! Άμα δε τ’ν αργάσεις, σαρακώνεται, σέπεται (σαπίζει).

Έβγαναν τ’ν ίσκνα π’ γένονταν σα βαμπάκι, τ’ν ακούμπαγαν στ’ν άκρη απ’ το στουρνάρι και βάρ’γαν τον πρυόβολο στο στουρνάρι. Τσίκες πετιόνται (σπίθες πετάγονται), όπως δ’λεύει ο γύφτος (σιδεράς) τα σιδερ’κά. Μία τσίκα ήταν αυτήνη π’ άναφτε τ’ν ίσκνα. Ήθελε μεγάλη τέχνη για ν’ ανάψεις φωτιά με τον πρυόβολο.

Αυτός π’ καπίνι’ζε είχε μία τσιμπουκόβεργα, άμα τράβαγε μία ανάσα, ρούφαγε τον καπνό, αλλά έπιανε κι ο καπνός (δηλ. άναβε). Μία μαύλαγε (εισέπνεε), μία φύσαγε…».

 

Ροκόφυλλα: τα… φυτικά τσιγαρόχαρτα!


Ειδικά στη χρήση των ροκόφυλλων (καλαμποκόφυλλων) που τα χρησιμοποιούσαν αντί για τσιγαρόχαρτα, αξίζει να μείνουμε λίγο περισσότερο…

«Τα παλιά τα χρόνια δεν είχαμαν φυλλάδια (τσιγαρόχαρτα) για να στρίβουμε τσιγάρες. Τότε π’ μάζωναμαν τ’ς ρόκες (καλαμπόκια) και τ’ς ξεφλούδαγαμαν, έβγαναμαν τα καλά τα φύλλα, τα μέσα, τα μαλακά, τά ‘κοβαμαν στα μέτρα απ’ το τσιγάρο κι έφκιαναμαν… θηρίες τσιγαρόνες (τεράστια τσιγάρα)! Αυτά τα ροκόφ’λλα είχαμαν για φυλλάδια. Τι να έκαναμαν…».

Άλλη μια μαρτυρία: «Άμα πιάνονταν τα καλαμπόκια, ο… τρύγος, π’ μαζώνουμε τα καλαμπόκια, τον Οκτώβριο μάζωναμαν ρόκες στα β’νά, κράταγαμαν τα μαλακά τα ροκόφ’λλα για τσιγάρα. Άμα ήταν κανιά ζούφια, κανιά αχαΐρευτη ροκούλα, στερφούλα, π’ δε σπύριαζε, δεν έκανε καλαμπόκι, έμνησκε μαναχά το κότσιαλο (ο ξυλώδης κορμός), αυτήνη η ρόκα ήταν αδύνατη, αλλά ήταν και το φύλλο αδύνατο, σαν τσιγαρόχαρτο. Αυτό έπαιρναμαν και τύλιγαμαν τον καπνό».

 

Τα τσιγάρα της Κατοχής


Προθυμότατη να καταθέσει τη μαρτυρία της για το θέμα η ηλικιωμένη Γιαννιώτισσα:

«Στ’ν Κατοχή δεν είχαμαν να φάμε. Κι ό,τι έφτανε στα μπακάλικα –αν έφτανε ποτέ, γιατί κι αυτά πούλαγαν με δελτίο– είχε τα μαύρα του τα χάλια. Χαλασμένα τα τυριά, οι σταφίδες σκ’ληκιασμένες, η ζάχαρη μαύρη, το ρύζι ήταν κοκκινωπό (ανεπεξέργαστο), η φακή και τα φασόλια ήταν γιομάτα κατσικάρια (πετρούλες), για να σηκώνουν βάρος! Έβαναν χώμα μέσα, για να ‘ναι βαριά, για να πληρώσεις πελισσότερο.

Τότε με τον Πόλεμο, μ’ έβανε η μάνα μ’ και καθάρ’ζα τ’ φακή κι εγώ έκλαιγα, ήταν πελισσότερο το χώμα παρά η φακή. Και το μάζωναν μαζί με τα ζιζάνια, δεν ήταν καθαρ’σμένα. “Ούι! Η φακή είναι γιομάτη γκουζουνίτσα! Ή ρόβι! Η αίρα (ήρα)”. Όλα τα ζιζάνια ήταν μες στ’ φακή κι έκανες δυο ώρες να τ’ν καθαρίσεις. Κι ήλεγε η μάνα μ’, να τ’ν πλύνουμε τ’ φακή. Την πλέναμαν, τ’ λιάζαμαν και κοντά τ’ν καθάρ’ζαμαν.

Αφού δεν ήταν πράματα ν’ αγοράσεις για να φας… Ή ήταν η μαύρη αγορά. Μαυραγορίτες ήταν οι μπακάληδες, αλλά κι άλλοι π’ δεν ήταν μπακάληδες. Πήγαιναν στα χωριά, ψών’ζαν κι ήφερναν τα πράματα στα Γιάννενα και τα πούλαγαν… το ένα άλλο ένα (σε διπλάσια τιμή). Τα λεφτά δεν είχαν πέραση, ήταν τα μεσογειακά τότε (λέγονταν και μεντιτεράνεα, ήταν πληθωριστικά χαρτονομίσματα). Ο χ’σός ήταν το πρώτο. Ή τα ρούχα, τα προικιά απ’ τ’ς τσιούπρες, οι ραπτομηχανές, τα έπιπλα…

Όλα τα πράματα ήταν με το δελτίο! Όσοι νοματαίοι στ’ φαμίλια, τόσα δράμια σο’ ’δωνε ο μπακάλης! Ούτε ολόκληρη οκά δεν ηύρισκες! Ό,τι περίσσευε απ’ τ’ς Γερμανούς, τό ’διναν στ’ Νομαρχία κι η Νομαρχία τό ’δινε στα μπακάλικα. Πήγαινε ο πατέρας μ’, που ‘ταν μπακάλης, στ’ Νομαρχία Ιωαννίνων μ’ ένα κάρο και φόρτωνε λίγα πράματα για να τα φέρει στο μπακάλικο να τα μοιράσει με το δελτίο. Στα Γιάννενα προπολεμικά και στ’ν Κατοχή είχαν 4-5 μπακάλικα, έπρεπε να ‘ναι πλούσιοι οι μπακάληδες, για να φέρουν πολύ εμπόρευμα, για μία χρονιά. Πήγαιναν στ’ν Πρέβεζα και φόρτωναν εμπόρευμα με τη χαμάλα, μεγάλο κάρο με 4 άλογα.

Καπνό πού να βρεις… Τα εργοστάσια είχαν κλείσει. Τι να κάνουν αυτοί π’ κάπνιζαν; Καπνό ποιος να φυτέψει; Ήταν είδος πολυτελείας, για τα καλά τα χρόνια! Τότε με τον Πόλεμο στα χωράφια έσπερναν μόνο για ψωμί: καλαμπόκι και σιτάρι. Έτρωγαν και βρίζα (σίκαλη). Προπολεμικά βρίζα και κριθάρι τά ’χαν για τ’ άλογα.

Τι να έκαναν οι θεριακλήδες; Άμα ηύρισκαν κάνα χωριάτη που ‘χε καπνοχώραφα, αγόραζαν ξεραμένα φύλλα, μάτσα. Τσιγαρόχαρτο; Στ’ μαύρη αγορά! Άμα είχε λίρες, ηύρισκες απ’ όλα! Κρυφά, αλλά ηύρισκες! Από στόμα σε στόμα μάθαινες. Αντί για τσιγαρόχαρτα έβαναν και φύλλα από παλιά βιβλία! Τά ‘χαν πελεκήσει!

Θ’μάμαι ο πατέρας μ’, επειδή κάπνιζε, αγόραζε τέτοιο καπνό και τά ‘κοβε μοναχός τ’ με το μαχαίρι. Αλλά μας είχε μάθει κι εμάς τα παιδιά να στρίβουμε τσιγάρα. Εγώ τότε με τον πόλεμο τ’ ’40 θ’μάμαι πο’ ’στριβα τσιγάρα, δεν ήμαν ούτε 10 χρονών. Ε, τι να στρίψω… Θέλει μαστοριά για να στρίψεις καλά το τσιγάρο…

Στ’ς αντάρτες έδιναν λίγο καπνό, για να φκιάνουν κάνα τσιγάρο. Τότε έκαναν θραύση κι οι πίπες, τα τσιμπούκια, γιατί δεν ήθελες τσιγαρόχαρτο».

 

Μποκοτίνα, ο κακής ποιότητας καπνός


«Αχ, η έρμη η φτώχεια, κυρ-Βασίλη μ’… Ξέρ’ς τι φτώχεια πέρασε εδώ απ’ τον τόπο μας… Οι γερόντοι καπίν’ζαν μποκοτίνες, παλιομποκοτίνες, τα παλιοκαπνά (κάκιστης ποιότητας καπνός).

Αλλά καπίν’ζαν κι ό,τι ηύρισκαν μπροστά τ’ς! Μαναχά (αρκεί) να βγάνει καπνό! Μεντζούνες (ο θάμνος που λέγεται λαβδανιά) τ’ς ήλιαζαν και τ’ς έτριβαν. Κι αλίσφακο (φασκόμηλο) έτριβαν αντίς για καπνό. Και ξέρ’ς, τ’ αλίσφακο δε φ’τρώνει όπ’θε να ’ναι… Στα στεφάνια (γκρεμούς) φ’τρώνει. Μέχρι και πλατανόφ’λλα έβαναν αντίς για καπνό. Αρκεί πο’ ’βγανε καπνό, τάχα ότι κάτι έκαναν…

Τσιγάρες κανονικές πού θα νά ’βρισκαν; Ήταν άξιοι (είχαν τη δυνατότητα) ν’ αγοράσουν πακέτο; Και πού θα ηύρισκαν τσιγάρα; Στα χωριά μας δεν πούλαγαν τσιγάρα έτοιμα. Στ’ν Άρτα πούλαγαν τσιγάρα. Κι ήταν είδος πολυτελείας τα τσιγάρα! Να έχει ο άλλος πακέτο με τσιγάρα και να τον ιδείς; Α, θα έλεγαν ότι είναι παραλής (πλούσιος)»!

 

Οι κλέφτες παραμόνευαν…


«Τα παλιά παλιά τα χρόνια, δεν είχε ο κόσμος λεπτά ν’ αγοράσει τσιγάρα.

Τι να έκανε ο κόσμος. Έβανε (φύτευε) καπνό για να ’χει, να φκιάνει τσιγάρες.

Θ’μάμαι κάποτε ένας γείτονας είχε βάλει καπνό, του ’χε φράξει καλά, είχε βάλει και γιδοφούσκι, θέριεψαν τα καπνά. Αλλά τά ’γλεπαν πολλοί, π’ πέραγαν απ’ το δρόμο. Και κάποιοι ένα βράδυ μπήκαν και τ’ τό ’κλεψαν.

Επειδή είχε κλειδωμένη τ’ν καλύβα, μπήκαν απ’ το καλκάνι μέσα (από το τριγωνικό, στενό, πάνω μέρος της σκεπής). Φαίνεται κάποιος ανέφ’κε ψ’λά στον άλλο, για να φτάσουν στο καλκάνι.

Μέσα στ’ν καλύβα είχε τριγιάντα αρμάθες καπνό. Ο ένας φαίνεται απήδ’σε μέσα κι ο άλλος απόξω μάζωνε τ’ς αρμάθες με τον καπνό.

Εμείς έτσι το εξήγησαμαν αυτό, αφού ήξεραμαν τον τόπο. Πώς αλλιώς θα έκαναν για να μπουν μέσα;

Ήρθε αυτός ο έρμος πρωί πρωί στο σπίτι μας σκούζοντα (κλαίγοντας). Και λέει… έτσι κι έτσι… Ήξερε ότι εμείς δεν τό ’κλεψαμαν, γιατί δεν καπίν’ζαμαν.

Αυτός έβαλε με νου του κάποιον (υποπτεύθηκε), αλλά δε μπόρ’γε να πει και κ’βέντα, αφού δεν είχε ιδεί κάναν να κλέβει».

 

Φυτικά εντομοαπωθητικά


Ο καπνός όμως είχε και μια άλλη χρήση, αυτή του φυσικού απωθητικού εντόμων. Η καλοσυνάτη αφηγήτρια εξηγεί:

«Καλούτσικα είμαι, Βασίλη μ’, αφού έρθομαι γύρα, συμμαζώνω τ’ς δ’λειές μ’. Ε, με πονούν τα ποδάρια, δε μπορώ να πάρω δρόμο (περπατήσω), αλλά πάλι καλά να λέω…

Οι κοπέλες είχαν γιούκο (απολύτως τετραγωνισμένη στοίβα) με τα προικιά.

Έβαναν φύλλα από καπνό ανάμεσα στα χοντροσκούτια, στ’ς φλοκιαστές, στ’ς βελέντζες... Για να μυρίζουν τα ρούχα και να μη φ’νικώνονται (να προστατεύονται από ένα έντομο που λέγεται φινίκι).

Άμα δεν είχαν καπνό, έβαναν ξερό βασιλικό, και για να μοσκοβολάν’ και για το φ’νίκι.

Ούτε το καπνό ούτε το βασιλικό δεν τ’ άλλαζαν, τ’ άφ’ναν ανάμεσα απ’ τα χοντροσκούτια μέχρι να παντρευτεί η κοπέλα.

Αυτά τα πραχτικά έβαναμαν εμείς, γιατί η ναφθαλίνη μυρίζει… εδώ και πέρα!».

 

«Για τα μούτρα ζηούμε…»


Ρωτάω ορεσίβια Ηπειρώτισσα αν κάπνιζαν οι παλιές γυναίκες. Η απάντησή της κατηγορηματική:

«Όχι! Δεν καπίν’ζαν οι γ’ναίκες τα παλιά τα χρόνια! Στο βίο τον θ’κό μας δεν αγρίκ’σα (είδα) εγώ γ’ναίκες να καπνίζουν. Τού ’χαν σε κακό αυτό το πράμα! Γ’ναίκα δεν κόταγε να καπνίσει μπροστά στον άντρα!

Άμα καπίνιζε κανιά γ’ναίκα κρυφά απ’ τ’ς άντρες, τ’ γέλαγαν οι άλλες οι γ’ναίκες! Δεν είχε μούτρα να ξεκαμπίσει (εμφανιστεί). Για τα μούτρα ζηούμε, Βασίλη μ’, να τα ’χουμε καθαρά, να καλημερίσουμε τον κάθε έναν. Άμα δεν έχ’ς μούτρα, πώς να τον καλημερίσεις; Τρυπωτά θα πααίν’ς, ντροπιαστά. Πρέπει να τά ‘χ’ς καθαρά τα μούτρα, να διαβείς στ’ στράτα, να ανταμώ’εις κάναν άνθρωπο, και να τ’ κρίν’ς (μιλήσεις) όμορφα και καλά, να μην είσαι ντροπιασμένη.

Κι απέ τώρα δεν υπολογίζουν τίποτα οι γ’ναίκες, Βασίλη μ’… Ό,τι τ’ς σκάει κάνουν! Δεν υπολογίζουν ούτε άντρα, ούτε αδέρφια, ούτε πατέρα, ούτε τίποτα ντιπ… Δε γλέπ’ς στις τηλεοράσεις τι γένεται;

Άλλαξαν τα πράματα τώρα… Όλη η φαμ’λιά καπνίζει σήμερα! Όχι μαναχά οι γονέοι, αλλά και τα παιδιά και τ’ αγγόνια τα κούτσικα. Μωρέ, μέχρι και οι βάβες! Δε λογαριάζει καένας τον άλλον!

Και τώρα βήκε κι άλλη μόδα, γλέπω… Αυτό είναι ένα… μηχάνημα (εννοεί συσκευή ατμίσματος)… δεν ξέρω πώς το λέν’… τι δαίμονας είναι… αυτό το τραβάν’ (εισπνέουν) κι αμπουριάζει (γεμίζει καπνό)! Καπνό πολύ, όχι αστεία! Τάχα αυτό το παίρουν για να κόψουν το τσιγάρο, αλλά το ‘χουν ολοένα στο στόμα σαν το… ρωγοβύζι (μπιμπερό)».

 

«Τό ’χαψε ο άντρας μ’…»


Φυσικά πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις, καθώς κάθε εποχή έχει τις επαναστάτριές της. Στην περίπτωση όμως της ακόλουθης αφήγησης η εξαίρεση είναι διπλή: όχι μόνο κάπνιζε η συνομιλήτριά μου, αλλά και η ηλικία της έχει τρία ψηφία…

«Καμίνια γ’ναίκα δεν καπίν’ζε τα παλιά τα χρόνια! Εγώ κάπνιζα απ’ τα 13 μ’ χρόνια! Μόλις ξεσκόλισα, τότε π’ βήκα απ’ το δημοτικό και πήγα στα πρόβατα.

Κάπνιζαν οι άλλοι οι τζιοπαναραίοι. Αλλά εγώ είχα ένα ταλέντο, έκοβα καπνό με το μαχαίρι πο’ ’σφαζαν τα πράματα (γιδοπρόβατα), κανιά γίδα, κάνα κατσίκι, κανιά πρατίνα…

Φύτευαμαν θ’κό μας καπνό. Λίρα (εξαιρετικής ποιότητας)! Το καπνό τό ’κοβα για τ’ αδέρφια μ’, αλλά κράταγα κι εγώ λίγο. Τό ‘κοβα ψ’λό όπως κόβουν με το χαβάνι.

Ήταν και τα ξαδέρφια π’ φύλαγαν τα θ’κά τ’ς τα πράματα κι έκαναμαν παρέα. Μια μέρα κ’βάλαγαν φράματα πο’ ’φραζαμαν τα φραχτήρια. Ρείκια μακριά π’ τά ‘βαναμαν για να φκιάσουμε φραχτήρι (περιφραγμένο χώρο), να κλειούμε τα πρόβατα, τότε π’ τ’ απόκοβαμαν (απογαλακτίζαμε), να τά ’ναι μέσα και να τρών’ χορτάρι.

Έκοβα εγώ καπνό για τ’ αδέρφια μ’ με το μαχαίρι κι έδωνα και στα ξαδέρφια μ’. Κι εκείνη τ’ μέρα π’ κ’βάλαγαμαν τα φράματα μού ’παν “Κάτσε, να σ’ φκιάσουμε ένα τσιγάρο, να καπνί’εις κι εσύ, να ιδείς πώς είναι…”.

Κάπνισα κι εγώ και μου ’ρθε σκοτούρα (ζαλάδα), δε μπόρ’γα να σηκωθώ και τα κ’βάλησαν τα παιδιά τα φράματα.

Ρώτ’σε ο πατέρας μ’, “πού είναι η Σοφούλα;”. “Δένει τα δέματα, να τα κ’βαλήσουμε εμείς” (απάντησαν τα ξαδέρφια). Είπαν ψέματα, γιατί εγώ δε μπόρ’γα (μπορούσα) να σηκωθώ από καταή.

Αλλά μ’ άρεσε το τσιγάρο. Αρχίν’σα να καπνίζω. Με ροκόφυλλα τύλιγαμαν τον καπνό. Διαλέγαμαν τα μαλακά τα φύλλα απ’ τ’ς ρόκες, τα κόβαμαν κρυφά απ’ το σπίτι (γονείς) και τά ‘χαμαν έτοιμα όταν πάαιναμαν να φ’λάξουμε τα πρόβατα. Γιατί εκεί δεν είχαμαν ψαλίδι! Πού να βρεις ψαλίδι πέρα στ’ς λάκκες;

Εγώ στα πρόβατα κάπνιζα, κρυφά, δε μ’ ήγλεπε κανένας. Κι όταν παντρεύ’κα, κάπνιζα κρυφά απ’ τον άντρα μ’, δε με καταλάβαινε, γιατί κάπνιζε κι αυτός, δε μπόρ’γε να μυρίσει.

Κάποτε ήρθε ένας ξάδερφος μ’ στο σπίτι και κάπνιζε. Είχα μ’κρό το παιδί μ’. Μο’ ’δωκε κι εμένα τσιγάρο και κάπνιζαμαν παρέα, αλλά δε μο ‘κοψε να πω τίποτα τ’ παιδιού, να μην πει τ’ άντρα μ’!

Σε λίγες μέρες ήρθε ο άντρας μ’. Ήταν φαντάρος κι ήρθε με άδεια. Έφκιασα καφέ. Κι είπε το παιδί μ’, “Δώσε και τ’ς μάνα τσιγάρο, κάπνιζε με το θείο το Μήτσιο!”. “Τιι!! Κάπνιζες;!!”, είπε ο άντρας μ’. “Όχι μωρέ, δεν κατάλαβε το παιδί… Με πόναε το δόντι μ’ κι άναψα ένα τσιγάρο, βάσταγα καπνό για να μ’ περάσει ο πόνος!”. Το ‘χαψε ο άντρας μ’…

Σε χρόνια με κατάλαβε ότι κάπνιζα. Θ’μάμαι στ’ν αρχή πούλαγαν χύμα τσιγάρα στα περίπτερα, ανάλογα πόσα λεπτά είχες. Κοντά (αργότερα) βήκαν και τα πακέτα τα τσιγάρα και παίρναμαν».

**

Ταμπάκος στη μύτη, τσιαραντάνες, χαβάνι… Όλα αυτά διαλύθηκαν σαν καπνός, ή ζουν μόνο στις αναμνήσεις των ηλικιωμένων. Βέβαια, μπορεί να αλλάζει με κατακλυσμιαίους ρυθμούς η ζωή μας, όμως η εξάρτηση από το τσιγάρο παραμένει ακατασίγαστη, μάλιστα πλέον υπάρχει τεράστια γκάμα επιλογών… Τσιγάρα μικρά χωρίς πίσσα, πουράκια με άρωμα βανίλιας, μέντας και καραμέλας κι ένα σωρό άλλα ευφάνταστα καπνικά προϊόντα. Από το πριονίδι μέχρι τη συσκευή ατμίσματος… δυο ηλεκτρονικά τσιγάρα δρόμος!

*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, κλασικός φιλόλογος, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια).

Email: [email protected]

LinkedIn: Vasilis Malisiovas

Πηγή: maxitisartas.gr

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.