ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

72ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ: Τι θ’ απογίνουμε δίχως Ιζαμπέλ

Στο άκουσμα και μόνον της φωνής της, ο έρωτας αφυπνίζεται θριαμβευτής, γλιστράει κάτω από την σάρκα του, τον κατακλύζει. Τον Σαρλ Αζναβούρ, εννοείται. Σαν την Χιροσίμα, «Isabelle, mon amour». Οι στίχοι της μεγαλύτερης, ίσως, επιτυχίας του Γαλλοαρμένιου τραγουδιστή επανέρχονται θαρρείς σαν σχήμα απουσίας στην ατμόσφαιρα της Μπερλινάλε. Μια Ιζαμπέλ (Ατζανί) έλαμψε δια της απουσίας της στην έναρξη της φετινής διοργάνωσης («Peter von Kant»). Μια Ιζαμπέλ (Ιπέρ) επίσης θ’ απουσιάσει αύριο, ενώ επρόκειτο να τιμηθεί με μιαν Χρυσή Άρκτο καριέρας, μαζί με τους νικητές του διαγωνιστικού προγράμματος. Ποιος θα την παραλάβει; Οι ταχυμεταφορές να’ ναι καλά. Το κόστος, όμως, για το κύρος του φεστιβάλ δεν είναι αμελητέο, ακόμα κι αν η πανδημία ευθύνεται και για τις δύο περιπτώσεις. Ας προσπαθεί να δικαιολογήσει τα’ αδικαιολόγητα, εκφράζοντας την απογοήτευσή του, ο καλλιτεχνικός διευθυντής Κάρλο Τσατριάν. Το πραγματικό ζήτημα δεν είναι η «προδοσία» των Γαλλίδων πρωταγωνιστριών που βρέθηκαν θετικές, ούτε ο ακήρυκτος πόλεμος των Καννών κι η όξυνση του ανταγωνισμού των διεθνών φεστιβάλ εν μέσω γενικευμένης κρίσης.

Μάλλον, αμφισβητείται εκ των πραγμάτων, η πεισματική προσκόλληση στις κουρασμένες συνταγές του παρελθόντος, με υλικά το κόκκινο χαλί, την γκλαμουριά και τους αστέρες, σαν να μην έχει μεσολαβήσει η εμπειρία της πρόσφατης διετίας. Μια Ιζαμπέλ δεν φέρνει την άνοιξη, δυό Ιζαμπέλ δεν φέρνουν την καταστροφή, θα πει κάποιος πικρόχολος. Τις καλύτερες στιγμές της Ιπέρ, πάντως, μπορεί κανείς να τις αναζητήσει στο ειδικό αφιέρωμα προς τιμήν της, από την «Δασκάλα του πιάνου» και την «Τελετή» μέχρι τις «8 γυναίκες» και «Ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Όσο για τον Ζαν-Λικ Γκοντάρ που την καθιέρωσε, δεν είναι βέβαια στα 90 του σε θέση να παραστεί στο φεστιβάλ, το «επισκέπτεται» όμως χάρη στο ντοκιμαντέρ «A VENDREDI, ROBINSON», νερώνοντας το κρασάκι του και αλληλογραφώντας από το σπίτι του στη Γενεύη. Πιο πέρα, στην Ζυρίχη, η Πατρίσια Χάισμιθ αναπολεί το Τέξας, τη νεότητα, τους έρωτές της και τους ήρωές της («Loving Highsmith»). Ο Νικ Κέιβ ετοιμάζεται να γίνει κεραμίστας, καθώς απαγορεύονται οι συναυλίες κι η Μάριον Φέιθφουλ δείχνει καταπονημένη από τον ιό στο μουσικό ντοκιμαντέρ του Άντριου Ντόμινικ «THIS MUCH I KNOW TO BE TRUE». Το μισό Χόλιγουντ δε, παρελαύνει σ’ αποσπάσματα κλασικών επιτυχιών στο «Brainwashed: Sex-Camera-Power», διαπεραστικό σχόλιο της Νίνα Μένκες για το βλέμμα πάνω στο γυμνό και στην γυναικεία ομορφιά. Μεταξύ σοβαρού και αστείου, τελικά, στα τόσα ντοκιμαντέρ συγκεντρώνεται επαρκής δόση διασημοτήτων. Δίχως φυσική παρουσία, πάντως. Επί της οθόνης, αποκλειστικά.

Στην κούρσα του διαγωνιστικού προγράμματος, τρεις τίτλοι κι ισάριθμα αουτσάιντερ. Πρώτο, το «RIMINI», από τον Ούλριχ Ζάιντλ («Import - Export», «Dog days»). Στο άλλοτε ένδοξο θέρετρο της Αδριατικής (και γενέτειρα του Φελίνι), ο βετεράνος Αυστριακός σκηνοθέτης παρακολουθεί τα έργα και τις ημέρες του Ρίκι Μπράβο, ξεπεσμένου τραγουδιστή κι αλκοολικού ζιγκολό. Η αφίσα του Μπεν Χουρ στον τοίχο, φανελάκι κάτω από την γούνα, μπότες λαμέ, δακρύβρεχτα σουξέ μ’ ακροατήριο ώριμες γυναίκες σ’ αίθουσες φτηνών ξενοδοχείων, ανάμεσα στο χιόνι και στην ερημωμένη παραλία. Μικροκλοπές, μικροεκβιασμοί, μικρότητα καθημερινή. Ώσπου ν’ αλλάξει το τοπίο, όχι τόσο με τον ερχομό της άνοιξης, όσο με την απρόσμενη εμφάνιση της κόρης του, χαμένης στο παρελθόν που ζητάει τον λογαριασμό, μαζί κι ο εραστής της κι οι φίλοι του από την Συρία. Από την ενοχή στην προσωπική καταστροφή και στο γκρέμισμα των ψευδαισθήσεων, το σκληρό, ειρωνικό βλέμμα του σκηνοθέτη μετατρέπεται σ’ αξονική τομογραφία της σύγχρονης Ευρώπης.

Δεύτερο, το σπονδυλωτό αφήγημα «The Novelist Film» του συνήθως βραβευμένου εδώ στο Βερολίνο, επίσης βετεράνου Χονγκ Σανγκσου. Οι χαρακτήρες του, σύντομοι και περιεκτικοί, μετακινούνται από την Σεούλ στην επαρχία, έτσι ώστε να συναντήσουν μέσα από τους άλλους τον κρυμμένο τους εαυτό, να ριψοκινδυνεύσουν έναν πρόχειρο απολογισμό της προηγούμενης ζωής του και, κυρίως, να εκτιμήσουν δίχως παρωπίδες την κρίσιμη σημασία του να παραμείνεις γνήσιος και φιλαλήθης σ’ ένα σύμπαν κίβδηλο κι επίπλαστο σαν αυτό του κινηματογράφου. Ζωή κι αναπαράσταση, ουσία και ψέμα, ο εκπρόσωπος της Νότιας Κορέας σταθερά σε καλή φόρμα. Τρίτος τίτλος υποψήφιος για κάποια διάκριση, το πολιτικό-υπαρξιακό δράμα εποχής «ΝΑΝΑ». Στα ίχνη του Γουόν Καρ-Γουάι, η νεαρή αποκάλυψη Καμίλα Αντίνι υιοθετεί τον ποιητικό ρεαλισμό για να διηγηθεί την περιπέτεια μιας όμορφης γυναίκας που χάνει τα πάντα στο πραξικόπημα του 1960 στην Ινδονησία, παντρεύεται για δεύτερη φορά, αλλά οι άνεμοι του παρελθόντος δεν αφήνουν σ’ ησυχία το παρόν.

Αν ένας βετεράνος κάνει αξιοσημείωτη την παρουσία του φέτος εδώ, αν και εκτός συναγωνισμού, είναι ο Ντάριο Αρζέντο. Συμπληρώνοντας τα 90, ο Ιταλός μαιτρ του τρόμου, επανέρχεται με τα «Μαύρα γυαλιά», θρίλερ με ήρωα έναν δολοφόνο επαγγελματιών του σεξ, την Ιλένα Παστορέλι στον ρόλο της πόρνης και την 45άρα, πλέον, Άζια Αρζέντο να διατηρεί κέντρο αποκατάστασης τυφλών. Σπλάτερ, ερωτισμός, πολιτικές νύξεις, με φόντο την Ρώμη του καλοκαιριού. Συνοδός της πρεμιέρας, εννοείται, η Άζια. Ροκ ντύσιμο, ξανθιά μαλλιά. Αλλ’ όχι, δεν είναι Ιζαμπέλ.

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.