ΕΛΛΑΔΑ

Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*

Σχολικές τιμωρίες του… παλιού κακού καιρού!

Συζητήσεις με παλιούς συμφοιτητές που διδάσκουν σε γυμνάσια και λύκεια της χώρας. Πολλά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, με κύριο τη συμπεριφορά των παιδιών. «Είναι άγνωστη λέξη η πειθαρχία για τα παιδιά… Πολύ περισσότερο αφού μιλάμε για λύκειο. Δυστυχώς, αυτό το κακό ξεκινάει απ’ το σπίτι, οπότε συνεχίζεται αναπόφευκτα και στο σχολείο. Όταν το παιδί δεν έχει ακούσει ποτέ το “μη” και το “όχι”, πώς είναι δυνατόν να είναι πειθαρχημένο μέσα στην τάξη; Δείχνουμε κατανόηση λόγω της εφηβικής ηλικίας, τα αγαπάμε και τα σεβόμαστε, όμως τα σημερινά παιδιά έχουν ξεφύγει τελείως! Από εκεί που εμείς τρέμαμε τον δάσκαλο, σήμερα έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι… Φοβόμαστε εμείς τα παιδιά! Πολλοί εκπαιδευτικοί παίρνουν ηρεμιστικά για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση… Τυχεροί αυτοί που έχουν ήδη βγει στη σύνταξη…». «Νομίζω ότι αυτή η ασυδοσία των μαθητών οφείλεται στα παιδικά τραύματα των γονιών τους… Σήμερα οι γονείς είναι χειρότεροι κι απ’ τα παιδιά! Όχι απλώς δεν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε την παραμικρή παρατήρηση στους μαθητές, αλλά πολλές φορές αναγκαζόμαστε να απολογηθούμε για πράγματα που δεν μπορούμε καν να φανταστούμε. Πριν από λίγο καιρό, ήρθε μια μητέρα και μου έκανε αυστηρή παρατήρηση γιατί… αγριοκοίταξα τον γιο της. Σε συνάδελφο έκαναν κατευθείαν έγγραφη αναφορά στο Υπουργείο Παιδείας για παρόμοιο θέμα, χωρίς προηγουμένως να συναντηθούν και να συζητήσουν μαζί του ή έστω με τη διευθύντρια του γυμνασίου…».

Εκφοβισμός των εκπαιδευτικών απ’ τα παιδιά; Πριν από όχι και πάρα πολλά χρόνια, όμως, συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο…

6Χ9 = Άνοιξε τα χέρια σου!

Η ταινία «Το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο» στα μεν σημερινά παιδιά προκαλεί γέλιο, στους περισσότερους από εμάς τους μεγαλύτερους όμως ξυπνάει μνήμες διόλου ευχάριστες…

Ακόμη θυμάμαι σαν να ήταν χθες όταν, μαθητής της τρίτης δημοτικού στο χωριό μου, έπρεπε να μάθουμε μια και καλή όλη την προπαίδεια. Τη μια μέρα τη δίδασκε ο δάσκαλος και την άλλη έπρεπε να τη μάθεις νεράκι! Το παραμικρό λάθος σήμαινε πόνο…

Τη μέρα λοιπόν που θα μας εξέταζε ο δάσκαλος, όλοι στην τάξη μου είχαμε τεράστιο άγχος. Μας σηκώνει στον πίνακα.

Ρωτάει όλους τους συμμαθητές μου με τη σειρά. Το ζητούμενο ήταν να βρούμε πόσο κάνει έξι επί εννιά. Έδωσαν λάθος απαντήσεις και ένιωσαν στις παλάμες τους την τιμωρία με τη βέργα. Εμένα ο δάσκαλος με είχε αφήσει στο τέλος, επειδή θεώρησε ότι σίγουρα το ξέρω, μιας και –χωρίς να περιαυτολογώ– ήμουν καλός μαθητής.

«Βασιλάκη, πες μας πόσο κάνει έξι επί εννιά…», είπε με χαλαρότητα.

Βλέποντας τους συμμαθητές μου να έχουν ήδη φάει ξύλο, τα χάνω…

«Πενήντα δύο…», είπα φοβισμένα, μιας και ήταν αδύνατον να μάθω σε μια μέρα όλη την προπαίδεια.

«Πόσο;!!», γρύλλισε ο δάσκαλος. Τα μάτια του άστραψαν από θυμό.

-Πενήντα δύο… Επανέλαβα με ξεψυχισμένη φωνή, μιας και κατάλαβα ότι ήταν λανθασμένη η απάντησή μου.

-Άνοιξε τα χέρια σου!

Γεννήθηκα το 1970, όμως θυμάμαι σαν να ήταν χθες τόσο το σκοτεινό βλέμμα του δασκάλου, όσο και τις δυο ξυλιές με τη βέργα που έφαγα στα χέρια μου εκείνη τη μέρα.

Ήταν η μία και μοναδική φορά που έφαγα ξύλο στο σχολείο, όμως πληγώθηκα γιατί αισθανόμουν το αίσθημα αδικίας να με πνίγει.

Βέβαια, ήμουν από τους τυχερούς, αφού πολλοί συμμαθητές μου, όπως και χιλιάδες παιδιά σε χωριά όλης της Ελλάδας, έπεφταν θύματα σωματικής και ψυχολογικής βίας (με θύτες τους δασκάλους), επειδή «δεν τα έπαιρναν τα γράμματα…».

Θυμάμαι για παράδειγμα φτωχά και ταλαιπωρημένα παιδιά που έρχονταν περπατώντας από γειτονικούς συνοικισμούς στο σχολείο μας, στη Μαρκινιάδα Άρτας. Με καταρρακτώδη βροχή και τσουχτερό κρύο ή και με εξουθενωτική ζέστη, φεύγοντας πολλές φορές νηστικά απ’ το σπίτι απ’ τ’ άγρια χαράματα, έπρεπε να διανύσουν χιλιόμετρα με τα πόδια για να έρθουν στο σχολείο, όπου ο Κέρβερος δάσκαλος τα ξυλοκοπούσε επειδή δεν ήταν καλοί μαθητές!

Επειδή το δημοτικό σχολείο του χωριού μου ήταν μονοθέσιο (ένας δάσκαλος, μία ενιαία αίθουσα, έξι τάξεις), ήταν φυσικό να βλέπουμε κάθε μέρα αρκετούς συμμαθητές και φίλους μας να τρώνε ξύλο μπροστά μας, μια βία με την οποία έπρεπε να εξοικειωθούμε… Θυμάμαι πολύ έντονα μια φορά που ο δάσκαλος ζήτησε αιφνιδιαστικά απ’ τους μαθητές της έκτης δημοτικού να σηκωθούν στον πίνακα και τους ζήτησε να γράψουν τη λέξη «Εύβοια». Έβοια, Εύοια, Έβια… Όσοι οι εξεταζόμενοι, τόσες και οι ξυλιές, ή μάλλον επί 2 τουλάχιστον, μία σε κάθε παλάμη.

«Πρόεδρε, σώσε με!»

Είχα λάβει μια τοπική εφημερίδα ενός πολιτιστικού συλλόγου της Ηπείρου πριν από χρόνια. Καθώς την ξεφύλλιζα, σταμάτησα στον επικήδειο που είχε εκφωνήσει ο γιος ενός δασκάλου, για να τιμήσει τον εκλιπόντα πατέρα του. Εύλογη η οδύνη του, όπως επίσης και ο θαυμασμός για τον γονιό του, ότι ήταν άριστος παιδαγωγός, ότι χιλιάδες μαθητές είχαν μάθει γράμματα απ’ αυτόν…

Το όνομα όμως του νεκρού δασκάλου κάτι μού θύμιζε… Και δεν έκανα λάθος! Ήταν αυτός που είχε προκαλέσει βαρύτατο τραυματισμό μιας μικρής μαθήτριας του δημοτικού, μάλιστα το τότε θύμα είναι σήμερα 67 ετών. Ένας μαθητής της εποχής αφηγείται:

«Ο δάσκαλος αυτός μάς έδερνε πολύ! Ξύλο να ιδούν τα μάτια σου! Σα να βάρ’γε το φίδι!

Στ’ Δευτέρα δημοτικού πάαινε αυτήνη η κοπελούλα. Κάτι δεν ήξερε το μάθημα…

Απ’ τα νεύρα του ξέρ’ς τι έκαμε ο δάσκαλος; Τ’ σήκωσε απ’ τα μαλλιά και τ’ν απόλυσε (άφησε)! Κι όπως έπεσε το κορ’τσάκι, βάρεσε στ’ν άκρη απ’ το θρανίο! Έσπασαν τα δόντια τ’ς, κόπ’καν τ’ αχείλια τ’ς! Πλύμμωσε (πλημμύρισε) στο αίμα! Σκουσμό… Κακό… Λαχτάρ’σαμαν εμείς!».

Τι έγινε στη συνέχεια; Αφήγηση από τον αείμνηστο κοινοτάρχη του χωριού:

«Το γραφείο τ’ς κοινότητας τού ’ναι σιμά στο σχολειό. Εκείνη τ’ μέρα ήμαν με το γραμματικό (γραμματέα), κάτι δ’λειά είχαμαν.

Κι εκεί π’ κάθομασταν, πετιόται όξω απ’ το σχολειό ο δάσκαλος και ρέκαζε (ούρλιαζε):

-Πρόεδρε, σώσε με!

-Τι έπαθες, μωρέ;

-Σκότωσα μία κοπέλα!

Αυτός είειδε τα αίματα κι είπε ότι θα πεθάνει η κοπελούλα!

Πααίνω μέσα στο σχολειό… Να μην τού ’γλεπες το κορ’τσάκι! Δε φαίνονταν απ’ τα αίματα!

Ηύραμαν έναν που ’χε αγροτικό, πήρε το κορίτσι και πάει κι ο δάσκαλος μαζί. Πήγαν στο νοσοκομείο στ’ν Άρτα και γλίτωσε το κοπελάκι.

Αλλά αυτόν τον δάσκαλο δεν τον πείραξε κανένας… Ούτε μήνυση, τίποτα!».

Ξύλο μέχρι σκοτωμού!

Μπορεί το προηγούμενο γεγονός να είναι αποτρόπαιο, υπήρχαν όμως και ακόμη πιο ακραίες περιπτώσεις, όπου ο δάσκαλος κυριολεκτικά σκότωνε στο ξύλο τους μαθητές του:

«Μολογιόται απ’ τα παλιά τα χρόνια… Κι ο δάσκαλος και το παιδί… τ’ς είναι μια χούφτα χώμα!

Τότε ό,τι τον ηύρισκε τον άνθρωπο! Δεν κάθονταν ο άλλος να κυνηγήσει το δάσκαλο με δικηγόρ’ς όπως γένεται σήμερα…

Π’ λες, κυρ-Βασίλη, προπολεμικά σ’ ένα κεφαλοχώρι ήταν μια γ’ναίκα φτωχούλα κι είχε φαμιλιά μεγάλη. Ο άντρας τ’ς είχε σκοτωθεί στον πόλεμο. Στ’ βαλκανικούς πολέμους; Στ’ Μικρασία; Όποιος πόλεμος και να ’ταν… Νια φορά (πάντως) ο άντρας σκοτώθ’κε κι άφ’κε τ’ γυναίκα χήρα με μικροφαμιλιά. Ε, έπαιρνε μια συνταξούλα αυτήνη η έρμη η γ’ναίκα.

Το ένα απ’ αυτά τα παιδιά ζηει μέχρι σήμερα, τ’ αδέρφια του δε ζηουν. Ε, κι αυτός γέροντας είναι τώρα… Εμ, τι θα να ’ναι…

Τα παιδάκια αυτά τα ορφανά πάαιναν στο σχολειό. Κι ένα απ’ αυτά τα κακότυκα το βάρεσε ο δάσκαλος στο κεφάλι. Το ’ρ’ξε γρουμπανιές (του έριξε γροθιές) στο κεφάλι και πέθανε το παιδί! Δεν έμ’νε στον τόπο, αλλά απ’ το βάρεμα στο κεφάλι πέθανε σε κανα-δυο μέρες. Γιατροί δεν ήταν τότε, πάει το παιδάκι, πέθανε…

Αλλά τότε ποιος θα κυνήγαγε το δάσκαλο…

Εγώ προπολεμικά πήγα στο δημοτικό, είμαι γινωμένος το τριγιάντα (γεννήθηκα το 1930)!

Μας βάρ’γαν στο κεφάλι οι δασκάλοι! Με τα χέρια έρ’χναν μπάτσες! Ο κατακέφαλος ήταν το… πρόχειρο! Άμα δεν είχε λούρα εύκαιρη!

Ή να σε βαρεί με το χάρακα στο κεφάλι! Τι είναι το κεφάλι απ’ το παιδάκι; Προζύμι είναι!

Οι δασκάλοι μάς έστελναν εμάς τα παιδούρια να κόβουμε λούρες κρανίσιες (βέργες από κρανιά) και κοντά… μας σκότωναν στο ξύλο με τ’ς ίδιες αυτές τ’ς λούρες!

Βάρ’γαν αλύπητα! Στο κεφάλι και στα χέρια βάρ’γαν, αλλά και στα ποδάρια… Και να ’ναι τα χέρια παγωμένα απ’ το κρύο το χειμώνα, να μην τα ορίζεις (νιώθεις)…

Μαναχά για το μάθημα ήταν το ξύλο! Γιατί τότε τα παιδιά δεν ήταν ζόρ’κα (απείθαρχα) όπως είναι σήμερα, π’ δε μπαίνουν σε στράτα…

Ή άμα δεν ήξερες τ’ν ορθογραφία… Εγώ για μία περισπωμένη έφαγα έναν κατακέφαλο π’ τον θ’μάμαι και τώρα που ’μαι γέροντας!

Τότε έπρεπε να ξέρ’ς και τ’ν ορθογραφία, έπρεπε να ξέρ’ς και τι να βάλ’ς στ’ν κάθε λέξη (ίσχυε το πολυτονικό σύστημα): οξεία, περισπωμένη, ψιλή, δασεία…

Είχαμαν δημοτική και καθαρεύουσα απ’ τ’ν τετάρτη τάξη! Το μ’σό τ’ αναγνωστικό ήταν στ’ δημοτική και το μ’σό στ’ν καθαρεύουσα… Να συνηθάει το παιδί και στ’ν καθαρεύουσα…

Ή σ’ έβγανε ο δάσκαλος στον πίνακα να λύσεις ένα πρόβλημα απ’ τ’ν αριθμητική και δεν ήξερες; Σε περιλάβαινε με τ’ λούρα!

Ή θα σ’ άφ’νε εκεί στον πίνακα μέχρι να το βρεις εκειό π’ θα σε ρώταγε… Έλυγες ένα πρόβλημα και δεν τού ’βρισκες; Θα κάθοσαν εκεί ώρα μέχρι να το βρεις! Θα σ’ τό ’λεγε… άμα πρόκονταν να ν’χτώ’εις! Αλλά θά ’τρωγες και τ’ν τιμωρία!

Οι δασκάλοι τράβαγαν κι απ’ τα τσιαμπαλούκια (μαλλιά)! Τσιαμπά (τσουλούφι) δεν είχε κανένα παιδί, κουρεύονταν γουλί! Λαήνι (πήλινο δοχείο – μετφ. αυτός που δεν έχει μαλλιά) το κεφάλι! Αλλά οι κοπέλες είχαν μακριά μαλλιά και τ’ς τράβαγαν απ’ τα μαλλιά οι δασκάλοι!

Εμάς μας τράβαγαν πολύ απ’ τ’ αυτιά! Ένα παιδί κάποτε το σήκωσε ο δάσκαλος απ’ τ’ αυτιά! Το ’πιασε απ’ τ’ αυτιά και το σήκωσε στον αέρα! Κι αυτό το παιδί, επειδής ήταν αν’χτό το παραθύρι, απετάχ’κε όξω απ’ το παραθύρι! Έφ’γε το παιδί, αλλά δεν πάει στο σπίτι. Κάπου τρύπωσε (κρύφτηκε). Και πήγε στο σχολειό τ’ν ώρα π’ θα τ’ απόλαγε κανονικά ο δάσκαλος. Δεν κόταγε να πάει γληγορότερα στο σπίτι, γιατί θα τον μπειχιρίζονταν (άρχιζε) ο πατέρας του στο ξύλο!

Τα χρειγιάσ’κε ο δάσκαλος… Πήγε στο σπίτι τ’ παιδιού και ηύρε τον πατέρα του! Δεν είχε πάει το παιδί… Κάπου θα ’χε κρυπώσει σε κανιά καλύβα, μέσα στο λόγκο. Ε, χάλεψαν, χάλεψαν (έψαξαν) και κάποια ώρα ξεκάμπ’σε (εμφανίστηκε) το παιδί.

Τ’ς κοπέλες δεν τ’ς τράβαγαν απ’ τ’ αυτιά όπως εμάς, είχαν αλαφρότερη μεταχείριση. Αλλά ξύλο έτρωγαν κι αυτές…

Να ιδείς τι άλλο θ’μήθ’κα… Έκαναμαν μάθημα Φυσική Ιστορία, είχαμαν για το πρόβατο εκείνη τ’ μέρα.

Ρώτ’σε ο δάσκαλος μία κοπέλα να τ’ πει για το πρόβατο, ότι τ’ απάνω το σαγόνι δεν έχει δόντια (εννοεί κοπτήρες – στο πίσω μέρος έχει κανονικά τραπεζίτες).

Κι έλεγε αυτήνη η κοπέλα… “τ’ απάνω το τσιαούλι”, όπως τού ’ξερε απ’ το σπίτι! Δεν ήξερε να πει “σαγόνι”!

Ε, ο δάσκαλος αυτήνη τ’ν κοπέλα τ’ σακάτεψε στο ξύλο, γιατί έλεγε “τσιαούλι” και δεν έλεγε “σαγόνι”. Δε φιλοπροσωπούνταν ο δάσκαλος επειδή ήταν κοπέλα, όχι! Ξύλο έτρωγαν όλα τα παιδιά, σερ’κά, θηλυκά, όλα!

Αν είχες αργήσει λίγο το πρωί, πάλι έτρωγες ξύλο! Και μπορεί να άργηγες στο σχολειό γιατί πέραγες μέσα από ρέματα, περπατώντα… Και ξυπόλυτα! Να μην έχ’ς παπούτσια! Και νηστ’κά σεργιάναγαμαν! Λίμαζαμαν (πεινούσαμε πάρα πολύ) για φαΐ! Ποιος ήταν τσιτωμένος (χορτάτος)… Θεόνηστικα, ξυπόλυτα και ζάρκα (γυμνά) ήταν τότε τα παιδιά! Και σε πολλά παιδιά… περπάταγαν οι ψείρες στο γιακά! Τά ’χω ιδεί με τα μάτια μ’ αυτά! Μαρτύριο σ’ λέω!

Ή άμα δεν ήφερνες ένα ξύλο το πρωί για τ’ σόμπα, θα σ’ έδερνε ο δάσκαλος! Κάθε παιδί έπρεπε να φέρει ένα ξύλο παραμάσκ’λα, για να πυρώνομαστε στ’ σόμπα! Άμα ξαστόχαγες (ξεχνούσες) και δεν ήφερνες ξύλο… σε περιλάβαινε με τ’ λούρα ο δάσκαλος! Άφ’ (άφησε) τη ζωή τ’ θ’κιά μας…

Αλλά και τα σημερ’νά τα παιδιά δεν έχουν σέβαση καμίνια (κανένας σεβασμός) για τ’ς μεγάλους, για τ’ς γερόντους… Τώραϊα, εδώια π’ κάθομαν απ’κάτω απ’ το γιοφύρι και καρτέρ’γα (περίμενα) να έρ’ς (έρθεις), πέρασαν κάτι σχολιαρούδια και δε μο’ ’κριναν ντιπ! (δεν μου μίλησαν καθόλου). Όχι “καλημέρα” δεν είπαν, αλλά να με ρωτήσουν ανθρωπινά αν θέλω τίποτα, αν έπαθα τίποτα. Γλέπουν ένα γέροντα μαναχό του π’ κάθεται και διαβαίνουν…

Ήμασταν αλλιώς μαθημένοι εμείς και τότε που ’μασταν παιδιά και κοντά π’ μεγάλωσαμαν… Είχαμαν έγνοια και για τον άλλον…

Παρόλη τ’ φτώχεια μας, οι γονήδες μας μάς ορμήνευαν να λέμε “καλημέρα” στον κόσμο, να κάνουμε το σταυρό μας προτού φάμε και προτού κοιμηθούμε. Μέχρι να πάει φαντάρος το παιδί μου… υποτάζονταν από μένα! Φόντα (όταν) γύρ’σε από φαντάρος, ήταν άντρας!

Τώρα ποιος θα τα πει αυτά τα πράματα στα παιδιά; Ποιος θα τα ορμ’νέψει (συμβουλέψει); Αλλά και ν’ ακούσουν ορμήνια απ’ τ’ς γονέους κι απ’ τ’ δασκάλους, θα κάμουν το θ’κό τ’ς… Είναι… ασούδουτα τα παιδιά! Δεν παίρουν από ορμήνιες… Σάματι (μήπως) είναι καλύτεροι κι οι μεγάλοι τώρα;».

Χτύπημα με τσουκνίδα!

Βιομάρτυρας καταθέτει μια άγνωστη εν πολλοίς τιμωρία, αλλά και εξιστορεί τους λόγους για τους οποίους πολλά παιδιά δεν μπορούσαν να μάθουν γράμματα…

«Δεν ήταν μαναχά το ξύλο με τ’ λούρα…

Ανάλογα τ’ν αγρεμάρα (νεύρα) που ’χε ο δάσκαλος, μπορεί και με τσουκνίδα να το βάρ’γε το παιδί! Κράταγε τ’ν τσουκνίδα με κάνα πανί… και βάρ’γε το παιδί στα ποδάρια! Φουρδάκλιαζαν τα ποδάρια! Γιατί τότε πολλά παιδιά φόραγαν κοντά παντελόνια… και το χειμώνα! Ό,τι είχαν, φόραγαν! Ό,τι έφκιαναν μαναχοί τ’ς, φόραγαν μπροστά απ’ το ’40.

Μας έβανε και στο κ’τσό ο δάσκαλος! Τιμωρία! Να στέκεσαι στο ένα το ποδάρι και να μην το πατάς καταή! Μπορεί και δέκα λεπτά, μπορεί κι ένα τέταρτο να ήταν το κ’τσό… αναλόγως τ’ν ευκαιρία που ’χε ο δάσκαλος!

Στ’ν τιμωρία π’ μας έβανε στο κ’τσό, μπορεί να ήταν και δυο μαθηταί μαζί.

Νόμος κι αυτός… Κόταγες τότε να κρίν’ς (κρίνεις: μιλήσεις) στο δάσκαλο; Το χωριό το διοικούσαν ο αστυνόμος, ο δάσκαλος κι ο παπάς! Επειδή ήταν γραμματ’ζούμενοι… Τι γράμματα… Δυο κλίτσες γράμματα ήξεραν, αλλά έκαναν κουμάντο στο κάθε χωριό… Ε, πρακτικά πράγματα…

Αλλά και στο σπίτι να πάαινες, πού να βρεις δίκιο! Θα σ’ έζωνε (έδερνε) κι ο πατέρας σου! Πολλοί γονέοι έλεγαν στο δάσκαλο:

-Ζόρ’σ’ το το παιδί, να μάθει γράμματα!

Κι ο δάσκαλος… άλλο π’ δεν ήθελε! Το τέντωνε στο ξύλο το παιδί! Τ’ άργαζε το τομάρι (όπως ο βυρσοδέψης που επεξεργαζόταν τα δέρματα ζώων)!

Και πώς να μάθ’ς γράμματα… Αφού όταν μας απόλαγε ο δάσκαλος, εμείς έπαιρναμαν ένα κομματσιούλι στα δόντια (τρώγαμε ένα ξεροκόμματο) και πάαιναμαν στ’ς δ’λειές, να βοσκήσουμε τα πράματα (γιδοπρόβατα) όσο να γείρει (δύσει) ο ήλιος.

Και το βράδυ πού να διαβά’εις… Εμείς δεν είχαμαν ούτε λυχνάρι για φέξη, μαναχά τα ξύλα απ’ το τζιάκι ό,τι έφεγγαν μες στο σπίτι…

Όλη τ’ βδομάδα μάθημα, και το Σαββάτο. Και τ’ν Κυριακή στ’ν εκκλησιά υποχρεωτικά!».

Ξύλο και φτύσιμο απ’ τους συμμαθητές!

Την αλληλοδιδακτική μέθοδο τη γνωρίζουν οι εκπαιδευτικοί, αλλά και οι ηλικιωμένοι αναγνώστες: Τα μεγαλύτερα παιδιά του μονοθέσιου σχολείου βοηθούσαν τους μικρότερους συμμαθητές τους στα μαθήματά τους.

Υπήρχε όμως και η… αλληλοδαρτική μέθοδος, δηλαδή ένα πραγματικά σατανικό σχέδιο σωφρονισμού (υποτίθεται) των παιδιών, τα οποία ξυλοκοπούνταν από συμμαθητές τους!

Πώς γινόταν αυτό; Ο μαθητής που δεν ήξερε το μάθημα ή ήταν άτακτος καλούνταν από τον βασανιστή δάσκαλο να γυρίσει την πλάτη και να κοιτάζει προς τον τοίχο. Τότε ένας απ’ τους συμμαθητές του έπαιρνε τον χάρακα και χτυπούσε τον τιμωρούμενο μαθητή! Αυτή η εξοικείωση με τη φρίκη (παιδιά να χτυπούν άλλα παιδιά με προτροπή… παιδαγωγού!) άφησε ανεξίτηλα τραύματα στις παιδικές ψυχές.

Aείμνηστη πληροφορήτρια μού έλεγε ότι θυμόταν σαν να ήταν χθες αυτή την επώδυνη εμπειρία από τα μαθητικά της χρόνια (γεννήθηκε το 1925, το 1932 πήγε στην Α΄ τάξη στο Καπλάνειο Σχολείο των Ιωαννίνων).

Παρόμοια φριχτή εμπειρία είχαν οι κόρες συνομιλήτριάς μου, επίσης από τα Γιάννενα:

«Ήρθαν μια μέρα οι τσιούπρες μου (κόρες) και μου ’παν τι γίν’κε στο σχολείο…

-Έλα να σ’ πούμε τι έκανε σήμερα… η δασκάλα!

Ήταν πρώτη δημοτικού η τσιούπρα μ’. Εγώ τ’ς είχα πει και στ’ς δυο τ’ς κόρες μ’ να μη φτυουν ποτέ άλλα παιδιά, γιατί δείχνει περιφρόνια… Είναι κακό πράμα αυτό!

Ήταν ένα κοριτσάκι π’ δεν ήξερε το μάθημα. Σιγά το μάθημα! Πρώτη δημοτικού ήταν το παιδάκι αυτό, στ’ν ίδια τάξη με τ’ν κόρη μου.

Τι έκαμε λοιπόν η δασκάλα; Έβαλε το κοριτσάκι κι είπε στ’ άλλα τα παιδιά να περνάν’ και να το φτυουν!

Σκιάχ’καν (σκιάχτηκαν: τρόμαξαν) τα παιδιά! Να περνάν’ με τ’ν αράδα μπροστά απ’ το κοριτσάκι και να το φτυουν!

Σκέψου αυτό το παιδάκι τι να έχει μάσει μέσα του… Μέχρι να πεθάνει δε θα το ξεχάσει!».

Απ’ τ’ αυτί και στο δάσκαλο!

Την παροιμιώδη αυτή φράση οι μεγαλύτεροι τη γνωρίζουν πολύ καλά, αφού την ένιωσαν στο πετσί τους… ή μάλλον στο αυτί τους!

Συχνά ο δάσκαλος ήταν το φόβητρο για τα άτακτα παιδιά (μαζί με τη… Μεσημέρω και τη Μπούμπα). Όταν κάποιος ήθελε να τιμωρήσει… δι’ αντιπροσώπου τα παιδιά, απευθυνόταν στον δάσκαλο του χωριού.

«Οι δασκάλοι έκαναν και το… ραβδομάνο, να βαρούν! Άμα πάαινε κάνα παιδούρι σε κάνα μποστάνι κι έκλεφτε κάνα κορασίδι (τρυφερό πεπόνι), άμα το καταλάβαινε ο ν’κοκύρ’ς (ιδιοκτήτης), πάαινε στο δάσκαλο κι έκανε παράπονα (καταγγελία)… Το και το… “Αυτό το ζαγάρι (σκυλί – μεταφορικά το παλιόπαιδο) μπήκε στα κήπια μ’…” Άλλο π’ δεν ήθελε ο δάσκαλος … Το μακέλευε με τ’ λούρα! Το σκότωνε στο ξύλο!».

Μερικές φορές όμως συνέβαινε και κάτι άλλο: Κάποια παιδιά «μαρτυρούσαν», δηλ. κατέδιδαν τους συμμαθητές τους για κάποια αταξία, μικρή ή μεγάλη. Πληροφορητής 88 ετών μού είπε ότι όταν ήταν μαθητής, ένα παιδί είπε στον δάσκαλο ότι κάποιοι συνομήλικοί του κάπνιζαν. Η τιμωρία έσταζε αίμα κυριολεκτικά! Ο δάσκαλος, σε μια κίνηση ισχυρού συμβολισμού, τρύπησε με την πένα του τις άκρες του δείκτη κάθε παραπτωματία, έτσι ώστε να αιμορραγήσει ελαφρώς το δάχτυλο του καθενός.

Κλείσιμο στο σκοτεινό υπόγειο

Τη λέξη «μπουντρούμι» όλοι την ξέρουμε, σαν ένα σκοτεινό χώρο εγκλεισμού, ένα ανήλιαγο κελί. Όμως αυτή η λέξη ταιριάζει απόλυτα στην αφήγηση του συνομιλητή μου, που θυμάται με τρόμο τα μαθητικά του χρόνια:

«Είμαι γενν’μένος το 1964. Τότε π’ πάαινα στο δημοτικό ήμασταν κανιά 35αριά παιδιά, αλλά ένας δάσκαλος ήταν. Μονοθέσιο σχολείο, έκανε σε ολουνούς μας μάθημα αυτός.

Δεν ακούγονταν άχνα μέσα στ’ν τάξη, γιατί ήταν πολύ αυστηρός ο δάσκαλος! Είχε μια λούρα από κρανιά και μας είχε παρασολισμένους (τρομοκρατημένους) απ’ το φόβο! Κανένας δεν κόταγε να κάμει φασαρία.

Όποιος δεν ήξερε το μάθημα, τον βάρ’γε με τη λούρα. Ξύλο, όχι αστεία… Όπου σ’ έφτανε! Στα χέρια, στα ποδάρια…

Μας τράβαγε κι απ’ τ’ς φαγορίτες, μας τράβαγε κι απ’ τα μαλλιά εμάς τα παιδιά (αγόρια). Και τ’ αυτιά μάς τα τράβαγε! Κόντευε να μας τα ξεκωλώσει (ξεριζώσει)!Μας έβανε και στο κ’τσό. Και στο κεφάλι μας έβανε ένα σφουγγάρι για να μην κουνάμε το κεφάλι! Να στέκεσαι ορθός στο ένα το ποδάρι και να μην κουνάς και το κεφάλι!

Αλλά ήταν και χειρότερα… Το υπόγειο!

Το σχολείο μας ήταν πατωμένο (είχε πάτωμα) κι από κάτω ήταν ένα πολύ μικρό υπόγειο, σαν καταπακτή, ούτε ένα μέτρο ύψος και στο μάκρος περίπου όση κι η αίθουσα. Πάρα πολύ χαμ’λό. Μαναχά αν γονάτ’ζες σε χώραγε. Αυτό το υπόγειο τού ’χαν για να βάνουν ξύλα όταν έβρεχε, γιατί δεν είχαμαν υπόστεγο απόξω απ’ το σχολειό.

Όποιος δεν ήξερε το μάθημα, πολλές φορές ο δάσκαλος τον έβανε στο υπόγειο αυτό, που ’ταν θεοσκότεινο. Πίσσα σκοτάδι! Δεν ήγλεπες τίποτα!

Τι θ’μάμαι σα να ’ναι τώραϊα… Ήμαν τετάρτη δημοτικού. Με είχε βγάλει ο δάσκαλος στον πίνακα για να πω μάθημα, γιατί έτσι μας εξέταζε, όχι να κάθομαστε στο θρανίο.

Εκείνη τ’ μέρα το κεφάλι μου… ήταν τουρτούρα (διαλυμένο), γιατί δεν τα ’παιρνα και πολύ τα γράμματα. Αφού δεν μπόρ’γα να απαντήσω αυτό π’ με ρώτ’σε, μ’ έβαλε στο υπόγειο ο δάσκαλος!

Σκοτάδι εκεί μέσα! Πίσσα! Θ’μάμαι είχε ξύλα για τ’ σόμπα, αλλά ήταν και κατσαρίδες και ποντίκια! Μπορεί να ’χε και σκορπίδια (σκορπιούς)… Παιδάκι ήμαν, πήρα μεγάλη λαβούρα (ένιωσα μεγάλο φόβο).

Κι όσο εγώ ήμαν μέσα σ’ αυτό το μικρό υπόγειο, ο δάσκαλος στέκονταν αχπάνω, στο καπάκι (δηλ. στην είσοδο). Εγώ σκιάζομαν να πάω παρέκεια (να προχωρήσω) και στέκομαν ακριβώς απ’κάτω απ’ το καπάκι. Αλλά ο δάσκαλος πάταγε από πάνω… για να μη σηκώνω το κεφαλάκι μ’!

Μ’ άφηκε κάνα μισάωρο εκεί, γονάτ’σα και κάθομαν… Τι να έκανα για να περάσει η ώρα…

Ο αδερφός μου και η αδερφή μου, που ήταν συμμαθητές μου, στενοχωρεύ’καν πάρα πολύ κι έσκουζαν (έκλαιγαν) που ’μαν (ήμουν) κλεισμένος στο υπόγειο.

Έκανε πολλά αυτός ο δάσκαλος…

Επειδή κάθονταν στο χωριό, τ’ απόγεμα μετά το σχολείο δεν έπρεπε να γκιζεράει (τριγυρνάει) κανένας μαθητής έξω στον δρόμο. Αλίμονό σου αν σ’ έμπλαζε (συναντούσε)!

Την άλλη μέρα θα έτρωγες ξύλο με τ’ λούρα από κρανιά!».

Βίτσα, λούρα, βέργα!

Οι περισσότεροι δάσκαλοι της παλιάς εποχής, ως βασανιστές, ήξεραν ποια είναι τα πιο αποτελεσματικά μέσα βασανισμού. Γενικά όλοι γνωρίζουν τη λέξη «βέργα», όμως στην Ήπειρο υπάρχει μια διαφοροποίηση: η βίτσα και η λούρα…

«Η βίτσα είναι λιανό κλωνάρι, πώς είναι παράδειγμα απ’ τη λυγιά (λυγαριά) ή απ’ τ’ν ιτιά. Τόσο λιανή σαν να ’ναι ράμα, γνέμα! Το νήμα π’ το λέτε εσείς…

Ας ήταν ντιπ λιανή η βίτσα, σε πόναγε πολύ άμα σε βάρ’γε ο δάσκαλος! Έτρεμαν τα παιδάκια μην τ’ς δώσει βιτσιά ο δάσκαλος, γιατί έτσουζε πολύ! Κι άμα σε πετύχαινε στα ποδάρια και δε φόραγες παντελόνι…

Τι παντελόνι… Γένονταν άντρες για να φορέσουν μακρύ παντελόνι. Ήγλεπες παιδιά με τρίχες στα ποδάρια… αλλά φόραγαν κοντά παντελόνια ακόμα και το χειμώνα! Όλα τα παιδιά φόραγαν αποφόρια! Τα μ’κρά φόραγαν τα ρούχα απ’ τα μεγαλύτερα… και τα μεγαλύτερα φόραγαν τ’ πατέρα!

Άμα σε πετύχαινε ο δάσκαλος στα ποδάρια με τ’ βίτσα, έμνησκε χαρακιά, σημάδι».

Άλλη βιομαρτυρία:

«Η λούρα δεν είναι σαν τ’ βίτσα, είναι χοντρότερη. Οι δασκάλοι ήξεραν ποια λούρα πονάει πλειότερο. Έπρεπε να ’ναι… ειδικιά για ξύλο! Να ’χει κόμπια (ρόζους, διακλαδώσεις), να είναι βασταερή (ανθεκτική), αλλά να ’χει και λίγο πέζο (ευλυγισία), να λυγάει.

Οι λούρες που ’χαν για να μας βαρούν ήταν από κρανιά. Έβαναν οι δασκάλοι ένα παιδί να κόψει μία τέτοια λούρα, ή έκοβαν και μαναχοί τ’ς, αφού στο χωριό κάθονταν.

Και δεν είχαν μία λούρα μαναχά οι δασκάλοι, γιατί απ’ το πολύ το ξύλο έσπαγαν! Έπρεπε να ’χει πολλές λούρες ο δάσκαλος για να βαρεί τ’ς μαθητές! Τόσα παιδιά έδερνε κάθε μέρα…».

Ως προς το τελευταίο, οφείλω να καταθέσω κι εγώ τη δική μου μαρτυρία. Ένας δάσκαλος μού είχε αναθέσει να του κόψω λούρα, σαν… ανταμοιβή επειδή ήμουν καλός μαθητής! Επειδή όμως θεωρούσα αδιανόητο να κάνω κάτι τέτοιο και να τον βλέπω να χτυπάει καθημερινά τους συμμαθητές μου, επινοούσα ένα σωρό δικαιολογίες… Ότι δεν ήξερα ποια είναι η κρανιά, ότι δεν μπορούσα να την ξεχωρίσω απ’ τα υπόλοιπα δέντρα…

Βέβαια ο ίδιος, επειδή ήταν και κοντοχωριανός, έκοψε μόνος του κρανίσια λούρα, αφού πηγαινοερχόταν στο χωριό μας με τα πόδια. Μάλιστα θυμάμαι κάτι πραγματικά σαδιστικό. Κάθε φορά που χτυπούσε ένα μαθητή ή μια μαθήτρια, έλεγε… «Τα δυο σου χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε», απολαμβάνοντας την πράξη του!

Ξύλο… με σπαθιά!

Οι δάσκαλοι χτυπούσαν με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Μαρτυρία ηλικιωμένου συνομιλητή ότι ο δάσκαλος χτύπησε αυτόν και τους συμμαθητές του… με ξύλινα σπαθιά που είχαν για τα θεατρικά σκετς της 25ης Μαρτίου!

 «Γεννήθ’κα μες στον πόλεμο… και μες στο ρέμα!

Για να καταλάβ’ς, το ρέμα πέραγε αποκάτω απ’ το πάτωμα! Όχι ν’ ακουμπάει το νερό στα σανίδια, αλλά πέραγε απ’κάτω σιούδα! Πώς περάει το λαγκάδι… Άμα έβρεχε και κατέβαζε, το νερό… διάβαινε σφοντύλι!

Πήγα στ’ν πρώτη δημοτικού το ’46 ή το ’47, στ’ Μαρκινιάδα, στο χωριό σ’ έρθομαν, και κάθομαν εκεί σε κάτι μπαρμπάδες όλο τον καιρό.

Όταν πρωτοπήγα, έκαναμαν 3 μήνες σχολείο και κοντά έφ’γε ο δάσκαλος, ήταν Κερκυραίος.

Βάρ’γε αυτός ο δάσκαλος. Τα μπατσάλιζε (σφαλιάριζε) τα παιδιά. Αλλά η λούρα ήταν το πρώτο! Κάποτε βάρεσε ένα παιδί που ’χε ρίξει μια μπουνιά σ’ ένα άλλο παιδί. Τον περίλαβε με τ’ν κρανιά και τον… γαλάζιασε! Τον βάρ’γε με μία λούρα απόξω απ’ το σχολείο, αυτό το θ’μάμαι σαν τώραϊα. Ο δάσκαλος κράταγε το παιδί απ’ το γιακά και τον έζωνε (έδερνε) με τ’ βίτσα.

Αλλά είχαμαν κι ένα δάσκαλο από ένα κεφαλοχώρι κι αυτός βάρ’γε πολύ! Αλύπητα! Φάλαγγα! Σο’ ’ρ’χνε κατακέφαλο και κόλλαγε το κεφάλι σου στον τοίχο! Τράβαγε και τ’ αυτιά…

Αυτοίνοι οι χωριανοί τ’ δάσκαλου ήταν μαθ’μένοι να βαρούν, γιατί βάρ’γαν τα γομάρια! Γι’ αυτό μάς βάρ’γε ο δάσκαλος!

Κάποτε είχε πελεκήσει κάτι παιδιά στο ξύλο, γιατί πείραξαν μια κοπέλα! Μ’ ό,τι ηύρισκε μπροστά του! Κατακεφαλιές, ξύλο με τ’ βίτσα, με το χάρακα… Το πιστόλι μαναχά δεν έβγανε να μας σκοτώσει!

Μας είχε φκιάσει ο μακαρίτ’ς ο πάππος σου, ο Γιώργο Μαλισιόβας, κάτι σπαθιά ξύλινα, τά ’χαμαν για τ’ς γιορτές, αυτά τα… σκίτσα (ενν. σκετς) π’ τα λέν’ τώρα. Άλλος έκανε τον Τούρκο, άλλος τον Κατσιαντώνη…

Θ’μάμαι σ’ ένα… σκίτσο εγώ ρώταγα:

-Άμα πατάμε τον κόκορα, τ’ σκαντάλη απ’ το τ’φέκι, τι κάνει;

-Ψοφάει ο κόκορας! Έτσι έλεγε τ’ άλλο το παιδί.

Κι ο κόσμος λυόνταν στα γέλια! Όπως κάνουν στο θέατρο.

Αυτά τα σπαθιά π’ μας έφκιασε ο πάππος σου ήταν μακριά, κάνα μέτρο, κι είχαν και λαβή. Αυτά τά ’χαμαν στο σχολείο, εκεί τα φύλαγαμαν να τά ’χουμε για τα… σκίτσα τ’ν άλλη χρονιά.

Μία φορά π’ νευρίασε ο δάσκαλος, πήρε αυτά τα σπαθιά και βάρ’γε μ’ αυτά τα παιδιά. Στα ποδάρια, απ’κάτω απ’ το γόνα! Τα ποδάρια τ’ς τά ’κανε… συκώτι! Κατάμαυρα απ’ το ξύλο!

Τα παιδιά το ’π’γαν (ήπιαν) με το ζ’μί τους! Δεν είπαν τίποτα, γιατί πείραξαν μία κοπέλα!

Αλλά ούτε κι οι γονέοι έλεγαν κ’βέντα, άμα βάρ’γε τα παιδιά ο δάσκαλος! Έλεγαν στο δάσκαλο:

-Βάρει ακόμα (χτύπα πιο πολύ), κυρ-δάσκαλε! Άμα δεν ακούν’ τα παιδιά, πελέκα τα στο ξύλο! Να γένουν ανθρώποι!

Οι πατεράδες δικαιολόγαγαν το δάσκαλο, γιατί έλεγαν:

-Άμα βαρεί ο δάσκαλος τα παιδιά, δίκιο θα ’χει. Κάτι ξέρει αυτός…

Ε, δεν έτρωγαν όλα τα παιδιά ξύλο κάθε μέρα. Άλλος θα έτρωγε τ’ μία μέρα, άλλος τ’ν άλλη…

Το παιδί δεν ηύρισκε δίκιο ούτε στο σπίτι απ’ τον πατέρα του.

Δεν έπρεπε να γυρίσεις λόγο (αντιμιλήσεις) στον πατέρα, γιατί… ίσια θα έβγαζε το λουρί απ’ τ’ μέση! Πετσί! (ενν. αμέσως θα έβγαζε τη δερμάτινη ζώνη και θα τα έδερνε). Σαν το βούρδουλα!».

Η παιδική περιέργεια… τιμωρήθηκε διπλά!

«Εμείς τα παιδιά κουρεύομασταν αναμεταξύ μας. Τα μεγάλα κούρευαμαν τα μ’κρά με μία μηχανή που ’χε ο δάσκαλος. Με τ’ν ψιλή! Κουρεμπέτσα!

Να δεις τι θ’μάμαι, ωρέ Βασίλη… Είπα μια μέρα, αφού η μηχανή κόβει τα μαλλιά, δε θα κόβει… και τον τσίγκο; Και πήγα κι έκοψα τ’ θήκη απ’ τη μηχανή κι χάλασε η μηχανή, πάν’ τα δόντια!

Πάει ο άλλος να κουρέψει παιδί, π’θενά! Τίποτα!

-Ποιος κούρεψε; Ο Γιώργος! Έλα εδώ, Γιώργο!

Μ’ έδειρε με τ’ν κρανιά ο δάσκαλος κι έσπασε η λούρα! Κι κοντά μ’ αρχίν’σε με τ’ς κλοτσιές! Με σκότωσε στο ξύλο! Με τυράγνησε! Με μαύρισε! Όπ’θε (απ’ όπου) μ’ έπιανε!

Αλλά ήταν αν’χτή η πόρτα απ’ το σκολειό, κι όπως μ’ έδερνε, δε μπόρ’γα (μπορούσα) άλλο, δε βάσταξα (άντεξα) κι έφ’γα όξω κι γλίτωσα! Ποιος ξέρει… Θα με πάταγε καταή στο λαιμό! Σάμα (μήπως) βάρ’γε εμένα μαναχά… Όλα τα παιδιά έτρωγαμαν πολύ ξύλο! Μας τσάκαγαν στο ξύλο οι δασκάλοι!

Ήρθα σκούζοντα (κλαίγοντας) στο σπίτι. Κοιτάει ο πατέρας μ’, ήμαν γαλάζιος απ’ το ξύλο π’ μο’ ρ’ξε ο δάσκαλος.

Κι είπα ψέματα ότι δεν ήξερα το μάθημα κι μ’ έδειρε ο δάσκαλος. Ο πατέρας πήγε να ζητήσει το λόγο στο δάσκαλο, αφού μ’ είδε κατάμαυρο…

-Γιατί το βάρεσες τόσο πολύ το παιδί; Άμα τ’ άφ’νες σακάτικο, πώς θα μπόρ’γε να δ’λέψει άμα μεγαλώσει;

Κι είπε ο δάσκαλος:

-Τι σου ’πε το παιδί; Γιατί τον έδειρα;

-Επειδή δεν ήξερε το μάθημα…

-Όχι, μπαρμπα-Ν’κόλα, μ’ χάλασε τ’ μηχανή, γι’ αυτόν τον βάρεσα.

Ήρθε ο πατέρας μ’ απ’ το σχολείο, μ’ τίναξε κι αυτός ένα χέρι ξύλο!

“Να μάθετε να λέτε τ’ν αλήθεια, όχι να λέτε ψέματα στον άλλον!”.

Έτσι μας είχαν μαθημένους: να λέμε τ’ν αλήθεια, να μην πααίνουμε σε ξένα κήπια κι κλέβουμε…. Αλίμονο άμα πήγαινε κανένας κι έκανε παράπονο στ’ς γονέους μας!

“Μην έρθει κανένας κι κάμει παράπονα ότι πήγαταν σε ξένο μπαξέ κι έκλεψαταν καρύδες, μήλα, σταφύλια, ό,τι ήταν… Αλίμονό σας!”.

Ήμασταν πειθαρχημένοι εμείς…».

Ο χάρακας δεν ήταν… μόνο για να μετράνε!

Η κυρα-Βάγγιω (Ευαγγελία) ανακαλεί στη μνήμη της άκρως επώδυνες αναμνήσεις που σχετίζονται με τον χάρακα:

«Γεννήθ’κα το ’46 και το ’53 πήγα στο σχολείο. Τότε ήταν όλη μέρα το σχολείο, πρωί κι απόγεμα. Ε, σταμάταγαμαν λίγο το μεσημέρι.

Εμείς είχαμαν σπίτι μακριά απ’ το χωριό, που ’ταν και το σχολειό. Εγώ κάθομαν στ’ βάβω μ’ (γιαγιά), γιατί αυτήνη κάθονταν στο χωριό.

Όταν μας απόλαγε ο δάσκαλος για διάλειμμα, πάαινα στ’ βάβω μ’ και μο’ ’δωνε ένα αυγούλι βρασμένο. Αυτό ήταν χρον’κής το κολατσιό, τίποτ’ άλλο!

Αλλά εγώ δεν τά ’τρωγα τα κρόκια (κρόκοι, όπως και: τοίχια, κήπια κ.λπ.), γιατί δε μ’ άρεγαν. Μαναχά τ’ ασπράδι ήθελα να τρώω.

Θ’μάμαι ήμαν στ’ν πρώτη δημοτικού. Τι έκανα, λες… Έπαιρνα τα κρόκια, πάαινα σ’ ένα χάνι (στάβλο) που ‘ταν απ’κάτω απ’ το σχολειό κι έβανα τα κρόκια μέσα στον τοίχο! Δε φίληγαν (εφάρμοζαν) καλά τα λιθάρια κι έτσι χώραγαν να μπουν όσα κρόκια ήθελα!

Αλλά μία μέρα τι έπαθα… Παραφύλαξε ο δάσκαλος, δεν τον είειδα εγώ…

-Έλα εδώ ωρή… ζαραγάνα;!! Να ιδείς τι ξύλο θα φας! Αλήθεια, μωρ’ Βασίλη, τι είναι… ζαραγάνα;

Με το π’ πήγα στο σχολειό, μου ‘πε ν’ ανοίξω τα χέρια να με βαρέσει με το χάρακα…

Όπως μ’ τ’ς έταξε, μ’ τ’ς έρ’ξε τ’ς χαρακιές!

Έφαγα τ’ν πρώτη… μαρμάρωσα! Το τράβ’σα το χέρι…

Ξέρ’ς τι πόνο κάνει ο χάρακας;!! Έφαγες ποτέ χαρακιά εσύ;

Και θ’μάμαι και τ’ άλλο… Μία φορά σε βάρ’γε με το χάρακα ο δάσκαλος, αλλά άμα μάζωνες το χέρι (αν το τραβούσες για να μη σε χτυπήσει)… τότε σο’ ’ρ’χνε τρεις χαρακιές!

Αυτά π’ λες έπαθα με τα κρόκια. Αλλά κοντά (αργότερα), αφού ήξερε ο δάσκαλος τι έκανα, μ’ έβανε να το τρώω μπροστά του τ’ αυγό, τ’ ασπράδι και τον κρόκο μαζί…

Α, να σ’ πω και τ’ άλλο… Ο δάσκαλος αυτός ήταν από ένα καμποχώρι. Πάαινε κανιά φορά στο σπίτι του κι έρθονταν μ’ αμάξι μέχρι εκεί που ’ταν το σπίτι μας και κοντά… τον ήφερνα εγώ με τ’ άλογο! Καβάλα αυτός, περπατώντα εγώ, τράβαγα το καπίστρι απ’ τ’ άλογο! Οι γονέοι μ’ δεν ξάδειαζαν να φέρουν το δάσκαλο με τ’ άλογο, γιατί ολημερίς τ’ς ήταν στα χωράφια και στα πράματα (γιδοπρόβατα)

Αλλά κι όταν τον ήφερνα στο χωριό, πάλι περπατώντα πάαινα στο σπίτι μ’, γιατί ήμαν μ’κρή, σκιάζομαν να καβαλικέψω μαναχή μ’ τ’ άλογο, μη σκλεμίσει (αφηνιάσει) και με σκοτώσει!

Τον ήφερνα, π’ λες, καβάλα στ’ άλογο και με βάρεσε! Έτσι του’χαν τότε οι δασκάλοι… Άλλο το ένα, άλλο τ’ άλλο… Το ξύλο… ήταν ξύλο!

Τότε π’ πάαιναν τα παιδιά μ’ στο σχολειό (γενν. το 1969 και το 1975), ο δάσκαλος έρθονταν πολλές φορές κι έπ’νε καφέ στο σπίτι μας, μέρα παρά μέρα… Κ’βέντιαζαν με το μακαρίτη τον άντρα μ’… Αλλά τα παιδιά μας… τα βάρ’γε κανονικά με τ’ λούρα στο σχολείο!».

«Ήταν κακοπορεμένοι οι δασκάλοι…»

Σε καμία περίπτωση δεν θα προσπαθήσω να δικαιολογήσω τη λεκτική και σωματική βία που ασκούσαν οι παλιοί δάσκαλοι εις βάρος των ανυπεράσπιστων μαθητών, οφείλω όμως να καταγράψω και τα ψήγματα ελαφρυντικών, όπως τα απαριθμεί ο 93χρονος σεβάσμιος συνομιλητής μου:

«Οι παλιοί οι δασκάλοι δεν ήταν σπουδασμένοι όπως είναι τώρα. Ε, πάαιναν κανα-δυο χρόνια στ’ν Ακαδημία, κι ό,τι μάθαιναν… Τα βασικά ήξεραν… Αριθμητική, γραμματική, πατριδογνωσία, γεωγραφία, φυσική ιστορία… Τα παλιά παλιά τα χρόνια, δασκάλοι έβγαιναν απ’ το σχολαρχείο. Παλιότερα παλιότερα, μέχρι προπολεμικά, στα κουτσοχώρια όποιος ήξερε λίγα γράμματα… έκανε το δάσκαλο και μάθαινε τα παιδιά γράμματα στο σκολειό. Κι ας μην είχε και πτυχίο κανονικό… Ήταν ένας τέτοιος εδώ στο χωριό, γραμματοδιδάσκαλος λέονταν. Έκανε μάθημα σ’ ένα μαχαλά. Ανάγνωση κι αριθμητική μαναχά, τίποτ’ άλλο!

Τα σχολεία ήταν παλιά, χαλέπετα (ερείπια), κρύο έκανε… Κι ο δάσκαλος ήταν ένας, όσα παιδιά και να ‘ταν! Ακόμα και γύρα τα 100 να ήταν τα παιδιά, μαναχός του ήταν ο δάσκαλος! Κιο (μα) πού να τα γνώρ’ζε τόσα παιδιά… Και πώς να τα κρατήσει (ελέγξει) ένας άνθρωπος… Κι ήταν και μεγάλα παιδιά κοντά (μετά) τον πόλεμο, 15-16 χρονών και πάαιναν ακόμα στο δημοτικό! Ήταν πολύ σκληρός ο κόσμος τότε… Κι οι δασκάλοι κι οι μαθηταί κι οι γονέοι…

Ήταν και τ’ άλλο… Πολλοί δασκάλοι πολέμαγαν εκειά τα χρόνια… Γένονταν επιστράτευση; Απαράταγαν το σκολειό… κι έπιαναν τα τ’φέκια! Τ’ς απόλαγαν, ματαπάαιναν στο σκολειό. Οσοινούς έπιασε η επιστράτευση, πάν’ όλοι στ’ν Αλβανία! Άλλα σχολειά έκλεισαν ή πάαινε κάνας συνταξιούχος δάσκαλος… Κι ο θ’κός μας ο δάσκαλος επιστρατεύ’κε το ’40, τον πήραν στ’ν Αλβανία να πολεμήσει, στο αλβανικό μέτωπο, ήταν γύρα τα 25, πρωτοδιορίσ’κε στο χωριό μας. Άλλοι πήγαν στ’ Αντάρτικο (ενν. τον Εμφύλιο)! Ε, μετά τον πόλεμο, όσοι γλίτωσαν, ματαγύρ’σαν στο σχολειό πο’ ’καναν μάθημα.

Λίγα λεπτά έπαιρναν τότε οι δασκάλοι. Νηστ’κοί και κακομοιριασμένοι. Πολλοί έμνησκαν σε κάτι χαλαντζιούκια (ερείπια).

Οι δασκάλοι κάθονταν σιμά στο σκολειό. Πού θα πάαιναν… Τότε σε πολλά σχολειά, άμα ήταν βολετό, είχαν κι ένα δωμάτιο κολλητά στο σκολειό για να κάθεται ο δάσκαλος. 

Θ’μάμαι ένα δάσκαλο, προπολεμικά κι αυτός, για να τον είναι σιμά στο σχολειό, έφκιασε μαναχός του μια τσιατούρα (πρόχειρο κατάλυμα). Έμπ’ξε πασσάλια γύρα γύρα κι από πάνω έβαλε στέη από βρίζα (καλαμιά από σίκαλη), ίσια να βάνει το κεφάλι του μέσα και να ξημερώνει… Τόσοϊα σπιτάκι ήταν, καλυβούλα… Αυτό το γιατάκι (κατάλυμα) του ’χε μόνιμο, για να μην αποσταίνει. Να πααίνει ωδεκεί (κατευθείαν) στο σχολειό.

Τήρα να ιδείς, κυρ-Βασίλη… Τα παλιά τα χρόνια, οι υπαλλήλοι έμνησκαν (έμεναν) στο χωριό. Οι χωροφυλάκοι, οι δασκάλοι… Αμάξι δεν είχε κάνας… Ούτε και δρόμος ήταν π’θενά.

Χ’στού – Λαμπρή (Χριστούγεννα και Πάσχα) πάαιναν στα σπίτια τ’ς οι δασκάλοι. Γι’ αυτό κάθονταν στα χωριά, σε νοικιασμένα σπίτια. Τι σπίτια ήταν αυτά, καταλαβαίν’ς…

Ένας δάσκαλος είχε νοικιασμένο ένα δωμάτιο κι στ’ άλλο το δωμάτιο ήταν η οικογένεια. Νια μεσινόπορτα (μια μεσόπορτα) τ’ς χώρ’ζε! Τι… Είχαν τα σαλόνια πο’ ’χουν σήμερα;

Απ’ τ’ς δασκάλους άλλοι ήταν μπεκιάρηδες (ανύπαντροι), άλλοι παντρεμένοι. Αλλά όλοι ήταν κακοπορεμένοι, κακοπέραγαν. Κρατιόνταν από θυρίδα (θυρίδα: το γκισέ του ταμία – εννοεί μισθοδοτούνταν απ’ το κράτος), αλλά δεν έπαιρναν πολλά λεπτά. Ίσια-ίσια π’ τ’ς έφταναν να βγάλουν το μήνα. Άμα ήταν μαναχοί τ’ς και δεν είχαν γ’ναίκα, τι να ρ’μότρωγαν (ερημότρωγαν); Επιβαρύνονταν η σπιτον’κοκυρά, γιατί ο δάσκαλος… τον ήταν σαν οικότροφος! Αλλά και μαναχοί τ’ς μαέρευαν κάνα κακοφάι στο τζιάκι. Τι φαΐ θα νά ‘φκιαναν; Κανιά κουρκούτη, κάναν τραχανά, κανιά ζεματούρα (πρόχειρο φαγητό με ξερά κομμάτια ψωμιού, καυτό νερό και λίγο τυρί), λίγο γάλα… Αλλά και το γάλα ήθελε ψωμί! Πού να ηύρισκε ψωμί! Κραμποκούκι (καλαμποκίσιο ψωμί) έτρωγε κι αυτός. Πού να ηύρισκες τότε στο χωριό μας ρύζι ή μακαρόνια;

Πείναγαν, π’ λες, κι οι δασκάλοι τότε…Τι θα νά ‘τρωγαν… Πολλοί τ’ς ήταν μαναχοί τ’ς. Εμείς είχαμαν ένα δάσκαλο… π’ τον υπηρετούσε η μάνα του, κάθονταν με τ’ μάνα του. Κανιά 25αριά χρονών τότε, προτού το ’40 αυτά π’ σ’ λέω. Και κοντά επιστρατεύ’κε.

Όλοι φτωχοί ήταν τότε, κι ο δάσκαλος το ίδιο. Τα ίδια φαϊά έτρωγαν: φασούλια, τραχανά, φακή…

Κάποτε είχα πάει εκεί πο’ ’μνησκε ο δάσκαλος και τον ηύρα πο’ ’τρωγε ζεματούρα. Και θ’μάμαι τ’ν είχε τσιγαρ’σμένη με κοκκινοπίπερο… κι ήταν κατακόκκινη ντιπ! Ωρέ, τι θ’μάται ο μ’κρός ο άνθρωπος…

Αυτό το φαΐ ξέρ’ς πώς γένεται; Τρίβουμε κ’λούρα καλαμποκίσια σ’ ένα πιάτο, βάνουμε τ’ν αρτ’μή (γαλακτοκομικό υποπροϊόν), το λέμε και ξινοτύρι ή πρέντζα…

Χοχλάζουμε το νερό και το ρίχνουμε ψ’λά στην τριψιάνα αυτήνη και για να γένει λίγο νοστ’μότερο καίμε (σοτάρουμε) σ’ ένα τ’γάνι ένα κρεμμύδι, βάνουμε και κοκκινοπίπερο και το γέρουμε (ρίχνουμε) μέσα, τ’ ανακατεύουμε. Ζεματούρα, λέεται απ’ το ζεμάτ’σμα… Δεν π’στεύω να είναι με ύψιλον. Εμείς… ζιματούρα το λέμε! Τώρα, να γράφεται με ι, δεν π’στεύω…

Ή οι δασκάλοι καρτέρ’γαν να τ’ς πάν’ οι χωριανοί κάνα πιάτο φαΐ, κανιά πίτα, κάνα αυγό, κάτι έδωναν…

Τυραγνισμένοι κι οι δασκάλοι, όπως ήταν κι όλος ο κόσμος τότε, γι’ αυτό δεν ήξεραν τι τ’ς έφταιγε…

Αλλά γιατί να μην τα δείρει ο δάσκαλος τα παιδιά; Αφού οι ίδιοι οι γονέοι το’ ’λεγαν “Βάρ’ τα τα παιδιά, κυρ-δάσκαλε, να γένουν ανθρώποι!”.

Το πρώτο που ‘θελαν οι γονέοι απ’ το δάσκαλο ήταν να μάθει γράμματα τα παιδιά τ’ς, ας τα σκότωνε στο ξύλο! Κανένας δεν είχε παράπονο ότι ένας δάσκαλος βάρεσε ένα λιανοπαίδι (πιτσιρίκι).

Αλλά είχαν και τον επιθεωρητή… Έτρεμε ο δάσκαλος άμα έρθονταν ο επιθεωρ’τής!

Άμα έπαιρνε κακιά φήμη ο δάσκαλος απ’ τον επιθεωρητή (αν γινόταν αρνητική αξιολόγηση), θα τ’ λιγόστευαν το μισθό, ποιος ξέρει… Τον σκιάζονταν παράξενα (τον φοβούνταν υπερβολικά) τον επιθεωρητή. Ο επιθεωρητής ειδοποίγαγε το δάσκαλο, με τον ταχυδρόμο αφού δεν ήταν τηλέφωνα, ότι θα νά ’ρθει τ’ν τάδε μέρα.

Άμα ήταν να έρθει ο επιθεωρ’τής στο σχολειό, άμα ήταν κάνα παιδί π’ δεν ήταν καλός μαθητής, τό ‘λεγε ο δάσκαλος μια μέρα πριν “Αύριο, ξαφανίσου! Τράβα όπ’θε (όπουθε: όπου) θέλ’ς!”. Άμα έρθονταν ο επιθεωρητής κι ήταν κάνα παιδί π’ δεν ήξερε το μάθημα, φιδοζώνονταν ο δάσκαλος!

Ο επιθεωρητής κάθονταν στ’ν πολυθρόνα τ’ δάσκαλου κι ο δάσκαλος… ορθός κι ορθάμενος! Κλαρίνο! Στέκονταν προσοχή! Πού να κοτήσει αυτός να κάτσει μπροστά στον επιθεωρητή…

Με τα χέρια σταυρωμένα και τήραγε (κοίταγε) το παιδί στα μάτια! Τότε το παιδί ήταν… ο καλύτερος φίλος του!

Κι άμα το παιδί κόμπιαζε ν’ απαντήσει στον επιθεωρητή, ο δάσκαλος… ανάδευε (κουνούσε) τα χείλια του για να βοηθήσει το παιδί ν’ απαντήσει! Και με… πλήρης προφύλαξη, μην τυχόν τον καταλάβει ο επιθεωρ’τής ότι τ’ράει να βοηθήσει το μαθητή πίσω απ’ τ’ν πλάτη του!

Όπως σκιάζονταν τα παιδιά απ’ το δάσκαλο… έτσι σκιάζονταν κι ο δάσκαλος απ’ τον επιθεωρητή! Γιατί εκείνη τ’ν ώρα… ήταν μαθητής κι αυτός! Έλεγε “αμάν” πότε να φύβγει ο επιθεωρητής…

Αλλά κι ο επιθεωρητής κανιά φορά δεν είχε κι αυτός πολλή όρεξη… Κάποτε ήταν ένας γέροντας επιθεωρητής και κόντευε ν’ αποκοιμηθεί στ’ν καρέκλα… Δε θ’μάμαι πώς λέονταν…  Ο επιθεωρητής έρθονταν μία φορά το χρόνο στο σχολειό…».

Οι δασκάλες ήταν μαλακότερες…

Ενώ σήμερα το επάγγελμα του δασκάλου έχει πολύ υψηλή εκπροσώπηση από γυναίκες, παλαιότερα ήταν σχεδόν αποκλειστικά αντρική υπόθεση:

«Οι κοπέλες δεν πάαιναν στο σκολειό, δε μάθαιναν γράμματα. Αφού δεν ήταν υποχρεωτικό, τ’ς κράταγαν οι γονέοι στο σπίτι, για να κάνουν δ’λειές, να τ’ς βοηθάν’ στα χωράφια, στο κοπάδι, όπ’θε (όπου) ήταν δ’λειές!

Όλες οι γριές εδώ στο χωριό είναι ντιπ αγράμματες, βάνουν σταυρό (αντί για υπογραφή!), αφού δεν είχαν πάει στο σχολειό.

Και καλές μαθήτριες να ήταν οι κοπέλες, δεν τ’ς έστελναν για γράμματα γιατί ήταν φτωχός ο κόσμος, δεν είχε λεπτά να στείλει τα παιδιά παρέκεια, να πάν’ στο γυμνάσιο…

Αλλά έβγαιναν και λίγες δασκάλες, άμα είχαν ζήλο για γράμματα…».

Φυσικά φωτεινή εξαίρεση στον ξυλοδαρμό των μαθητών αποτελούσαν οι δασκάλες. Νεαρής ηλικίας ή και μικρομάνες στην πλειονότητά τους, με έμφυτη την ευαισθησία, σπάνια χτυπούσαν. Έδειχναν τεράστια κατανόηση ακόμη και για τους πιο αμελείς ή και άτακτους μαθητές. Ελάχιστες ήταν οι φορές που σήκωναν χέρι για να χτυπήσουν κάποιο παιδί. Αυτό θα το έκαναν μόνο όταν η κατάσταση είχε φτάσει κυριολεκτικά στο απροχώρητο.

«Οι δασκάλες ήταν μαλακότερες απ’ τ’ς δασκάλους για το ξύλο! Και παιδιά θ’κά τ’ς να μην είχαν, οι γ’ναίκες είναι πιο πονετικές (ευαίσθητες). Ε, μπορεί να φώναζαν, να μάλωναν κι αυτές τα παιδιά στο σχολειό, ή να έρ’χναν και κανιά μπάτσα μέσα μέσα, αλλά όχι και να τα σκοτώσουν στο ξύλο, όπως έκαναν οι άντρες οι δασκάλοι!», σύμφωνα με ηλικιωμένο χρονομάρτυρα.

Την άποψή του προσυπογράφω, καθώς μία από αυτές τις λαμπρές εξαιρέσεις ήταν και η δασκάλα που είχα στην πρώτη δημοτικού, η αγαπημένη κυρία Αλεξάνδρα. Της οφείλω πολλά, μιας και ήταν από τα πρόσωπα που μου ενέπνευσαν την αγάπη για τα γράμματα. Η γλυκύτατη κυρα-δασκάλα μου πριν από μερικούς μήνες μού έλεγε ότι ακόμη νιώθει τύψεις για το ότι μια φορά στη ζωή της χτύπησε ένα μαθητή. «Δυστυχώς, δεν θυμάμαι το όνομά του αλλά τη φυσιογνωμία του, έχω ζωντανή στο μυαλό μου τη στιγμή που τον χτύπησα. Μακάρι να μπορούσα να τον βρω και να του ζητήσω συγγνώμη…».

«Οι καθηγηταί ήταν κοροϊδιάρηδες!»

Ευγενική βιομάρτυρας, γεννηθείσα το 1935, εξιστορεί:

«Πήγα στο Γυμνάσιο Θηλέων Ιωαννίνων το ’48 ή το ’49, δε θ’μάμαι. Αλλά τ’ς πάαιναμαν δυο-δυο τ’ς τάξεις στο δημοτικό, για να φτάσουμε στα χρόνια μας! Γιατί πρώτα ήταν ο πόλεμος το ’40… Κάθε μέρα βομβαρδισμός και συναγερμοί… Ύστερα ήταν η Κατοχή, όλα τα κτίρια τα πήραν οι Ιταλοί πρώτα και το ’43, π’ παραδόθ’καν οι Ιταλοί, ήρθαν οι Γερμανοί.

Παραδόθ’καν οι Ιταλοί, αλλά οι Γερμανοί τ’ς είπαν “Χάρη σάς κάνουμε π’ δε σας σκοτώνουμε, να φύβγετε!”.

Δεν τ’ς άφ’καν όχι αμάξια, ούτε άλογα δεν τ’ς έδ’ναν! Και φορτώθ’καν οι άντρες οι Ιταλοί, ακόμα κι οι αξιωματικοί, τα κάρα… σα να ’ταν άλογα! Ζωσμένοι με τα σκοινιά απ’ τα κάρα! Οι Έλληνες έκλαιγαν πο’ ’βλεπαν έτσι ταπεινωμένους τ’ς Ιταλούς. Αυτό το θ’μάμαι καλά…

Παραστράτ’σαμαν απ’ τ’ν κουβέντα, πήγαμαν αλλού γι’ αλλού…

Άλλο ήταν το γυμνάσιο Αρρένων, άλλο η Ζωσιμαία, αρρένων κι αυτό, που ’ταν και πρότυπο γυμνάσιο. Ήταν και η Εμπορική Σχολή, που ’ταν μεικτή, σερ’κά και θηλυκά μαζί. Όσοι δεν τα πήγαιναν καλά στο γυμνάσιο, πήγαιναν στ’ν Εμπορική Σχολή.

Αλλά δεν έκραιναν (μιλούσαν) οι τσιούπρες στα παιδιά, δεν κόταγαν! Άμα σ’ μίλαγε ένα σερ’κό όξω, σ’ έλεγαν “παλιοκόριτσο”! Άμα σο’ ’λεγε ένα παιδί “καλημέρα” κι απάνταγες, γενόσουν σιούρι, δαχτυλοδειχτούμενη!

Όχι να έκανες και τίποτα… Άμα έκανες τίποτε, σ’ κρέμαγαν κουδούνια!

Ξύλο δεν πολυθ’μάμαι, αλλά κάνα αυτί τράβαγαν, καμιά κοτσίδα… Θ’μάμαι έπιακαν τ’ φιλενάδα μ’ με μετάφραση! Οι καθηγηταί δεν ήθελαν να ’χουμε βοηθητικά βιβλία!

Τότε πο’ ’πιακε τ’ φιλενάδα μ’ με τ’ μετάφραση ο καθηγητής τ’ς τ’ν πέταξε απ’ το παράθυρο!

Κι ήταν ένα βιβλίο αυτό, τού ’χαμαν όλη η τάξη! Αλλά οι καθηγηταί ήθελαν να μην έχουμε βοηθήματα, να κάνουμε τ’ μετάφραση των αρχαίων με τ’ς άγνωστες λέξεις π’ μας έδιναν, να μεταφράσουμε. Μπελαλίδικο πράμα αυτό…

Αυτό το βιβλίο με τ’ μετάφραση ήταν κι ακριβό, πού είχαμαν λεφτά εμείς… Αν σο’ ’δ’ναν καμιά δραχμή για χαρτζιλίκι! Μεγάλη ανέχεια, Βασίλη μ’…

Πέταξε ο καθηγητής το βιβλίο απ’ το παράθυρο στ’ν αυλή, αλλά σε λίγο θα χτύπαγε το κουδούνι, θα έβγαιναν διάλειμμα τα παιδιά και θα ’παιρναν τ’ μετάφραση!

Γι’ αυτό είπα κι εγώ στον καθηγητή ότι θέλω να πάω στο μέρος (τουαλέτα).

Πήγα όξω, έβαλα τ’ μετάφραση στ’ν αμασκάλη, κι όταν τελείωσε το μάθημα κι είπα στ’ άλλα τα κορίτσια ότι έσωσα το βιβλίο… με σήκωσαν στα χέρια απ’ τα χαρά τ’ς! Είχε πόσα λεφτά αυτό το βιβλίο… Ένα βιβλίο ήταν αυτό, το μοιράζομασταν.

Καλά, αν πάαινε παιδί σε φροντιστήριο, έλεγαν οι καθηγηταί ότι… δεν τ’ κόβει! Αλλά μετά γίν’καν τ’ς μόδας τα φροντιστήριο, όπως είναι και τώρα…

Πολλοί καθηγηταί, άμα τα παιδιά δεν ήξεραν μάθημα, ήταν κοροϊδιάρ’δες! Έλεγαν στ’ς κοπέλες:

-Άει, ωρέ! Ντιπ στούρνος είσαι! Ντιπ κούτσουρο! Γιατί δε διάβασες; Τι μου ’ρθες στο σκολειό; Πού τό ’χ’ς το μυαλό; Απάνω απ’ το κεφάλι; Μην κραίν’ς εσύ! Οι γ’ναίκες δεν κραίνουν! Δεν πρέπει να σηκώνουν ούτε τα μάτια!

Κάποιες ήταν φιλότιμες (ευαίσθητες), απόλαγαν τα κλάματα!

Αλλά ήταν και κάτι τσιούπρες π’ δεν τ’ς ένοιαζε, έμνησκαν στ’ν ίδια τάξη. Ουου! Τ’ς άφ’νες πίσω πίσω! Ήταν αυτές… φτύσε κι άλλο! (παροιμιώδης φράση: δεν με νοιάζει όσο κι αν με χλευάσεις).

Έξι χρόνια ήταν το γυμνάσιο, αλλά μια τσιούπρα ήταν μεγαλύτερη έξι χρόνια! Γκοτζιά γ’ναίκα! Εγώ τέλειωσα το γυμνάσιο στα 17 κι αυτή η καψο-τσιούπρα (δυστυχισμένη κοπέλα) ήταν 23… Φέτο πέθανε η έρμη… Όλο τηλεφωνιόμασταν… Έλεγαμαν ν’ ανταμώσουμε, αλλά δε μας άφ’κε ο κορωνοϊός».

«Αν ήσαν βαμμένη… πάαινες χαμένη!»

Η ίδια συνομιλήτρια μιλάει για τον ενδυματολογικό κώδικα των μαθητριών και τις επακόλουθες ποινές:

«Όλες οι μαθήτριες ντύνομασταν σεμνά. Φοράγαμαν μαύρες ποδιές με άσπρα γιακαδάκια. Και τα μαλλιά έπρεπε να ’ναι δεμένα πίσω κοτσίδες! Να σ’ ήγλεπαν με κατσαρά μαλλιά στα μούτρα; Αποβολή ίσια (αμέσως)! Έπρεπε να τά ’χες αλογοουρά ή κοτσίδα τα μαλλιά! Ή να πήγαινες στο σινεμά; Αλίμονό σου! Μόνο αν ήσουν με τον κηδεμόνα σου κι ήταν το έργο κατάλληλο!

Και παπούτσια… όλες φοράγαμαν τα τένις (ή και η τένα, οι τένις!)! Πάνινα άσπρα παπούτσια με κορδόνια! Πάμφθηνα παπούτσια! Τώρα γλέπ’ς κάτι τένις που ’ναι… σαν αρβύλια! Είναι για γκάνγκστερ αυτά!

Αυτά τα τένις τα φορούσαμαν μέχρι να πιάκουν οι βροχές, αλλά τα φτωχοκόριτσα τα φόραγαν όλο το χρόνο! Άμα ήσαν φτωχός, με το πάνινο θα πέρναγες!

Φορούσαμαν σοσονάκια, κοντά καλτσάκια ώς το κότσι. Ψηλή κάλτσα;!! Απαγορεύονταν! Άμα πήγαινες στο σχολείο με ψηλή κάλτσα, θα σε φώναζαν οι καθηγηταί στο γραφείο και θα σο’ ’λεγαν να φέρ’ς τ’ς γονέους τ’ς και θα τ’ς ρώταγαν:

-Ψηλή κάλτσα;!!! Πού τ’ν ηύρε; Σιαντέζα (τραγουδίστρια νυχτερινού κέντρου) είναι και φοράει ψηλή κάλτσα;

Θ’μάμαι τότε π’ πέθανε ο πατέρας μ’, εγώ κόντεψα να πεθάνω απ’ τ’ στενοχώρια μ’, ήμαν μαθήτρια γυμνασίου. Αφού είχαμαν πένθος, δε μ’ άφ’κε η μαμά να φοράω άσπρο γιακά στ’ν ποδιά. Ακόμα και τ’ς άσπρες τ’ς κορδέλες στα μαλλιά δε μπορούσα να τ’ς βάλω κι έβαλα μαύρες κορδέλες.

Κι ήρθε ο καθηγητής και με πήγε στο γραφείο. Και μου ‘πε:

-Γιατί δε φοράς άσπρο γιακά; Γιατί φοράς μαύρες κορδέλες;

-Έχω πένθος, δε μπορώ να φορέσω άσπρα!

-Α, δε μπορείς να κάν’ς εξαίρεση απ’ τ’ς άλλες τ’ς μαθήτριες! Ό,τι φοράν’ κι οι άλλες!

Δε τ’ς έγνοιαζε αν είχες πένθος…

Αν ήσαν βαμμένη… πάαινες χαμένη! Στο Ηθών! (παλαιότερα Τμήμα της Αστυνομίας). Βαμμένη στο σχολείο; Αποβολή απ’ όλα τα σχολεία! “Τι ήρθες εδώ να κάν’ς; Τράβα στο σπίτι σου! Δεν έχ’ς καμιά δ’λειά στο σχολείο! Αφού θες βάψιμο… να πας στο θέατρο! Οι θεατρίνες βάφονται…”.

Καλά, αν σ’ έπιαναν να ’σαι ραντεβού με κάνα παιδί… δεν είχες πρόσωπο να βγεις! Θα γένοσαν περίγελο στο σχολείο! Οι καθηγηταί καλούσαν τ’ς γονείς σου…

-Αυτό το παιδί που ’ταν η κόρη σας βόλτα, το ξέρετε; Είναι συγγενής σας;

Αν δεν του ’ξεραν οι γονείς… θα πει ότι ήταν φίλος!

Ε, τότε θα σου ’βαζαν “διαγωγή κοσμία”, αυτό ήταν ντροπή μεγάλη, δεν το ξέπλενες με τίποτα! Με “διαγωγή κοσμία” θα σ’ έδιωχναν απ’ όλα τα σχολεία!».

Σφαλιάρες και στο γυμνάσιο!

Η λεκτική και σωματική βία δεν σταματούσε στο δημοτικό. Από φίλτατο συνταξιούχο εκπαιδευτικό ζητώ να μου περιγράψει τον πρώτο χρόνο στο γυμνάσιο:

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε χωριό. Πήγα σε γυμνάσιο αρρένων της Άρτας το 1972, επί Χούντας. Τότε υπήρχε πολλή καταπίεση των παιδιών.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν καθηγητή, γυμναστή, που μας είπε “Μην τυχόν και με δει κάποιος έξω και δεν μου μιλήσει, αλίμονό του!”. Ήμασταν τρομοκρατημένοι όλοι οι μαθητές. Κάποτε, λοιπόν, που είχα δει τον συγκεκριμένο καθηγητή στην αγορά (στον κεντρικό δρόμο της πόλης), πήγα και του φίλησα το χέρι… σαν να ήταν παπάς!

Και κάτι άλλο, επίσης με γυμναστή. Ένας συμμαθητής μου κάποτε είχε πει λίγο πριν από το μάθημα της γυμναστικής σε ένα άλλο παιδί “Έλα να παίξουμε λίγο μπάλα, να χαζέψουμε…”. “Τι είπες;”, τον ρωτάει εξοργισμένος ο καθηγητής και τον σφαλιάρισε.

Δεν μπορώ να πω ότι το ξύλο στο γυμνάσιο ήταν… συστηματικό, αλλά στην ημερήσια διάταξη ήταν το τράβηγμα της φαβορίτας στα αγόρια, όπως επίσης και οι σφαλιάρες, οι οποίες θεωρούνταν… παιδαγωγικό μέσο!

Όταν σε εξέταζαν τότε οι καθηγητές, σε έβγαζαν στον πίνακα, 3-4 μαθητές μαζί. Κι αν τύχαινε να μην ξέρεις μάθημα, σε διαπόμπευε ο καθηγητής, με μειωτικούς χαρακτηρισμούς και εκφράσεις “Bλάκα! Χαζέ! Μπουμπούνα! Στούρνε! Δεν έχεις καθόλου μυαλό! Δεν σου κόβει!”. Κάθε μέρα αυτά ακούγαμε μέσα στην τάξη.

Όσο για τους λόγους που επέσυραν τις σχολικές τιμωρίες; Το βασικότερο ήταν να μην ξέρεις μάθημα. Βέβαια όλοι πηγαίναμε προετοιμασμένοι κάθε μέρα, δεν τολμούσες να πας αδιάβαστος στο γυμνάσιο.

Επίσης οι καθηγητές χαστούκιζαν τους μαθητές με το παραμικρό, π.χ. γιατί υπομειδίασαν στη διάρκεια του μαθήματος, έκαναν κάποια γκριμάτσα! Τίποτα δεν συγχωρούνταν! Οτιδήποτε θεωρούσε μεμπτό ο καθηγητής το αντιμετώπιζε με χειροδικία προς τον μαθητή!

Περιττό να πω ότι τότε δεν υπήρχαν περιστατικά εκφοβισμού μεταξύ μαθητών, παρά μόνο των μαθητών από τους καθηγητές. Στη σπανιότατη περίπτωση που καταγγελλόταν βία μαθητή προς συμμαθητή, η τιμωρία θα ήταν πολύ ξύλο, αλλά και αποβολή από το γυμνάσιο».

**

Τελείωσα το λύκειο το 1988. Τη χρονιά εκείνη, ένας αυταρχικότατος και μεγάλης ηλικίας μαθηματικός χαστούκισε έναν συμμαθητή μου. Το σχολείο μας ξεσηκώθηκε! Έγινε κατάληψη με αίτημα να ζητήσει συγγνώμη ο καθηγητής από τον μαθητή, κάτι το οποίο έγινε. Το βασικότερο όμως είναι ότι κι ο ίδιος ο καθηγητής κατάλαβε πως έπρεπε να ξεχάσει αυτά που έκανε παλαιότερα…

Από τότε, φυσικά, έχουν έρθει κυριολεκτικά τα πάνω κάτω στα σχολεία όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης. Κόρη φίλου μού εξιστορούσε αυτό που αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο στο δημοτικό σχολείο της:

«Αυτό το παιδί, που πηγαίνει στην έκτη, είναι πολύ άτακτο. Κι όποτε τού κάνει παρατήρηση ο δάσκαλος, αυτός (ο συμμαθητής) τού λέει:

-Βαγγέλα, έχεις κάνα πρόβλημα;!!».

*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, κλασικός φιλόλογος, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια).

Email: [email protected]

LinkedΙn: Vasilis Malisiovas

Πηγή: eranistis.net

1 αναγνώστες σχολίασαν

Συμμετοχή στην συζήτηση
  1. Βανα 0:56 11/12/2022

    Όλα όσα διάβασα απόψε μου τα έχουν αφηγηθεί οι Ηπειρώτες γονείς μου..κάτω καλεντινη Άρτας.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.