ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Η πολιτική διαδρομή του Ανδρέα Λοβέρδου

Από τα έδρανα της Νομικής στη... ΡΙΚΣΣΥ

Από τα έδρανα της Νομικής στη... ΡΙΚΣΣΥ

Τη Παρασκευή το βράδυ της 30ης Νοεμβρίου , ανήμερα της εορτής του Αγίου Ανδρέα το τηλέφωνο χτυπούσε αλλεπάλληλα για ευχές στο σπίτι του Ανδρέα Λοβέρδου. Σε ένα από αυτά, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Βαγγέλης Βενιζέλος πήρε προσωπικά τον εορτάζοντα για τα τυπικά. Σαράντα χρόνια, κάτι περισσότερο από παλιοί συμφοιτητές και  φίλοι, οι δυο πολιτικοί δεν χρησιμοποίησαν ποτέ ενδιάμεσους στις προσωπικές τους επαφές. Τα έλεγαν τετ α τετ  χωρίς γέφυρες, ελιγμούς και υπονοούμενα. Μόνο που από τον περασμένο Ιούνιο οι πολιτικές τους σχέσεις ακροβατούσαν πάνω από ένα ιδιότυπο γκρεμό κάτω από τον οποίο έχασκαν και προσωπικές πικρίες. Ωστόσο κανείς εκ των δύο δεν πρόβαλε δημοσίως την δυσφορία του απέναντι στον άλλο.

Το τηλεφώνημα ξεπέρασε  τα όρια των τυπικών ευχών και ευχαριστιών και ξεμάκρυνε αγγίζοντας κομματικές και πολιτικές συμπεριφορές. Μετά από περίπου 20 λεπτά , είχαν σχεδόν ειπωθεί όλα. Χωρίς ωστόσο τίποτα το εκτονωτικό, δίχως  να βρεθεί κοινός τόπος συνεννόησης. Η διαφορετική πολιτική σκοπιά όριζε και το ύφος αλλά και τη κατάληξη της συνδιάλεξης.  Το πληθωρικό «εγώ» του αρχηγού του σημερινού μικρού ΠΑΣΟΚ δεν γεφυρωνόταν με το ανυποχώρητο κουράγιο του βουλευτή του ίδιου κόμματος να πορευθεί προς μια νέα εκκίνηση. Την επόμενη στη Αθηναίδα δεν συναντήθηκαν καν. Και επειδή γνωρίζονταν καλά, ήταν σίγουροι ο μεν για τη κίνηση του δε και τούμπαλιν. Οι ψευδαισθήσεις είχαν από καιρό τελειώσει.

Ψημένος στη πολιτική από τα πρώτα μετεφηβικά του χρόνια ο Λοβέρδος δεν υπήρξε ποτέ ένας ματαιόδοξος ζηλωτής των πολιτικών οφίτσιων, κολλημένος στις καρέκλες μιας κομματικοδίαιτης νομεκαλτούρας. Οργανωμένος στο αντιδικτατορικό κίνημα  επί χούντας ως 17χρονος φοιτητής της Νομικής στο Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης  πρωταγωνίστησε τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα . Συμμετέχοντας στις  μυριάδες διαδηλώσεις, συνελεύσεις , κινητοποιήσεις  εκείνης της εποχής έμαθε από πρώτο χέρι ότι τα προβλήματα  δεν λύνονται  από το μήκος μιας πορείας. Και ακόμα δεν πίστεψε πως  τα παράσημα μιας μελλοντικής καριέρας τα προσέφεραν οι εξέχουσες ηγετικές θέσεις στις παρατάξεις του φοιτητικού κινήματος, Τα πιστεύω του συμπυκνώνονταν στη αγωνιστικό μοτίβο που όφειλε να  διαθέτει ένας  δίκαιος και ωφέλιμος στη κοινωνία πολίτης

Με το θάνατο του πατέρα του όταν ήταν 19 χρονών  αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα παραταξιακή φοιτητική δράση για λόγους επιβίωσης. Η δασκάλα μητέρα του από τη Πάτρα αδυνατούσε να συνδράμει οικονομικά στις σπουδές του γιου της αλλά και της επίσης φοιτήτριας μικρότερης αδελφής του. Έτσι ο νεαρός Ανδρέας Λοβερδος μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα σε σπουδές και σποραδικά μεροκάματα στη Λαχαναγορά για κανά δυο χρόνια έως ότου η ευρύτερη οικογενειακή αλληλεγγύη επαναφέρει το φοιτητικό του εισόδημα σε κάποια ικανοποιητικά επίπεδα  Στο ίδιο διάστημα δεν πέφτει σε χειμέρια πολιτική νάρκη αλλά σταδιακά διαφοροποιείται  έως ότου αυτοβούλως απομακρύνεται από τα δογματικά κομματικά τεμένη. Η συντεταγμένη κομματική γραφειοκρατία επιχειρεί τότε να τον συκοφαντήσει, ο ίδιος  στεναχωριέται, παθαίνει πνευμονία, τα  προσπερνά αλλά ταυτόχρονα διδάσκεται ένα σημαντικό μάθημα ζωής και πολιτικής επιβίωσης

Στα πρόθυρα  του πτυχίου ο Λοβέρδος με το ένστικτο που ριζώνει στους ανήσυχους ανθρώπους , προσανατολίζεται προς την ακαδημαϊκή καριέρα. Ντύνεται στα μπλε της αεροπορίας και αμέσως μετά ξεκινά για μεταπτυχιακές σπουδές Εγκαθίσταται σε ένα δωματιάκι σε μια συνοικία Tουρκο-πορτογάλων μεταναστών στις Βρυξέλλες  σπουδάζοντας Ευρωπαϊκό δίκαιο. Κάθε Σαββατοκύριακο αφήνει το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών της βελγικής πρωτεύουσας και ταξιδεύει προς το Σαρλερουά των πολλών μεταναστών. Εκεί  κοντά στις αγωνίες τα βάσανα και τη νοσταλγία των Ελλήνων ανθρακωρύχων στις στοές της περιοχής παίζει  ερασιτεχνικά μπουζούκι σε ελληνική ταβέρνα. Με το πενιχρό μεροκάματο της πενιάς τσοντάρει στο αναιμικό φοιτητικό έμβασμα που στέλνουν οι δικοί του ώστε να του περισσεύουν μερικά ψιλά για να αγοράζει κάθε Δευτέρα το «ΦΩΣ» για να μαθαίνει, στη προ δορυφορικής TV εποχή, πως τα πάει στο πρωτάθλημα της πατρίδας. ο πολυαγαπημένος του Θρύλος.

Τρία χρόνια  αργότερα επιστρέφει στην Ελλάδα, εκπονεί το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και βάζει πλώρη για ακαδημαϊκή καριέρας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο . Συνεργάζεται στο δικηγορικό γραφείο των Τσάτσου-Φουντεδάκη αλλά  τα οικονομικά του παραμένουν μετρημένα, στριμώχνοντας ασφυκτικά  έναν έμπρακτα γενναιόδωρο άνθρωπο σαν αυτόν. Μένει στο σπίτι της γιαγιάς του στη Πλ. Αμερικής, πηγαινοέρχεται στη σχολή με το λεωφορείο  αδιαφορώντας για τις ευκαιρίες που περνούν βιαστικές έξω από τα τζάμια τη διαδρομής του ως το Κουκάκι .  Ωστόσο αν δεν προσεγγίζει αυτός τις ευκαιρίες , θα τον βρουν εκείνες. Έτσι κι αλλιώς η πολιτική είναι σαν το ποδήλατο, αν το μάθεις ποτέ δεν το ξεχνάς. Ο ίδιος δεν έχει απωθημένα ούτε θέτει προαπαιτούμενα όμως η δραστηριοποίησή του στα κοινά τον γυροφέρνει σαν δίκυκλο.

Παράλληλα με το ερευνητικό του έργο συνεργάζεται σε  μια εβδομαδιαία τηλεοπτική εκπομπή που τον κάνει αιφνιδίως  ευρύτερα γνωστό. Και ως πανεπιστημιακός χαίρει της  εκτίμησης του εκσυγχρονιστικού κύκλου κυρίως του αείμνηστου  Νίκου Θέμελη  και κάπως έτσι γνωρίζεται με το Κώστα Σημίτη. Όταν ο τελευταίος θα γίνει πρωθυπουργός , τον  επιλέγει λόγω  επιστημονικών προσόντων  για Γ.Γ. στο υπουργείο Δημόσιας Διοίκησης  και Αποκέντρωσης επί υπουργίας Αλέκου Παπαδόπουλου. Τα πάει καλά, συνδράμει στην εκπόνηση του «Καποδίστρια» και παραιτείται εγκαίρως το 1997  για να προλάβει την υποψηφιότητα του για βουλευτής στη Β Αθήνας στις εκλογές  του 2000., Παρά τα  ελάχιστα  μέσα προβολής με βάση το Περιστέρι με ξέφρενη διάθεση και ακάματη δουλειά σαρώνει όλη τη περιφέρεια σχεδόν σπίτι- σπίτι . Ξεχωρίζει ως ο φρέσκος, κομψός, φιλικός και κοινωνικά δραστήριος υποψήφιος.  Ατού του είναι ότι τον αποδέχεται ο κόσμος ως  άμεσο, ειλικρινή και προσηνή νέο  με τίμιο πρόσωπο και ευθύ, μεταδοτικό  λόγο.

Εκλέγεται με τη πρώτη απόπειρα τρίτος βουλευτής και εισέρχεται στη Βουλή. Στα τέλη Ιανουαρίου του 2002 ο νιόπαντρος και για πρώτη φορά μπαμπάς μιας κόρης Ανδρέας Λοβέρδος δέχεται στο σπίτι του ένα απρόσμενο τηλεφώνημα. Στην άκρη της άλλης γραμμής  ο  Κώστας Σημίτης  τον ρωτάει αν εκτός από Γαλλικά  γνωρίζει και ικανοποιητικά  Αγγλικά. « Μα ήμουν υπότροφος του London School of Economics  και ερευνητής του Boston University  της Μασαχουσέτης, κύριε πρόεδρε…». «Ευχαριστώ, τίποτε άλλο» του λέει ο Σημίτης και κλείνει το τηλέφωνο αφήνοντας το Λοβέρδο άφωνο με το ενδιαφέρον του πρωθυπουργού για τις γνώσεις του βουλευτού στις ξένες γλώσσες. Την ίδια μέρα είχε παραιτηθεί ο υφυπουργός εξωτερικών για τις οικονομικές σχέσεις Γιάννης Ζαφειρόπουλος και  ο  μεθοδικός Σημίτης τσέκαρε τις γνώσεις  του Λοβέρδου για το πόστο. Από την μεθεπόμενη ο Λοβέρδος θα βρεθεί ως το τέλος της θητείας της κυβέρνησης το 2004 στο ΥΠΕΞ του οποίου ηγείτο πολιτικά  εκείνη την περίοδο ο Γιώργος Παπανδρέου.

Μετά από πέντε χρόνια μαχητικής αντιπολίτευσης από τα έδρανα της Βουλής ο Λοβέρδος επανήλθε το 2009 στη κυβέρνηση του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου ως υπουργός Απασχόλησης στην αρχή και κατόπιν ως υπουργός Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Είναι πια 50ρης, με τρία παιδιά και σχετικά ασπρισμένος.  Στο μεσοδιάστημα κατά τις εσωκομματικές εκλογές του 2007 για πρόεδρο του Κινήματος  είχε ταχθεί με την υποψηφιότητα του Βαγγέλη Βενιζέλου.  ‘Έτσι όριζε τότε  η συνείδησή του και έτσι έπραξε. Αλλά επειδή, όπως πάντα ισχυρίζεται, γνώμονας του ανέκαθεν είναι  η προσφορά  προς τη πατρίδα και  όχι η ατομική ανέλιξη μέσω της εξουσίας, υπηρέτησε με αυταπάρνηση τα πόστα που του ανατέθηκαν. Εκεί βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα. Εκεί υπέστη τα μαρτυρικά ο «μαστιγώματα» της τρόικας , ένιωσε τις ασφυκτικές απαιτήσεις των  εκπροσώπων  των δανειστών, «μάτωσε» στην προσπάθεια σωτηρίας του δημόσιου χαρακτήρα της Υγείας. Και η απορρόφησή του στην εκπλήρωση αυτού το χρέους προς τη κοινωνία  τον έστειλε πριν δυο χρόνια στο νοσοκομείο Πασχαλιάτικα.

Η αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια της υπουργικής του θητείας ο Λοβέρδος  γέμισε λαβωματιές , άλλες δίκαιες κι άλλες άδικες, επιμένοντας να τονίζει ότι  «δεν υπάρχει σάλιο» όταν άλλες υποσχέσεις στέγνωναν σαν σταγόνα νερού στην έρημο. Παραλίγο να αφυδατωθεί πολιτικά  και ο ίδιος  δίνοντας με τη πολυπραγμοσύνη του την εντύπωση ότι ήταν επί δεκαετίες υπουργός ενώ δεν έμεινε στο πόστο  ούτε καλά καλά 2, 5 χρόνια. Ωστόσο το πολιτικό κόστος για τον ίδιο παραμένει σταθερά αδιάφορο ενώπιον του προτάγματος της σωτηρίας και της ευημερίας της χώρας. Η επιμονή του στην αδιαπραγμάτευτη μαχητικότητα μακριά από βολέματα και η  αναπτυγμένη αίσθηση καθήκοντος είναι  εκείνο τα στοιχείο του χαρακτήρα του που τον οδηγεί στην θαρραλέα επιλογή του δύσκολου δρόμου της νέας εκκίνησης έξω από το τέλμα. Τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει η Ιστορία.

 

Δεν υπάρχουν ακόμη σχόλια.

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.