ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Άρθρο του Γιάννη Παπαδογιάννη
Η επέλαση, η πτώση και η αναγέννηση των Ελληνικών τραπεζών
Ένα άρθρο βασισμένο στο βιβλίο «Το Άδοξο Τέλος – Η μετέωρη πορεία, η συντριβή και η αναγέννηση των ελληνικών τραπεζών» του δημοσιογράφου Γιάννη Παπαδογιάννη.
Μόλις πέντε –και κάτι– χρόνια πριν οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονταν στο απόγειο. Το 2007 τα κέρδη των τεσσάρων μεγάλων εμπορικών τραπεζών διαμορφώθηκαν στα 4 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Η χρηματιστηριακή αξία τους έφτανε τα 55 δισ. ευρώ και οι μετοχές διαπραγματεύονταν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα τιμών. Οι χορηγήσεις δανείων «έτρεχαν» με διψήφιο ρυθμό αύξησης. Εκτός Ελλάδας, είχαν στήσει μια πραγματική αυτοκρατορία, που απλωνόταν από την Ουκρανία μέχρι την Τουρκία και την Αίγυπτο!
Όλα αυτά επιτεύχθηκαν απίστευτα γρήγορα. Η επέλαση των εγχώριων τραπεζών έγινε με ταχύτητα που θυμίζει κινηματογραφική ταινία. Δεν χρειάστηκαν παρά μόνον εφτά χρόνια ώστε σχεδόν από το μηδέν, όπου βρίσκονταν το 2000, να αναρριχηθούν στην κορυφή.
Ωστόσο, η εντυπωσιακή πορεία των τραπεζών αποδείχθηκε μετέωρη: εξίσου γρήγορη ήταν και η αποκαθήλωση. Από το ζενίθ του 2007, δεν πέρασαν ούτε έξι χρόνια προτού βρεθούν και πάλι στο σημείο μηδέν. Στη διετία 2011-2012 οι ζημιές της Εθνικής, της Eurobank, της Alpha και της Πειραιώς ανήλθαν στα 33 δισ. ευρώ, σχεδόν δύο φορές μεγαλύτερες από τα κέρδη, ύψους 18 δισ. ευρώ, που είχαν αποκομίσει στη «χρυσή» δεκαετία 2001-2010!
Από τα τέλη του 2008 οι τράπεζες, μέρα με τη μέρα, εξαρτούνταν όλο και περισσότερο από τον δημόσιο τομέα: αρχικά για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε ρευστότητα, αργότερα και σε κεφάλαια. Στο τέλος του 2010 βρέθηκαν σε μια κατάσταση νεκροφάνειας, από την οποία δεν κατάφεραν να επανέλθουν ποτέ, τουλάχιστον με την προ κρίσης μορφή. Οι ζημιές δεν διέγραψαν μόνο με μιας το σύνολο των κερδών που είχαν αποκομίσει την εποχή των παχέων αγελάδων αλλά «καταβρόχθισαν» το σύνολο των κεφαλαίων τους. Έτσι ένας νέος όρος μπήκε στη ζωή μας: η ανακεφαλαιοποίηση.
Τα στελέχη των τραπεζών διατηρούν μια ξεκάθαρη άποψη για το τι ήταν αυτό που έφταιξε: η χρεοκοπία του Ελληνικού Δημοσίου. Όπως τονίζουν με έμφαση, αν δεν είχε πραγματοποιηθεί το PSI και το κράτος δεν είχε αθετήσει τις υποχρεώσεις του, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα το τραπεζικό σύστημα να υποστεί ζημιές πολλών δισεκατομμυρίων, το τελευταίο θα είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία τις προκλήσεις μιας ύφεσης. Οι τράπεζες, με τις όποιες αναταράξεις, θα συνέχιζαν την ανοδική τους διαδρομή. Ακόμα και τα υπεραισιόδοξα business plan θα επιβεβαιώνονταν.
Πρόκειται για μια άποψη που περιέχει πολλές αλήθειες, αλλά ταυτόχρονα παραβλέπει πολλές πτυχές της σύνθετης πραγματικότητας. Ασφαλώς οι ευθύνες που βαραίνουν τους ώμους της πολιτικής ηγεσίας και όλων όσων είχαν την τύχη του τόπου στα χέρια τους ξεχωρίζουν με διαφορά. Ωστόσο, κεντρική θέση του βιβλίου αυτού είναι ότι η χρεοκοπία που βιώσαμε δεν αφορά μόνο το σπάταλο και αναποτελεσματικό κράτος, αλλά όλο το οικονομικό μοντέλο λειτουργίας της χώρας. Και εδώ οι ευθύνες του τραπεζικού συστήματος είναι μεγάλες, καθώς ήταν εκείνο που χρηματοδότησε, όλα αυτά τα χρόνια, το καταναλωτικό μοντέλο που κυριάρχησε τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Οι τράπεζες επικεντρώθηκαν στην επιθετική χρηματοδότηση μιας οικονομίας που παρήγαγε ελάχιστα και κατανάλωνε με λαιμαργία.
Ίσως ακούσια, χωρίς να το συνειδητοποιήσουν, οι τράπεζες υποδαύλισαν έναν τρόπο ζωής που βασιζόταν στην υπερβολική κατανάλωση, ενθαρρύνοντας τους πολίτες να ζουν με τρόπο που ξεπερνούσε κατά πολύ τις οικονομικές τους δυνατότητες. Επώνυμα ακριβά ρούχα, πολυτελή αυτοκίνητα, εξοχικά σπίτια, διακοπές χλιδής, πολυέξοδες γαμήλιες τελετές και πολλά, πολλά άλλα μετατράπηκαν σε αυτονόητες καθημερινές ανάγκες και βασικές προϋποθέσεις κοινωνικής αποδοχής. Παράλληλα, οι εγχώριες τράπεζες διοχέτευσαν δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ στο ελληνικό Δημόσιο, αγοράζοντας ομόλογα αλλά και χρηματοδοτώντας εταιρείες του κράτους. Το ελληνικό Δημόσιο είχε ανακαλύψει έναν μαγικό τρόπο να έχει πάντα γεμάτο πορτοφόλι – και του έδωσε και κατάλαβε! Η εύκολη πρόσβαση σε ρευστότητα, μέσω του δανεισμού, συνέβαλε στο να χαθεί κάθε ψήγμα πειθαρχίας, κάθε μέτρο, και οδήγησε βαθμιαία στο όργιο προσλήψεων, σπατάλης και κακοδιαχείρισης που γνωρίζουμε.
Ένα τέτοιο οικονομικό μοντέλο που στηριζόταν υπέρμετρα στην κατανάλωση και την ανακύκλωση της πίστωσης ήταν θέμα χρόνου να οδηγήσει σε αδιέξοδο.
Με το βιβλίο, «Το Άδοξο Τέλος, Η μετέωρη πορεία, η συντριβή και η αναγέννηση των ελληνικών τραπεζών», προσπαθώ να περιγράψω την πυρετική διαδρομή που ακολούθησαν οι τράπεζες. Το 1ο κεφάλαιο αναφέρεται στην κατάσταση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον κυρίαρχο ρόλο του κράτους και της Τράπεζας της Ελλάδος και το πώς βαθμιαία, μετά την είσοδο της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ, ξεκίνησε η προσπάθεια απελευθέρωσης της τραπεζικής αγοράς – προσπάθεια που ολοκληρώθηκε το 2003. Το 2ο κεφάλαιο περιγράφει τη μεγάλη επέλαση, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, που πραγματοποίησαν οι τράπεζες στην Ελλάδα αλλά και την ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Το 3ο κεφάλαιο αναφέρεται στην κορύφωση της ανοδικής αυτής πορείας, που πραγματοποιήθηκε τη διετία 2006-2007. Το 4ο κεφάλαιο επικεντρώνεται στα λάθη, τις αστοχίες και τις υπερβολές στις οποίες παρασύρθηκαν οι διοικήσεις των τραπεζών, επηρεαζόμενες από την άκρατη αισιοδοξία που επικρατούσε σε όλο τον κόσμο, αλλά και από τα εκπληκτικά αποτελέσματα των προηγούμενων ετών. Το 5ο κεφάλαιο περιγράφει την αποκαθήλωση, τη συντριβή του κλάδου, που σφραγίστηκε με την εφαρμογή του «εθελοντικού» προγράμματος ανταλλαγής ομολόγων (PSI). Το 6ο κεφάλαιο περιγράφει τη διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης και την αναγέννηση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος μέσα από τις στάχτες της καταστροφής. Αναφέρεται στις μεγάλες αλλαγές που κυοφορούνται σε θεσμικό επίπεδο, με σημαντικότερη την ευρωπαϊκή τραπεζική ενοποίηση, κι οι οποίες θα σφραγίσουν τη «νέα» εποχή της τραπεζικής.
Στις μέρες μας, οι τράπεζες αποτελούν εύκολο στόχο κριτικής. Ωστόσο τα μεγάλα τους λάθη, ακόμα και οι υπερβολές στις οποίες υπέπεσαν οι τράπεζες, δεν ήταν εκείνα που καθόρισαν το δράμα. Δεν ήταν εκείνα που οδήγησαν το τραπεζικό σύστημα στην καταστροφή. Η καταστροφή ήταν αποτέλεσμα κυρίως του προγράμματος ανταλλαγής ομολόγων, του περιβόητου PSI, και της πρωτοφανούς ύφεσης που ακολούθησε.
Με το PSI, το ελληνικό Δημόσιο αθέτησε τις υποχρεώσεις του. Δεν πλήρωσε στους ομολογιούχους τα κεφάλαια που είχε δανειστεί, προκαλώντας τεράστιες απώλειες όχι μόνο στις τράπεζες αλλά και σε χιλιάδες πολίτες που επένδυσαν τις αποταμιεύσεις τους σε κρατικά ομόλογα. Στις ζημιές από το «κούρεμα» ήρθαν να προστεθούν και αυτές από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια χρεώνονται ασφαλώς στις τράπεζες, πρέπει ωστόσο να συνεκτιμηθούν σε σχέση με την οικονομική πραγματικότητα. Ο ιδιωτικός τομέας στη χώρα δεν ήταν –ούτε είναι– υπερδανεισμένος, αν και υπάρχουν σημαντικές εστίες υπερχρέωσης κυρίως στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Ο εκτροχιασμός των επισφαλειών δεν οφείλεται τόσο σε φαινόμενα υπερδανεισμού και κακών επιλογών όσο στο γεγονός ότι η οικονομία μας βιώνει από το 2009 και μετά μια άνευ προηγουμένου, σε ένταση και διάρκεια, ύφεση.
Αν η εγχώρια οικονομία αντιμετώπιζε μια συνηθισμένη ύφεση,* τότε οι τράπεζες θα ξεπερνούσαν μάλλον με σχετική άνεση τα προβλήματα που θα προέκυπταν από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Όμως η οικονομία και το τραπεζικό σύστημα δεν βρέθηκαν αντιμέτωπα με μια συνηθισμένη ύφεση. Η μείωση του ΑΕΠ στο διάστημα 2008-2012 ξεπερνά το 20%, μέγεθος που παραπέμπει σε πόλεμο – όχι σε ύφεση. Με μια τέτοια καταστροφική συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας, η κατακόρυφη αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι αναπόδραστη.
Οι κυβερνήσεις, η πολιτική ηγεσία και το πολιτικό σύστημα δεν φέρουν μόνο την ευθύνη της χρεοκοπίας και της ατιμωτικής επιτροπείας στην οποία βρίσκεται η χώρα, αλλά και της αδυναμίας να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση πράττοντας όλα όσα ήταν αναγκαία για την αναζωογόνηση της οικονομίας. Η αδράνεια, η απροθυμία για αλλαγές και η ανικανότητα του πολιτικού συστήματος βύθισαν την ελληνική οικονομία και την κοινωνία σε μια ύφεση ανάλογη της Μεγάλης Ύφεσης που έπληξε το 1929 τις ΗΠΑ.
Στον τίτλο του βιβλίου χρησιμοποιώ κάπως καταχρηστικά τη λέξη «τέλος». Το «τέλος» ασφαλώς δεν αφορά τις τράπεζες ως θεσμό. Οι τράπεζες επιτελούσαν, επιτελούν και θα εξακολουθήσουν να επιτελούν έναν εξαιρετικά σπουδαίο ρόλο στην οικονομική ζωή. Και στην νέα εποχή, μετά την ανακεφαλαιοποίηση, θα είναι ο αιμοδότης, η καρδιά της οικονομίας.
Το «τέλος» αναφέρεται στο τέλος εποχής ενός ιδιαίτερα επιθετικού μοντέλου λειτουργίας (που οι ελληνικές τράπεζες αντέγραψαν από το εξωτερικό), στο τέλος της «γιάπικης» εποχής των golden boys και στην οικονομική καταστροφή των μετόχων των τραπεζών. Το «τέλος» αναφέρεται, επίσης, στο τέλος των ψευδαισθήσεων περί ισχυρής Ελλάδας, στην οδυνηρή κατάληξη της χώρας μετά από πολλά χρόνια κακής και αναποτελεσματικής διακυβέρνησης, αλλά και στο τέλος ενός τρόπου ζωής που ξεπερνούσε κατά πολύ τις οικονομικές δυνατότητες της κοινωνίας μας.
Το βιβλίο «Το Άδοξο Τέλος – Η μετέωρη πορεία, η συντριβή και η αναγέννηση των ελληνικών τραπεζών» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος.
http://toadoxotelos.wordpress.com/
* Γενικά ύφεση θεωρείται η κατάσταση όπου παρατηρείται μείωση εισοδημάτων, επενδύσεων και ζήτησης, καθώς και υψηλή ανεργία, για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Δεν υπάρχει ενιαία αποδεκτός ορισμός της ύφεσης. Συνήθως σε ύφεση βρίσκεται μια οικονομία όταν συρρικνώνεται για δύο διαδοχικά τρίμηνα. Μια οικονομία θεωρείται ότι είναι σε βαθιά μακροχρόνια ύφεση όταν εμφανίζει πτώση του πραγματικού ΑΕΠ άνω του 10% ή μείωση του ΑΕΠ για δύο συνεχόμενα χρόνια.