ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΙ

Το τέλος της πολιτικής ρητορικής

Από το 2010 και έπειτα ο δημόσιος διάλογος στη χώρα προσανατολίστηκε στον εντοπισμό προβλημάτων και στρεβλώσεων που κατέστησαν μη βιώσιμο το οικονομικό και πολιτικό μοντέλο της μεταπολίτευσης. Υπήρξαν διαφορετικές οπτικές, που κατέστησαν αναπόφευκτη μια διαρκή αντιπαράθεση σχετικά με το βέλτιστο μίγμα οικονομικής πολιτικής και τις επιπτώσεις στον κοινωνικό ιστό. Η εν λόγω αντιπαράθεση είναι λογική –και υπό κάποιες προϋποθέσεις γόνιμη-σε ένα περιβάλλον διαρκών και ραγδαίων  κοινωνικών και πολιτικών ανακατατάξεων.

Πλην όμως, ένα χαρακτηριστικό που επικράτησε στον πολιτικό διάλογο καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης παραμένει διαχρονικά σχεδόν σταθερό. Είναι η κουλτούρα του δογματισμού και της μισαλλοδοξίας, που έχει διαβρώσει τη ρητορική μεγάλου τμήματος των πολιτικών, των αναλυτών και της κοινής γνώμης. Η κουλτούρα αυτή έχει συγκεκριμένα προσδιοριστικά στοιχεία: χρησιμοποιεί τη συνθηματολογία αντί του επιχειρήματος, αντιμάχεται την εναλλακτική προσέγγιση επιβαρύνοντάς την -απλώς και μόνο- με κάποιο ιδεολογικό φορτίο (ως νεοφιλελεύθερη ή κομμουνιστική), φορτίζει το διάλογο με σοφιστείες, ιδεολογήματα και στερεότυπα, αρνείται οτιδήποτε ενσωματώνει την έννοια της μέτρησης, της τεκμηρίωσης και της αξιολόγησης, υιοθετεί κατά κόρον τον φορμαλιστικό επαγωγικό λογισμό προβαίνοντας σε εξαιρετικά απλοϊκές γενικεύσεις και λειτουργεί με όρους ‘’αμφιθεάτρου’’. Ασπάζεται τυφλά και αυτιστικά θέσεις και απόψεις, στο όνομα ενός δόγματος. Αρνείται πεισματικά οτιδήποτε σχετίζεται με την άλλη θέση. Κατασκευάζει τη θέση του αντιπάλου και επιχειρεί μια διαρκή «δίκη προθέσεων». Αποτέλεσμα, η γόνιμη σύνθεση να αποτελεί απατηλή ουτοπία, και εξ αυτού να κυριαρχούν στερεότυπες πάγιες θέσεις.

Η κουλτούρα του δογματισμού και της μισαλλοδοξίας, που εκφράζεται συνήθως με όρους λεκτικής βίας, δεν είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο καθώς αποτελεί κατεστημένη νοοτροπία του πολιτικού συστήματος εδώ και δεκαετίες. Παράλληλα συνιστά μείζονα παράγοντα για την έλλειψη πνεύματος συνεργασίας μεταξύ κομματικών σχηματισμών, συστατικό της χαμηλής μεταρρυθμιστικής δυναμικής καθώς και βασικό αίτιο της παρούσας έκρυθμης κατάστασης.

Ο αρνητισμός έναντι της αντίπαλης θέσης λειτουργεί ως ένα βασικό εργαλείο πολιτικής και κομματικής αυτοσυντήρησης, ελλείψει επιχειρημάτων και θέσεων. Η οριοθέτηση των διακριτών πόλων γίνεται χωρίς διασαφήνιση θέσεων και προτάσεων. Αντιθέτως πραγματοποιείται μέσω της τυφλής απόρριψης των θέσεων του αντιπάλου. Αποτελεί τη βολική διέξοδο, τη λύση της ήσσονος προσπάθειας. Ωστόσο, η λογική αυτή λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας εύρεσης κοινών σημείων, σύναψης προγραμματικών συμφωνιών και ταχύτερης εκτέλεσης αναγκαίων αλλαγών στην πολιτική και την οικονομία. Η κουλτούρα του δογματισμού και της μισαλλοδοξίας έχει άμεσο και αρνητικό αντίκτυπο στην καλλιέργεια ενός κλίματος κοινωνικής ομαλότητας καθώς και αξιοποίησης της έννοιας του κοινωνικού κεφαλαίου της χώρας. Παράλληλα, η εν λόγω κουλτούρα δυσχεραίνει τον μετασχηματισμό και την εισαγωγή του νέου στο κράτος και την οικονομία.

Η αλληλεπίδραση του δογματισμού και της μισαλλοδοξίας οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο. Αφενός, ο δογματισμός δημιουργεί συγκεκριμένες πάγιες στάσεις ως προς τα θέματα που αφορούν το δημόσιο διάλογο (μνημόνιο-αντιμνημόνιο). Αφετέρου, η λεκτική βία και η πολεμική ρητορική, αμφότερες ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μισαλλοδοξίας, επανατροφοδοτούν τον αρνητισμό και τη λογική του ‘’μαύρου - άσπρου’’.  Κατά αυτή την έννοια, η αντιμετώπιση αυτής της κουλτούρας είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο εγχείρημα. Απαιτεί την καλλιέργεια νοοτροπίας ενάντια στην εσωστρέφεια, την άκρατη ισχυρογνωμοσύνη και το φανατισμό. Προϋποθέτει γενναία κριτική των ιδίων θέσεων, και όχι μια ad hoc αυτοεπαλήθευση στη βάση ενός συγκεκριμένου ιδεολογικού πλαισίου. Στην ουσία, υπαινίσσεται μια πραγματική επιστροφή στην πολιτική και την ηθική διάσταση της πολιτικής.

Η βελτίωση της ποιότητας του δημόσιου διαλόγου συναρτάται άμεσα με την αντιμετώπιση του εν λόγω θέματος και συνιστά κορυφαίο πολιτικό ζήτημα. Ο απεγκλωβισμός από την λογική του στείρου αρνητισμού, της λεκτικής βίας και της εξτρεμιστικής πολιτικής ρητορικής είναι ζωτικής σημασίας για την ποιότητα του διαλόγου και την παραγωγή πολιτικής. Παράλληλα είναι μείζον ζήτημα για την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας. Απαιτεί όμως, σαφή οριοθέτηση των εναλλακτικών, απόρριψη των ακραίων ή ουτοπικών επιλογών και εκατέρωθεν παραχωρήσεις για την εύρεση κοινών παρονομαστών. Σήμερα, κατά κύριο λόγο η συζήτηση εξαντλείται σε διαρκή σχηματικά δίπολα (δημοσιονομική εξυγίανση ή ‘’αφαίμαξη’’,  αποκρατικοποίηση ή ‘’ξεπούλημα’’). Ωστόσο, η εν λόγω διαφωνία δεν βελτιώνει ούτε το διάλογο ούτε τις προοπτικές λύσης. Αντιθέτως, η νίκη επί της κουλτούρας του δογματισμού και της μισαλλοδοξίας θα οδηγήσει, όπως προαναφέρθηκε, σε κοινούς παρονομαστές, έστω στα βασικά. Κατά αυτή την έννοια, ένας διάλογος που δεν θα βασίζεται στον αφορισμό της εναλλακτικής ενδέχεται να οδηγήσει σε μια εποικοδομητική σύνθεση, που θα επαναπροσδιορίσει θέσεις και προτάσεις και θα δημιουργήσει συνθήκες αυξημένης κοινωνικής και πολιτικής δυναμικής. Άλλωστε, η αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού βασίζεται μεν σε ιδεολογικούς και θεσμικούς όρους, αλλά πρωτίστως αποτελεί μια υπόθεση πολιτικής και κουλτούρας στην οποία το ‘’παλαιό καθεστώς’’ και η πολιτική ρητορική του έχουν αποτύχει.

Ο Ηλίας-Ιωάννης Κυριόπουλος είναι οικονομολόγος

2 αναγνώστες σχολίασαν

Συμμετοχή στην συζήτηση
  1. Μπράβο Ηλία!

  2. πόσο χρειζομαστε τέτοιους λαμπρούς νέους;;;;χμμμ…πόσο;;;;;

Υποβολή απάντησης

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιο σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ.
Παρακαλώ εισάγετε το email σας εδώ.